H Αθήνα που βράζει! Μια συνομιλία για την αστική εικόνα μας

H Αθήνα που βράζει! Μια συνομιλία για την αστική εικόνα μας Facebook Twitter
0

Απόφοιτος του ΕΜΠ και του Χάρβαρντ, αρχιτέκτονας, επιμελητής εκθέσεων και εκδόσεων, συγγραφέας, αρθρογράφος, ερευνητής και δάσκαλος (διδάσκει σήμερα Ιστορία της Τέχνης και του Πολιτισμού της Πόλης στο Πολυτεχνείο Κρήτης) με τις ελευθερόφρονες αναζητήσεις και ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα αντικουλτούρας, στα «θέλγητρα» της οποίας ενέσκηψε ήδη από την εφηβεία του, έχει ενδεικτικά επιμεληθεί και συγγράψει βιβλία όπως τα Μοιάζει με Άνθρωπο(ς); και No Feelings – το εικαστικό punk (Futura 1997 & 1998 αντίστοιχα), Εδουάρδος Σακαγιάν (α' έκδοση Κ. Αδάμ 2005, β' έκδοση Ελληνικά Γράμματα 2007), Κόκκινη Ουτοπία (Καστανιώτης 2007), Οράματα – η τέχνη ως διαμεσολάβηση (Πλέθρον), έχει επίσης συμμετέχει σε συλλογικές εκδόσεις όπως η αρχικά αναφερόμενη, Οι εικόνες του Πάνου Κουτρουμπούση (Futura 2010), Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968 (Μουσείο Μπενάκη 2010). Πολυταξιδεμένος, όταν βρίσκεται στην Ελλάδα κινείται μεταξύ Πάτρας όπου διδάσκει και Αθήνας. «Έδρα» του εδώ είναι χρόνια τώρα το Παγκράτι, το πιθανότερο όμως είναι να τον πετύχεις κάπου στα Εξάρχεια, στέκι, προορισμός και «αφορμή» για πολλές από τις δραστηριότητές του. Μιλήσαμε για τέχνη και αμφισβήτηση, παλιό και νεότερο underground, για το «λογοκριμένο» γκράφιτι του Πολυτεχνείου, τα Εξάρχεια, την Αθήνα, για εικαστικά, αρχιτεκτονική, street art, για τη λεγόμενη τέχνη της κρίσης καθώς και για τους «οιωνούς» που δεν είναι καλοί αλλά που, καθώς συμφωνήσαμε, αλίμονο αν αναμένουμε μοιρολατρικά την εκπλήρωσή τους!

 

H Αθήνα που βράζει! Μια συνομιλία για την αστική εικόνα μας Facebook Twitter
Έχει κι η αρχιτεκτονική το δικό της «βρώμικο» παρελθόν – αρχιτέκτονες ευθύνονται για πολλά από τα νεόπλουτα «εκτρώματα» που βλέπουμε. Λίγοι παρέμειναν πιστοί στο όραμά τους αρνούμενοι να το νοθεύσουν στο όνομα της εμπορικότητας όπως ο Προβελέγγιος ή ο Ζενέτος – το τίμημα βέβαια ήταν να συναντήσουν πολλές κλειστές πόρτες. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

 

— Δεν θυμόμουν ότι είσαι Παγκρατιώτης...

Θεωρητικά ναι και μου αρέσει αυτή η περιοχή που θεωρώ από τις πιο «προνομιούχες» της Αθήνας από πολλές απόψεις, παρότι έχει κι αυτή τις ελλείψεις της – για να βρεις ένα καλό βιβλιοπωλείο, ας πούμε, πρέπει να κατέβεις κέντρο, επίσης δεν έχει πια «στέκια» εναλλακτικά που να μαζεύουν νέο και ενδιαφέροντα κόσμο! Στην πράξη βέβαια σπάνια με βλέπει η γειτονιά, ταξιδεύω βλέπεις τακτικά, διδάσκω στην Kρήτη κι όταν βρίσκομαι Αθήνα, κινούμαι συνήθως περί τα Εξάρχεια.


