ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ μέρες είδα το φινάλε του «Handmaid’s Tale». Το καθυστέρησα επίτηδες, όπως αναβάλλω πάντα να διαβάσω τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που με έχει συγκινήσει και δεν είμαι έτοιμη να αποχωριστώ τους ήρωές του. Ούτε την Τζουν μπορούσα να αποχωριστώ. Αν και η Ελίζαμπεθ Μος πολλές φορές με ξενέρωσε με τις υπερβολικές και μάλλον προβλέψιμες γκριμάτσες της –από τον δεύτερο κύκλο και μετά τα close ups στο βλοσυρό βλέμμα της ήταν κάπως κλισέ–, η Όφρεντ ήταν μια ηρωίδα που στο πρόσωπό της ζωντάνεψε όλη η γυναικεία καταπίεση και κακοποίηση, αλλά ταυτόχρονα και η αντίσταση, η εξέγερση, η «enough is enough» στάση απέναντι στους καταπιεστές.
Η σειρά, βασισμένη στο βιβλίο της Μάργκαρετ Άτγουντ, ανήκει στο είδος της «επιστημονικής φαντασίας», γιατί μιλάει για μια κοινωνία βγαλμένη από τους χειρότερους γυναικείους εφιάλτες. Αλήθεια; Κι αυτό είναι πράγματι επιστημονική φαντασία; Η Γαλαάδ (Gilead) είναι μια χώρα που φτιάχτηκε κυριεύοντας τις περισσότερες πολιτείες της Αμερικής και όπου επικρατεί η αντίληψη πως η γυναίκα είναι απλώς ένα μέσο αναπαραγωγής. Οι δε στείρες γίνονται σύζυγοι χωρίς άποψη, χωρίς δικαιώματα, χωρίς άλλη ζωή πέρα από αυτή που τους επιτρέπει να ζουν κλεισμένες στο σπίτι, στη σκιά των συζύγων-commanders.
Η ανδρική κυριαρχία, η αίσθηση εξουσίας, η καταπίεση, η αντίληψη ότι μια γυναίκα ανήκει στον σύντροφό της, όλα αυτά δεν ξεπηδούν ως δεδομένα πίσω από κάθε είδηση γυναικοκτονίας;»
Αν και ξεκίνησα να παρακολουθώ αυτό το αριστούργημα δραματουργίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, ερμηνειών, κουστουμιών –όλα ήταν, κατά την άποψή μου, εξαιρετικά– λες και έβλεπα πραγματικά μια δυστοπική κοινωνία βγαλμένη από τη φαντασία της συγγραφέως, άρχισα σιγά σιγά να αναρωτιέμαι ποιες είναι οι ομοιότητες με τη δική μας πραγματικότητα. Αυτή του 2025, όπου παλεύουμε ακόμα να καθιερώσουμε τους όρους «γυναικοκτονία» και «έμφυλη βία».
Όχι, δεν έχουμε χωριστεί σε γόνιμες και στείρες γυναίκες, ούτε έχουμε τη θεία Λυδία πάνω από το κεφάλι μας να μας στέλνει εσώκλειστες σε σπίτια. Αλλά, αλήθεια, δεν υπάρχει ένας συμβολισμός που πρέπει να μας προβληματίσει; Η ανδρική κυριαρχία, η αίσθηση εξουσίας, η καταπίεση, η αντίληψη ότι μια γυναίκα ανήκει στον σύντροφό της, όλα αυτά δεν ξεπηδούν ως δεδομένα πίσω από κάθε είδηση γυναικοκτονίας;
Νιώθω ότι τις προσπερνάμε πλέον αυτές τις ειδήσεις. Μας έγιναν οικείες, τις συνηθίσαμε και σταμάτησαν να μας εκπλήσσουν προ πολλού. Ναι, μας δημιουργούν μια στιγμιαία αποστροφή, μια οργή που εξαντλείται σε δευτερόλεπτα, αλλά αυτό που μένει τελικά είναι η ανοχή και η αποδοχή. Αποδεχόμαστε ότι έτσι είναι; Έτσι θα είναι; Λέει η Τζουν στο τελευταίο επεισόδιο: «Θα συνεχίσουν να έρχονται για εμάς. Κι όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε, θα έρθουν για τις κόρες μας, για τις εγγονές μας. Ο αγώνας ίσως να μη μας φέρει όλα όσα χάσαμε. Μα ίσως να μην έχουμε πια την πολυτέλεια να μην πολεμήσουμε. Γιατί αυτό που μας οδήγησε στη Γαλαάδ ήταν ότι δεν πολεμήσαμε από την αρχή».
