Ο Λευκός Οίκος αντέδρασε με οξύτητα στην απόφαση της Νορβηγικής Επιτροπής να απονείμει το φετινό Νόμπελ Ειρήνης στη Βενεζουελανή ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Μαρία Κορίνα Ματσάδο, παρακάμπτοντας τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε προταθεί για το βραβείο.
Ο διευθυντής επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, Στίβεν Τσουνγκ, κατηγόρησε τα μέλη της Επιτροπής ότι «βάζουν την πολιτική πάνω από την ειρήνη» επειδή δεν αναγνώρισαν, όπως είπε, «τον άνθρωπο που έχει την καρδιά ενός ανθρωπιστή και μπορεί να κινήσει βουνά με τη δύναμη της θέλησής του». Η δήλωσή του αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θεωρήθηκε σαφές μήνυμα δυσαρέσκειας απέναντι στη Νορβηγική Επιτροπή.
Ο Λευκός Οίκος δεν σχολίασε τη βράβευση της Ματσάδο, παρότι η αντιπολίτευσή της στον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο ευθυγραμμίζεται με τη θέση της κυβέρνησης Τραμπ για τη χώρα. Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο χαρακτήρισε τη Ματσάδο «ενσάρκωση της αντοχής και του πατριωτισμού».
President Trump will continue making peace deals, ending wars, and saving lives.
— Steven Cheung (@StevenCheung47) October 10, 2025
He has the heart of a humanitarian, and there will never be anyone like him who can move mountains with the sheer force of his will.
The Nobel Committee proved they place politics over peace. https://t.co/dwCEWjE0GE
Ο Τραμπ, που έχει επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία του να λάβει το Νόμπελ, είχε δηλώσει μία ημέρα νωρίτερα ότι «ό,τι κι αν κάνουν είναι δικό τους θέμα», προσθέτοντας πως «δεν το έκανα γι’ αυτό, το έκανα γιατί έσωσα ζωές».
Η απονομή του βραβείου στη Ματσάδο –και όχι στον ίδιο– προκάλεσε ενόχληση και στους υποστηρικτές του, με το Φόρουμ Οικογενειών Ομήρων στο Ισραήλ να δηλώνει ότι «κανένα βραβείο ή η απουσία του δεν μπορεί να μειώσει τον αντίκτυπο του προέδρου στην ειρήνη».
Η πολιτική διάσταση της δυσαρέσκειας
Η οργισμένη απάντηση του Λευκού Οίκου αντανακλά τη μακροχρόνια εμμονή του Ντόναλντ Τραμπ με το Νόμπελ Ειρήνης. Από την πρώτη του θητεία είχε υποστηρίξει ότι οι συμφωνίες εξομάλυνσης σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και αραβικών κρατών (οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ) «άξιζαν» το βραβείο, κατηγορώντας την Επιτροπή ότι «λειτουργεί πολιτικά». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής του θητείας, έχει επαναφέρει επανειλημμένα το θέμα, ιδιαίτερα μετά τη διαμεσολάβησή του στη συμφωνία Ισραήλ–Χαμάς για την πρώτη φάση του ειρηνευτικού σχεδίου στη Γάζα.
Παρότι το όνομά του συμπεριλήφθηκε σε κάποιες προτάσεις, πολλές από αυτές έγιναν μετά τη λήξη της προθεσμίας της 1ης Φεβρουαρίου για το βραβείο του 2025. Σύμφωνα με το γραφείο της Ρεπουμπλικανής βουλευτού Κλαούντια Τένι, η οποία τον πρότεινε επισήμως τον Δεκέμβριο, η υποψηφιότητα αφορούσε την «καθοριστική συμβολή του στις ιστορικές συμφωνίες του 2020».
Η απόφαση της Επιτροπής να τιμήσει τη Ματσάδο, η οποία αντιμάχεται το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα, φάνηκε να προκαλεί αμηχανία στην Ουάσιγκτον, καθώς το έργο της συνάδει με την επίσημη γραμμή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, η δήλωση του Τσουνγκ δείχνει ότι η απογοήτευση του προέδρου και του περιβάλλοντός του δεν περιορίζεται στο συμβολικό επίπεδο, αλλά μετατρέπεται σε επίθεση εναντίον ενός διεθνούς θεσμού με μακρά ιστορία ανεξαρτησίας.
Ο πρόεδρος της Νορβηγικής Επιτροπής, Γέργκεν Βάτνε Φρίντνες, απάντησε εμμέσως στις επικρίσεις, τονίζοντας ότι «οι αποφάσεις βασίζονται αποκλειστικά στο έργο και το πνεύμα της διαθήκης του Άλφρεντ Νόμπελ» και ότι η Επιτροπή «δεν λαμβάνει υπόψη πολιτικές εκστρατείες ή δημόσιες πιέσεις».
Η αντιπαράθεση αυτή προστίθεται σε μια μακρά λίστα περιστατικών όπου ο Τραμπ αμφισβητεί θεσμούς και διαδικασίες διεθνούς κύρους, επιλέγοντας να παρουσιάσει κάθε μη αναγνώριση ως προσωπική προσβολή. Για τον ίδιο, η απουσία ενός Νόμπελ φαίνεται να έχει μετατραπεί σε ακόμη ένα πεδίο πολιτικής μάχης.
Προηγούμενοι Αμερικανοί νομπελίστες και το παράδειγμα Τραμπ
Από το 1901, το Νόμπελ Ειρήνης έχει απονεμηθεί σε τρεις εν ενεργεία προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών: τον Θίοντορ Ρούζβελτ το 1906, τον Γούντροου Ουίλσον το 1919 και τον Μπαράκ Ομπάμα το 2009. Ο Τζίμι Κάρτερ τιμήθηκε το 2002, δύο δεκαετίες μετά τη λήξη της θητείας του, ενώ ο πρώην αντιπρόεδρος Αλ Γκορ το 2007.
Η απονομή στον Ομπάμα, στην αρχή της πρώτης του θητείας το 2009, είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο έντονης κριτικής από τον Τραμπ, ο οποίος είχε δηλώσει τότε ότι «ο Ομπάμα πήρε το βραβείο χωρίς να έχει κάνει τίποτα». Η Νορβηγική Επιτροπή, ωστόσο, είχε αιτιολογήσει την επιλογή της λέγοντας ότι τίμησε «τις εξαιρετικές προσπάθειες του προέδρου να ενισχύσει τη διεθνή διπλωματία και τη συνεργασία μεταξύ των λαών», σε μια περίοδο που ο Ομπάμα είχε ξεκινήσει πρωτοβουλίες για πυρηνικό αφοπλισμό και αναθέρμανση των σχέσεων με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Με πληροφορίες από Associated Press