— Δεν... φοβάσαι να κυκλοφορείς στο «άβατο»;

Χαχα όχι, εννοείται ότι δεν με τρομοκρατούν οι ηθικοί πανικοί, ούτε έχω άλλωστε λόγο! Τα Εξάρχεια έχουν βέβαια αλλάξει πολύ από τότε που σύχναζα νεότερος, δεν είναι πια η γειτονιά της αμφισβήτησης, των «φρικιών», των ανήσυχων φοιτητών και της διανόησης, παρότι εξακολουθεί να έχει έναν τέτοιο χαρακτήρα. Νέες κοινωνικές ομάδες με τη δική τους ατζέντα έχουν εμφανιστεί, νέες δυναμικές έχουν αναπτυχθεί, αρκετοί μετανάστες μένουν πια εδώ, αλλά και μικροαστοί (οι τελευταίοι ποτέ δεν έλειψαν) καθώς και πολλοί τουρίστες που νοικιάζουν δωμάτια μέσω της Airbnb. Μέσα από τα μάτια των τελευταίων προσπαθώ να τα δω πλέον κι εγώ, να αντιληφθώ γιατί η περιοχή αυτή τους γοητεύει τόσο. Είναι η ζωντάνια, η ελευθεριότητα, η γεύση της «περιπέτειας», η αίσθηση ότι βρίσκονται σε μια ανεξάρτητη χώρα σε διαρκή «κατάσταση πολιορκίας»; Η διατήρηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των Εξαρχείων είναι επίσης ένα μεγάλο στοίχημα για την ίδια η ιστορία της Αθήνας αφού εκεί αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό η εξέλιξή της. Εννοείται πως έχουν και μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον αφού εκεί συναντάς από νεοκλασικά- όχι τόσο εντυπωσιακά όσο της Κυψέλης αλλά αξιόλογα - μέχρι αντιπροσωπευτικά δείγματα διαφόρων περιόδων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Υπάρχει ας πούμε ένα κτίριο στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Βαλτετσίου που θεωρώ το πιο έξοχο (μαζί με τον κινηματογράφο Rex) δείγμα art deco στην πόλη. Δυστυχώς οι τοίχοι του ισογείου όπου βρίσκεται ένα κατάστημα μουσικών οργάνων είναι καλυμμένοι με γκράφιτι και, όσο κι αν μου αρέσει η όλη φάση με τη street art, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για τέχνη αλλά για «μουντζούρα» - ένας γκραφιτάς με καλλιτεχνικό κριτήριο θα επεδείκνυε, πιστεύω, μεγαλύτερη ευαισθησία. Επί της Στουρνάρη, πάλι, βρίσκεται ένα άλλο κτίριο αντιπροσωπευτικό του μεταπολεμικού μοντερνισμού, έργο του Θουκυδίδη Βαλεντή. Υπάρχει η πασίγνωστη Μπλε Πολυκατοικία, υπάρχουν έπειτα όλες εκείνες οι πολυκατοικίες των δεκαετιών '60-'70 που σε μας μπορεί να δείχνουν άχαρες, όμως οι ξένοι επισκέπτες που προανέφερα τις λατρεύουν κι εκεί αναζητούν κατάλυμα!

Με όλα αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ελλάδα την τελευταία επταετία, πρόσμενα κι εγώ την άνθιση της τέχνης της κρίσης, όμως δεν συνέβη ποτέ! Υπήρξε αρχικά αυτή η τάση με τις συλλογικότητες, είδαμε street art στις γκαλερί, αυτά όμως δεν κράτησαν πολύ.


— Τα Εξάρχεια έχουν επίσης ταυτιστεί με το underground. Αλλά υπάρχει άραγε ακόμα underground με την έννοια που το ορίζαμε κάποτε;

Αν το underground ορίζεται σαν ένα πράγματι «υπόγειο» δίκτυο προσώπων, χώρων και δραστηριοτήτων, νομίζω πως όχι εφόσον σήμερα οτιδήποτε πάει να ξεφύγει από τη νόρμα πολύ σύντομα ανακαλύπτεται και προβάλλεται στα μίντια, έστω κι αν μιλάμε για τα ιντερνετικά μίντια και ιδιαίτερα τα κοινωνικά δίκτυα. Όταν όμως κάτι γίνεται ευρύτερα γνωστό, χάνει αυτόματα τον «περιθωριακό» χαρακτήρα του. Δεν μπορώ π.χ. να φανταστώ πόσο underground θα ήταν στις μέρες μας άνθρωποι όπως ο Λεωνίδας Χρηστάκης ή ο Νικόλας Άσιμος, το πιθανότερο είναι ότι θα τους βλέπαμε τακτικά εξώφυλλα και πρωτοσέλιδα σε μίντια «του συρμού», αναλογικά και ψηφιακά. «Υπόγεια δίκτυα» όπως αυτά που γνωρίσαμε νεότεροι δεν υπάρχουν πια από όσο τουλάχιστον ξέρω, αρκετά όμως πράγματα σε αυτή τη λογική φαίνεται ότι γίνονται στο Διαδίκτυο. Τις προάλλες π.χ. ένας φοιτητής μου μου είπε μερικά πράγματα για το deep web κι εντυπωσιάστηκα!


