ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ο πολύς κόσμος και μόλις έμειναν μόνοι – αν εξαιρέσουμε το άγρυπνο μάτι της κάμερας στο ταβάνι – στην αίθουσα του Palazzo Maffei στη Βερόνα όπου στεκόταν ως έκθεμα μια καρέκλα καλυμμένη με κρύσταλλα Swarovski (ο τίτλος του έργου είναι «Η καρέκλα του Βαν Γκογκ»), άρπαξαν την φωτογραφική ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.
Η γυναίκα πάει να κάτσει αλλά φροντίζει να παγώσει την στάση της για την κάμερα λίγο πριν ακουμπήσει το οπίσθιο τμήμα της την καρέκλα. Ο άντρας παίρνει κι αυτός βιαστικά τη σειρά του για την ίδια πόζα, μόνο που αποφασίζει να τα δώσει όλα κι ό,τι γίνει, με αποτέλεσμα να κάτσει πάνω στην καρέκλα η οποία συντρίβεται από το όχι ευκαταφρόνητο βάρος του. Η πρώτη τους ενστικτώδης αντίδραση είναι να γίνουν καπνός, και αυτό ακριβώς κάνουν – κακήν κακώς – ολοκληρώνοντας ιδανικά τη φάρσα.
Tο «περφόρμανς» του μαζικού τουρισμού θεριεύει και απλώνεται, κακοφορμισμένο και απλανές, από σεζόν σε σεζόν, δοκιμάζοντας τις αντοχές των θεατών (των ντόπιων δηλαδή) στις χώρες «υποδοχής».
Υπό άλλες συνθήκες η είδηση – και το σχετικό βίντεο που την συνόδευσε – με το σπαρταριστό «δρώμενο» που επιτέλεσε το ζεύγος των δύο αγνώστου προέλευσης μεσόκοπων τουριστών στο μουσείο της Βερόνας, θα ήταν ένα καλοδεχούμενο ευχάριστο διάλειμμα στον διεθνή ζόφο των ημερών. Ο τουρίστας όμως πλέον έχει φτάσει να αποτελεί μια αντιπαθή οντότητα, ειδικά σε χώρες σαν την δική μας αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία όπου το σαββατοκύριακο σημειώθηκαν για μια ακόμη φορά διαδηλώσεις κατά της ασύδοτης τουριστικοποίησης των πάντων. «Ήταν εντελώς ηλίθιο αυτό που έκαναν», δήλωσε ο δημιουργός του έργου Νίκολα Μπόλα, ο οποίος πάντως αναγνώρισε και μια θετική πλευρά στο περιστατικό. «Ήταν ένα είδος περφόρμανς…Μπορούν να το κάνουν και οι απλοί άνθρωποι, όχι μόνο οι καλλιτέχνες».
Σύμφωνοι κατ’ αρχήν, μόνο που το «περφόρμανς» του μαζικού τουρισμού θεριεύει και απλώνεται, κακοφορμισμένο και απλανές, από σεζόν σε σεζόν, δοκιμάζοντας τις αντοχές των θεατών (των ντόπιων δηλαδή) στις χώρες «υποδοχής».

Ντον Ντε Λίλο, Τα ονόματα, Μτφρ.:Νινίλα Παπαγιάννη, εκδόσεις
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Περφόρμανς ναι, αλλά σε τίνος την πλάτη; Κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο κλινικά επίκαιρο αυτό το απόσπασμα του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Ντον Ντε Λίλο, The Names («Τα ονόματα») το οποίο είχε ατυχήσει στην ελληνική του έκδοση παρότι εκτυλίσσεται στην απόκοσμη μέθη και τις εθιστικές τελετουργίες του ελληνικού καλοκαιριού: «Να είσαι τουρίστας σημαίνει να περιφέρεσαι ασκόπως ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες και γλώσσες, αποφεύγοντας κάθε λογοδοσία. Η λογική σκέψη αναστέλλεται. Η ασυλία είναι πλήρης. Τα λάθη και οι αποτυχίες δεν μένουν προσκολλημένα πάνω σου όπως στην πατρίδα σου. Ο τουρισμός είναι η παρέλαση της ηλιθιότητας. Ολόκληρος ο μηχανισμός της χώρας υποδοχής είναι προσανατολισμένος στην ηλίθια συμπεριφορά των επισκεπτών. Η ηλιθιότητα είναι το μοτίβο, το επίπεδο και ο κανόνας…».
Τι φταίνε όμως και οι τουρίστες στο φινάλε και τους κυνηγάνε με τα νεροπίστολα όπως διαβάζουμε ότι έγινε («συμβολικά» έστω) στην Ισπανία; Όλοι μας λίγο-πολύ δεν έχουμε υπάρξει τουρίστες κάποτε, κάπου; Οι άνθρωποι ταξιδεύουν – ή «διαπράττουν» τουρισμό – πολύ περισσότερο από παλιότερα. Αυτό ισχύει και για τους Έλληνες. Δεν είναι οι τουρίστες ο εχθρός, ούτε όμως και το νεροπίστολο συνιστά πραγματική βία (είμαι περίεργος να δω αν θα υιοθετηθεί και εδώ ως «τάση»). Βία είναι η τουριστική εκμετάλλευση χωρίς όρια, η κερδοσκοπία, η φρενήρης «ανάπτυξη», η απόλυτη ασυδοσία, το ξεζούμισμα, το ξεπούλημα.
Στο ίδιο βιβλίο του, ο Ντε Λίλο περιγράφει σκηνές από ελληνικά καλοκαίρια της λήθης, όπως αυτή: «Οι σκιές από τις άδειες καρέκλες στην κεντρική πλατεία. Το μονότονο βουητό μιας μοτοσυκλέτας που κατεβαίνει τον λόφο. Το φως ήταν χειρουργικό, εκτυφλωτικό καθώς έστηνε το σκηνικό εμπρός μου σαν μια στιγμή σε όνειρο. Όλα στο προσκήνιο, βουβά και λαμπερά... Οι μικρές χάρες και οι ασυλίες του νησιού δεν θα μπορούσαν να έχουν εξαντληθεί τόσο σύντομα. Εξακολουθούσαν να φέρνουν κάτι νέο στη ζωή. Μόλις ξεθωριάσει το φωτεινό σοκ, μετά τον χωρισμό, υπάρχει η βαθύτερη ηλικία, η βαθμιαία γλώσσα της αγάπης και της αποδοχής, θεωρητικά τουλάχιστον, στη λαϊκή παράδοση. Το ελληνικό τελετουργικό…».