Ας μην αξιολογούμε την πραγματικότητα μέσα στον μικρόκοσμό μας. Ή ας κάνουμε φύλλο και φτερό τον μικρόκοσμό μας για να βρούμε τις ομοιότητες. Θέλω να πω, δεν είναι μόνο όλα αυτά που συμβαίνουν στην επαρχία, μακριά από τα αστικά κέντρα, εκεί όπου ακόμα και σήμερα οι γυναίκες δεν μπορούν να πάνε στο καφενείο και μένουν σπίτι να φτιάχνουν το κυριακάτικο γιουβέτσι, ενώ οι άντρες παίζουν πρέφα.
Είναι και όλα όσα συμβαίνουν στο διπλανό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, εκεί όπου ακούς αλλά κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, υποψιάζεσαι αλλά δεν ανακατεύεσαι, μαθαίνεις ότι έγινε το κακό και απλώς σχολιάζεις εκ των υστέρων. Αυτή είναι η δική μας Γαλαάδ και μπορεί να μην είναι το απολυταρχικό καθεστώς που περιγράφει η σειρά, αλλά σίγουρα είναι κάτι που έχει ακόμα να διανύσει δρόμο μέχρι την απόλυτη ελευθερία, ισότητα, ισονομία.
Γυναίκες που θεωρούνται ιδιοκτησία; Τσεκ. Γυναίκες που θεωρούνται προορισμένες μόνο να κάνουν παιδιά; Τσεκ. Γυναίκες που δεν μιλούν, δεν έχουν δικαίωμα στη δουλειά, στη μόρφωση, στην εξέλιξη; Τσεκ. Άνδρες κυρίαρχοι; Τσεκ. Άνθρωποι που διώκονται για τη σεξουαλική τους προτίμηση; Τσεκ. Είναι πολλά τα κουτάκια που τσεκάρουμε ακόμα και σήμερα, ακόμα και σε περιπτώσεις «υγιείς» φαινομενικά. Σε μια οικογένεια όπου η σύζυγος-μητέρα επωμίζεται την ανατροφή των παιδιών, το νοικοκυριό, την ευημερία όλου του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει, παλεύει με τις δικές της δυσκολίες και έχει όλες τις ευθύνες πάνω της. Όλα αυτά από έναν άγραφο νόμο που απλώς υπάρχει ακόμα, διαιωνίζεται και περνάει από γενιά σε γενιά με μικρές εξελίξεις. Είναι όμως αρκετές για να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο;
«Για να μας σημαδέψουν, μας έντυσαν στα κόκκινα – το χρώμα του αίματος. Ξέχασαν πως είναι και το χρώμα της οργής. Το φόρεμα έγινε η στολή μας – κι εμείς γίναμε στρατός». Νιώθω ότι αυτό το πολεμικό μέτωπο μένει ανοιχτό και μας περιμένει, με όποια ρούχα φοράμε, με όποιο background κουβαλάμε, με όποια μέσα έχουμε να σταθούμε απέναντι στα δεδομένα, στους άτυπους κανόνες που ορίζουν ακόμα τις ζωές μας και να αντισταθούμε στους commanders, τις θείες Λυδίες και οτιδήποτε εκπροσωπεί το παλιό. Γιατί κανείς δεν ανήκει σε κανέναν κι αυτό είναι μια ουσία που ακόμα δεν έχει γίνει πράξη. Και όπως είπε και η Τζουν στο επεισόδιο 7: «And please, dear God, give us the strength to murder those goddamn motherfuckers». Praise be!