Ο Ουκρανός Ανατόλι Σουλίζ είχε συνηθίσει τον ήχο των πυροβόλων στην εμπόλεμη πόλη του. Αλλά τον Απρίλιο, ενώ ανέβαινε με το ποδήλατο έναν λόφο για να βρει σήμα στο κινητό, άκουσε ένα βουητό από πάνω του. Έπεσε στο έδαφος μόλις πριν ένα drone εκραγεί δίπλα του, προκαλώντας ρήξη τυμπάνου και πληγές στο σώμα του.
«Παλιά ήταν επικίνδυνο όταν ήσουν ακίνητος. Τώρα είναι επικίνδυνο να κινείσαι, γιατί τα drone χτυπούν κινούμενους στόχους», λέει.
Περισσότερα από 1.600 θύματα καταγράφηκαν μόνο τον Ιούλιο – το υψηλότερο νούμερο σε πάνω από τρία χρόνια, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Οι επιθέσεις drone σε αμάχους αυξάνονται δραματικά: τον Ιούλιο, 67 σκοτώθηκαν και 337 τραυματίστηκαν από drones μικρής εμβέλειας.
Στο Οριχίβ, μια πόλη που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, έχουν απομείνει περίπου 1.000 κάτοικοι από τους 14.000 πριν τον πόλεμο. Τα περισσότερα κτίρια είναι κατεστραμμένα: το δημαρχείο έχει σκεπαστεί με μουσαμά, η εκκλησία έχει γκρεμιστεί, ενώ ακόμη και η κεντρική αγορά λειτουργεί με φόντο καμένα δέντρα και ερείπια.
Η 41χρονη Τατιάνα Κουσνίρ, που πουλάει φρούτα και λαχανικά στην αγορά, στέλνει την κόρη της μακριά, αλλά η ίδια αρνείται να φύγει: «Οι Ρώσοι χτυπούν κάθε όχημα. Αν ακούσεις τον ήχο, πρέπει να κρυφτείς και να περιμένεις».
Ο 73χρονος Μικόλα Γκλουσένκο, που μένει σε υπόγειο με τη γυναίκα του και άλλους ηλικιωμένους, λέει: «Νιώθω άβολα έξω, προτιμώ να μένω εδώ κάτω». Τα παιδιά τους τούς παρακαλούν να φύγουν, αλλά εκείνος αρνείται: «Δεν μπορώ να αφήσω το σπίτι που χτίσαμε με τα χέρια μας».
Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις τοπικών αξιωματούχων για εκκένωση, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι αρνούνται, επικαλούμενοι φτώχεια, συναισθηματικό δέσιμο με τα σπίτια τους και φόβο για το άγνωστο.
Όπως λέει η πρώην αντιδήμαρχος Σβιτλάνα Μάντριτς, που έφυγε μετά τον θάνατο επτά ανθρώπων από βόμβα σε σχολείο:
«Είναι ανεύθυνο να μένεις. Μερικές φορές πρέπει να εγκαταλείψεις τους ανθρώπους για το δικό τους καλό».
Με πληροφορίες από Wall Street Journal