The Velvet Underground: Ένα έγκυρο ντοκιμαντέρ αλλά και μια μοναδική αισθητική εμπειρία

velvet underground Facebook Twitter
Από αριστερά, τα μέλη του συγκροτήματος Maureen Tucker, John Cale, Sterling Morrison και Lou Reed από σκηνή του ντοκιμαντέρ «The Velvet Underground», σε σκηνοθεσία Todd Haynes.
0

Άργησε πολύ, θα έλεγε κανείς, ένα επίσημο, έγκυρο και πλήρες ντοκιμαντέρ για ένα τόσο μοναδικό και απείρως σημαντικό και επιδραστικό συγκρότημα όπως οι Velvet Underground, άξιζε όμως και με το παραπάνω η αναμονή.

Η ταινία που δημιούργησαν ο γνωστός για το απαράμιλλο και υπερβατικό στυλ του Τοντ Χέινς και οι συνεργάτες του είναι η πιο «σωστή» ως ύφος και ουσία, η πιο ιδανική που θα μπορούσε να γίνει με βάση το αντικείμενό της και απολύτως αντάξια του μύθου, της αισθητικής και της αντίληψης όχι μόνο της μπάντας που επηρέασε όσο καμία άλλη τα πιο σημαντικά σχήματα του λεγόμενου «εναλλακτικού» ήχου από τότε μέχρι σήμερα, αλλά και ολόκληρης της νεοϋορκέζικης πρωτοπορίας του ’60 απ’ όπου προήλθε, ως σαρξ εκ της σαρκός της.  

Παρότι ακολουθεί ένα γραμμικό και σχετικά συμβατικό νήμα αφήγησης, προκειμένου να μην αποξενωθούν ακόμα και οι λιγότερο ενημερωμένοι θεατές για τη βραχεία αλλά γεμάτη εντάσεις, δράματα και ρωγμές πορεία του γκρουπ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, το «The Velvet Underground» είναι από μόνο του μια οπτικοακουστική πανδαισία, μια κατάσταση, μια εμπειρία αντίστοιχη των συναρπαστικών υβριδικών δρώμενων που συμβαίνανε εκείνη την εποχή στο Μανχάταν. 

Ο Λου Ριντ, ο Τζον Κέιλ, η Nico, ο Στέρλινγκ Μόρισον, η Μο Τάκερ αλλά και τόσοι άλλοι και άλλες, αείμνηστοι ή επιζώντες, που περιφέρονται ως φαντάσματα ή ως από μηχανής θεότητες στα διασπασμένα καρέ της ταινίας, στοιχειοθετούν την ψυχεδελική σαπουνόπερα των Velvet Underground, προσφέροντας κατά τόπους και μια φρέσκια, αναθεωρητική ματιά.

Χρησιμοποιώντας το ύφος και το συντακτικό δημιουργών όπως ο καθοδηγητής και γκουρού της μπάντας, Άντι Γουόρχολ, ο Σταν Μπράκατζ ή ο Κένεθ Άνγκερ (περιλαμβάνοντας επίσης ποικίλα εμβόλιμα σπαράγματα από τις πιο μνημειώδεις ταινίες τους, από το «Empire» και το «Chelsea Girls» μέχρι το «Scorpio Rising»), σε συνδυασμό με ένα υποβλητικό σάουντρακ που αντηχεί εκκωφαντικά τους συνδέσμους της μπάντας με τις αναζητήσεις επιφανών εκπροσώπων της μουσικής πρωτοπορίας, η ταινία αποζητά το εύρος (και το ηχητικό σύστημα) της μεγάλης οθόνης.

Μόνο στην Αμερική όμως υπάρχει δυστυχώς αυτή η (περιορισμένη) δυνατότητα, ενώ ο περισσότερος κόσμος θα δει την ταινία από την πλατφόρμα της Apple όπου είναι διαθέσιμη εδώ και τρεις μέρες.  

The Velvet Underground: Ένα ιδανικό ντοκιμαντέρ αλλά και μια μοναδική αισθητική εμπειρία Facebook Twitter

Διόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης αφιερώνει την ταινία στη μνήμη του Γιόνας Μέκας, του μειλίχιου αρχιερέα της νεοϋορκέζικης κινηματογραφικής πρωτοπορίας, ο οποίος έφυγε σε βαθύ γήρας το 2019 (δύο χρόνια πριν, μας είχε επισκεφτεί κι εδώ στην Αθήνα, στο πλαίσιο της Documenta 14), πλήρης έργων και ημερών, αλλά επίσης αειθαλής, νηφάλιος και πάντα οξύνους, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από την εμφάνισή του στο «The Velvet Underground», που ήταν και η τελευταία συνέντευξη που έδωσε ποτέ.

