Ο Τατσούγια Νακατάι, από τις πιο εμβληματικές μορφές του ιαπωνικού κινηματογράφου και του θεάτρου, πέθανε σε ηλικία 92 ετών από πνευμονία σε νοσοκομείο του Τόκιο, όπως μετέδωσε το πρακτορείο Kyodo την Τρίτη, επικαλούμενο πηγές κοντά στην οικογένεια του ηθοποιού.
Με καριέρα που διήρκεσε επτά δεκαετίες και περισσότερες από 100 κινηματογραφικές συμμετοχές, ο Νακατάι θεωρείται σύμβολο της χρυσής εποχής του ιαπωνικού σινεμά.
Στη Δύση έγινε γνωστός κυρίως από την ταινία «Ran» (1985) του Ακίρα Κουροσάβα, ένα επικό δράμα εποχής εμπνευσμένο από τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, όπου ενσάρκωσε τον πολέμαρχο Χιντετόρα Ιτσιμόντζι. Η ταινία χάρισε στον Κουροσάβα τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Αν και ο ίδιος προτιμούσε τη θεατρική σκηνή και απέφευγε να δεσμευτεί με συγκεκριμένο στούντιο, ο Νακατάι συνδέθηκε με ρόλους σαμουράι και συγκεκριμένα με το είδος chanbara.
Η συνεργασία του με τον Μασάκι Κομπαγιάσι υπήρξε καθοριστική και γέννησε ταινίες όπως το «Harakiri» (1962), το «Samurai Rebellion» και το «Kwaidan». Πιο πριν, ο σκηνοθέτης τον είχε επιλέξει για τον κεντρικό ρόλο στην τριλογία «The Human Condition» (1959–1961), όπου υποδυόταν έναν ειρηνιστή που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον μιλιταρισμό της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεργασία με τον Τοσίρο Μιφούνε και τον Κουροσάβα
Η συνεργασία του με τον Τοσίρο Μιφούνε έγραψε ιστορία. Οι δυο τους εμφανίστηκαν μαζί σε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του Κουροσάβα, όπως το «High and Low» (1963) και το «Yojimbo» (1961). Στη συνέχεια επανέλαβαν τους ρόλους τους στο «Sanjuro» (1962), στην εμβληματική τελική μονομαχία με την αιφνίδια, ρεαλιστική έκρηξη αίματος, μια σκηνή που επηρέασε βαθιά τον κινηματογραφικό ρεαλισμό των επόμενων δεκαετιών.
Το 1980 ο Νακατάι πρωταγωνίστησε στο «Kagemusha», επίσης του Κουροσάβα, το οποίο κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.
Γεννημένος το 1932 στην πόλη Τσίμπα, ανατολικά του Τόκιο, σε οικογένεια εργατών, ο Νακατάι στράφηκε στην υποκριτική τη δεκαετία του ’50, όταν δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά τις σπουδές στο πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με τον θρύλο, τον ανακάλυψε ο Κομπαγιάσι τυχαία, όταν ο νεαρός Νακατάι εργαζόταν ως υπάλληλος σε κατάστημα.
Παράλληλα με τον κινηματογράφο, διακρίθηκε στο θέατρο σε έργα όπως ο «Θάνατος του Εμποράκου», ο «Δον Κιχώτης», ο «Άμλετ» και ο «Μάκβεθ». Το 1975 ίδρυσε μαζί με τη σύζυγό του, επίσης ηθοποιό Γιασούκο Μιγιαζάκι, τη σχολή υποκριτικής Mumeijuku στο Τόκιο, μέσα από την οποία ανέδειξαν μια νέα γενιά ηθοποιών.
Το 2015 τιμήθηκε με το Τάγμα του Πολιτισμού, τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση της Ιαπωνίας για συνεισφορά στις τέχνες και στις επιστήμες. Σύμφωνα με την εφημερίδα Yomiuri Shimbun, είχε εμφανιστεί στη σκηνή ακόμη και φέτος.
Με πληροφορίες από Guardian