H ΠΑΤΣΙ ΓΟΥΙΝΤΑΚΟΥΣΑΡΑ δεν περίμενε ποτέ ότι στη χώρα στην οποία ασκεί τη δημοσιογραφία επί τρεις δεκαετίες και είναι επικεφαλής του γραφείου της «Φωνής της Αμερικής» για τον Λευκό Οίκο θα αντιμετώπιζε κάποια στιγμή το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης. «Ούτε που φανταζόμουν πως θα έπρεπε να αγωνιστώ για την ελευθερία του Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει στην «Guardian».
Ο Ντόναλντ Τραμπ, αφού χαρακτήρισε τη «Φωνή της Αμερικής» ριζοσπαστική και αντιτραμπική, υπέγραψε πρόσφατα ένα εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο διέκοψε τη χρηματοδότησή της μέσω της μητρικής της εταιρείας για τα Παγκόσμια Μέσα Ενημέρωσης (USAGM). Η «Φωνή της Αμερικής», που ιδρύθηκε το 1942 για να αντιμετωπίσει τη ναζιστική προπαγάνδα, παράγει πρόγραμμα σε δεκάδες γλώσσες και ακούγεται από 350 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης.
Στις ΗΠΑ του Τραμπ η δημοσιογραφία δέχεται μεγάλη επίθεση: οι προεκλογικές απειλές του Αμερικανού Προέδρου εναντίον πολλών μέσων ενημέρωσης υλοποιούνται εδώ και κάποιες εβδομάδες στις ΗΠΑ που συχνά θεωρούνταν πρότυπο ελευθερίας του Τύπου. Δημοσιογράφοι διώκονται, μεγάλα ή μικρά μέσα βλέπουν δημοσιογράφους να αποκλείονται από τον Λευκό Οίκο και τα άλλα κέντρα εξουσίας.
Στις ΗΠΑ του Τραμπ συμβαίνουν απίστευτα πράγματα που θα ζήλευαν τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα. Διώκουν ακόμα και δημοσιογράφους που θεωρούν ότι έκαναν ρεπορτάζ τα οποία ενίσχυσαν τη «νοθεία» στις προηγούμενες εκλογές.
Η κυβέρνηση Τραμπ, με όπλα τη συκοφαντία και την οικονομική πίεση, γίνεται όλο και πιο επιθετική. Όποιο μέσο ή δημοσιογράφος κάνει κριτική στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Διεθνείς οργανώσεις για τον Τύπο πρώτη φορά αναφέρονται σε τέτοιο βαθμό στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η δημοσιογραφία στις ΗΠΑ. Η διακυβέρνηση Τραμπ αποκτά ολοένα περισσότερο χαρακτηριστικά ολοκληρωτικού καθεστώτος και αυτό δεν αφορά μόνο τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους αλλά επεκτείνεται στη Δικαιοσύνη, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στα πανεπιστήμια κ.ο.κ. Η Αμερική δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που ήταν.
Λίγες ημέρες πριν, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Τύπου, αρκετά ΜΜΕ στη χώρα μας αναφέρθηκαν στη διόλου κολακευτική χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα με βάση την ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. Στην ίδια έκθεση περιγράφεται με ακόμα πιο μελανά χρώματα η κατάσταση στις ΗΠΑ.
Επισημαίνεται επίσης ότι η κυβέρνηση Τραμπ υπονομεύει συστηματικά τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης που απορρέουν από την πρώτη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος και γίνεται αναφορά στο αυτονόητο, ότι οι άγριες επιθέσεις εναντίον των ΜΜΕ έχουν ως τελικό θύμα τον ίδιο τον αμερικανικό λαό, ο οποίος στερείται την πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την κυβέρνηση.
Ο Τραμπ, έχοντας ήδη ισχυρή πρόσβαση σε μεγάλα και ισχυρά ΜΜΕ αλλά και ιδιαίτερα στενές σχέσεις με αυτούς στους οποίους ανήκουν μεγάλες πλατφόρμες (π.χ. Ίλον Μασκ) ή αναγκάζοντας άλλους να υποταχθούν στην εξουσία του (Μπέζος, Ζάκερμπεργκ) –πράγμα που έκαναν με μεγάλη προθυμία−, έχει βάλει στόχο τα εναπομείναντα ανεξάρτητα ΜΜΕ που ακόμα βρίσκονται απέναντί του, και το κάνει με τον πιο ωμό και κυνικό τρόπο. Απαγορεύει στο Associated Press να έχει πρόσβαση στον Λευκό Οίκο και σε επίσημες εκδηλώσεις επειδή το πρακτορείο συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον όρο «Κόλπος του Μεξικού» αντί «Κόλπος της Αμερικής» (όπως ο ίδιος αποφάσισε ότι θα λέγεται), περιορίζει τη φυσική πρόσβαση δημοσιογράφων σε κυβερνητικές πληροφορίες, τερματίζει την πρόσβαση του NBC News, των «New York Times», του National Public Radio και του Politico, και δεν αρκείται σε αυτά.
Μαζί με τον Ίλον Μασκ προσβάλλουν δημόσια δημοσιογράφους για ρεπορτάζ που έκαναν και ζητούν την απομάκρυνσή τους. Ο Μασκ ζήτησε την πολυετή φυλάκιση του προσωπικού της εκπομπής «60 Minutes» του CBS επειδή φιλοξένησε κάποιον που τον επέκρινε για τις πολιτικές του. Ο Τραμπ μηνύει το CBS, το «Des Moines Register», την Gannet, ακόμα και το Pulitzer Center, επειδή δεν καλύπτουν τα γεγονότα με ευνοϊκό για εκείνον τρόπο.
Στις ΗΠΑ του Τραμπ συμβαίνουν απίστευτα πράγματα που θα ζήλευαν τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα. Διώκουν ακόμα και δημοσιογράφους που θεωρούν ότι έκαναν ρεπορτάζ τα οποία ενίσχυσαν τη «νοθεία» στις προηγούμενες εκλογές.
Όμως, το αποκορύφωμα είναι η απόφαση του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ να επαναφέρει έναν παλιό κανονισμό ο οποίος επιτρέπει την παρακολούθηση δημοσιογραφικών πηγών στο πλαίσιο ερευνών για διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών και είχε καταργηθεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν μετά από αντιδράσεις που είχαν προκληθεί όταν επί της προηγούμενης προεδρίας Τραμπ ελέγχθηκαν εσωτερικές επικοινωνίες δημοσιογραφικών οργανισμών όπως το CNN.
Δύσκολο πια να είσαι δημοσιογράφος στις ΗΠΑ. Όπως είπε μια παλιά δημοσιογράφος, η Τίνα Μπράουν, «οι δημοσιογράφοι μπορούν να είναι πλέον όσο γενναίοι τους επιτρέπουν τα αφεντικά τους».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.