Ο Λου Ριντ, ο Τζον Κέιλ, η Nico, ο Στέρλινγκ Μόρισον, η Μο Τάκερ αλλά και τόσοι άλλοι και άλλες, αείμνηστοι ή επιζώντες, που περιφέρονται ως φαντάσματα ή ως από μηχανής θεότητες στα διασπασμένα καρέ της ταινίας, στοιχειοθετούν την ψυχεδελική σαπουνόπερα των Velvet Underground, προσφέροντας κατά τόπους και μια φρέσκια, αναθεωρητική ματιά.

Η επιφανής κριτικός κινηματογράφου Amy Taubin, τακτικό μέλος του εμβληματικού θερμοκηπίου λάμψης, δημιουργικότητας και ματαιοδοξίας που ήταν το Factory του Γουόρχολ εκείνα τα χρόνια, δηλώνει ότι επρόκειτο για ένα μέρος όπου οι γυναίκες κρίνονταν από την εμφάνισή τους κυρίως και όχι από το ταλέντο τους. 

«Μισούσαμε τους χίπηδες και όλες αυτές τις αηδίες περί ειρήνης και αγάπης» λέει στην ταινία η πάντα αξιαγάπητη ντράμερ των Velvet Underground, τονίζοντας το χάος –μουσικό, αισθητικό, διανοητικό– που χώριζε το συνειδητά «μαυρόασπρο» συγκρότημά της από τον ηδονιστικό «ακτιβισμό» των παιδιών των λουλουδιών στην Καλιφόρνια του «flower power». «Αν θέλεις να κάνεις κάτι επαναστατικό και χρήσιμο, πήγαινε να ταΐσεις κανέναν άστεγο, μη μου φοράς λουλούδια στα μαλλί»… 

Daily
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γιούεν Μπρέμερ

Daily / Από τους My Bloody Valentine ως τους Oasis: Μια ταινία για τη δισκογραφική που σημάδεψε τα ‘90s

Κάτι ανάμεσα σε «24 Hour Party People» και «Trainspotting», η ταινία «Creation Stories» αφηγείται την ιστορία της δισκογραφικής εταιρείας Creation και του ιδρυτή της Άλαν ΜακΓκί, που μας σύστησε συγκροτήματα όπως οι Primal Scream, οι Teenage Fan Club και οι My Bloody Valentine μέχρι που έπιασε την καλή με τους Oasis.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Steve: Η μοναξιά του δασκάλου μεγάλων αποστάσεων

Daily / Steve: Η μοναξιά του δασκάλου μεγάλων αποστάσεων

Ένα κρίσιμο και «μανιοκαταθλιπτικό» 24ωρο στη ζωή ενός εκπαιδευτικού σε ένα σχολείο για προβληματικούς εφήβους αποτελεί τον καμβά για το υπερκινητικό δράμα του Netflix με πρωταγωνιστή τον Κίλιαν Μέρφι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ναζί κανείς ή να μη ζει;: Το φάντασμα της Λένι Ρίφενσταλ επιστρέφει ξανά  

Daily / «Ναζί κανείς ή να μη ζει;»: Το φάντασμα της Λένι Ρίφενσταλ επιστρέφει ξανά  

Συμπαθούσα ή συνεργός; Το ντοκιμαντέρ «Riefenstahl» επαναφέρει για μια ακόμη φορά το ερώτημα που ακολουθούσε την «σκηνοθέτρια των Ναζί» μέχρι το τέλος της ζωής της σε ηλικία 101 ετών. 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Εθνικός πανωλεθρίαμβος

Daily / Εθνικός πανωλεθρίαμβος

Δύο απανωτές πανωλεθρίες – μία από την «σύζυγο» χθες και μία από την «επίσημη αγαπημένη» σήμερα – δύσκολα θα τις αντέξει ο ευάλωτος ψυχισμός του Έλληνα φιλάθλου, όπου τα συμπλέγματα κατωτερότητας βαδίζουν αγκαλιά με τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Highest 2 Lowlest: Ο Σπάικ Λι μεταφέρει το πνεύμα του Κουροσάβα στη Νέα Υόρκη του σήμερα

Daily / Highest 2 Lowlest: Ο Σπάικ Λι φέρνει τον Κουροσάβα στη σημερινή Νέα Υόρκη

Η νέα ταινία του «μαέστρου» από το Μπρούκλιν, διαθέσιμη εδώ και λίγες μέρες στο Apple TV+, αποτελεί ένα συναρπαστικό ριμέικ του αστυνομικού θρίλερ «High and Low» του Ιάπωνα σκηνοθέτη, έξι δεκαετίες μετά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