— Διαπιστώνεται ωστόσο μια «αναγεννητική» τάση στον χώρο. Πληθαίνουν οι ανεξάρτητες εκδόσεις, τα κόμικ, επανακυκλοφορούν φανζίν, βινύλια, κασέτες, μουσικά συγκροτήματα της σκηνής του νέου ροκ επανενώνονται και δίνουν συναυλίες...

Έχουν πράγματι επανέλθει στο προσκήνιο όλα αυτά και μάλιστα δείχνει ενδιαφέρον αρκετός νέος κόσμος που ήταν αγέννητος τότε, δεν είναι όμως το ίδιο ούτε σαν συναίσθημα, ούτε ποσοτικά. Εκτός από τα διαφορετικά κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, αλλά και τα βιώματα του τότε με το τώρα - όσο αφορά τα "revivals"-, συμβαίνει πια μια υπερπαραγωγή σε κάθε πλευρά του καλλιτεχνικού φάσματος, από τη μουσική και το σινεμά μέχρι τα εικαστικά και το βιβλίο, είναι αδύνατο να τα παρακολουθήσουν όλα και να τα «χωνέψουν» ακόμα κι οι πιο φανατικοί του κάθε είδους! Η στάση των νεότερων απέναντι σε όλο αυτό θυμίζει συχνά τον μπαρόκ πίνακα Et in Arcadia Ego του Πουσέν (1637) όπου απεικονίζονται σύγχρονοί του, υποτίθεται, βοσκοί στην Οθωμανική Ελλάδα να προσπαθούν να διαβάσουν μια αρχαιοελληνική επιγραφή σε κάποιο σωζόμενο μνημείο, αγνοώντας ποιος, πότε και γιατί την έγραψε. Αν π.χ. στη δεκαετία του '80 κυκλοφόρησαν πενήντα άλμπουμ ανεξάρτητου ροκ, σε αυτή που διανύουμε ο αριθμός τους έχει πολλαπλασιαστεί. Δες τι κυκλοφορεί και μόνο στον χώρο του ψυχεδελικού ροκ, χαμός γίνεται. Δες τα κόμικ - κάποτε η αναγγελία ενός καινούργιου Bilal, Serpieri ή Moebius ήταν είδηση, τώρα βγαίνουν μέσο όρο πέντε νέα κόμικ τον μήνα και μιλάμε για άρτιες τεχνικά εκδόσεις. Δεν είναι οπότε ότι λείπει η ποιότητα, κάθε άλλο - οι περισσότεροι σύγχρονοι σχεδιαστές όπως κι οι μουσικοί είναι σπουδασμένοι, επαγγελματίες (κάτι καθόλου αυτονόητο παλιότερα), οι πρώτοι έχουν τελειώσει ΑΣΚΤ, οι δεύτεροι ηχογραφούν σε στούντιο υψηλών προδιαγραφών (που επίσης σπάνιζαν τότε). Αρκετοί βγάζουν αξιοπρόσεκτες δουλειές, όσο όμως τέλεια κι αν είναι νιώθουμε οι παλιότεροι ότι κάπου τα έχουμε ξαναδεί ή ξανακούσει. Λείπει το στοιχείο της πρωτοτυπίας, της έκπληξης, του ταρακουνήματος. Δεν το θεωρώ πρόβλημα αυτό, χαίρομαι κιόλας που ανοίγονται δρόμοι, όμως για ανθρώπους που μεγάλωσαν με το ιδεώδες του μοντερνισμού, της διαρκούς δηλαδή νεωτερικότητας είναι λίγο αμήχανο!

— Φημίζονται πάντως τα Εξάρχεια, αλλά και η Αθήνα γενικότερα για τη street art που φιλοξενούν σε οποιαδήποτε πρόσφορη επιφάνεια. Ήσουν κιόλας από εκείνους που υπερασπίστηκαν την πολυσυζητημένη εικαστική παρέμβαση με τα γκράφιτι στο Πολυτεχνείο δύο περίπου χρόνια πριν - ανέφερες μάλιστα το εσπευσμένο της «σβήσιμο» σαν παράδειγμα λογοκρισίας στην πρόσφατη έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα».

Είμαστε πράγματι η πόλη με τη μεγαλύτερη ποσότητα και πυκνότητα γκράφιτι στην Ευρώπη, όπως έχουν αναφέρει και ξένα δημοσιεύματα. Αρκετά είναι ή ήταν, δεδομένου του εφήμερου χαρακτήρα τους, πραγματικά έργα τέχνης. Γράφτηκαν τότε πολλά άρθρα, αφιερώματα, ακόμα και γκαλερί που ανέλαβαν να σπιτώσουν/«υιοθετήσουν» κάποιους καλλιτέχνες του δρόμου, γρήγορα όμως το πράγμα άρχισε να ξεφουσκώνει ώσπου συνέβη αυτό στο Πολυτεχνείο που τόσες συζητήσεις και αντιδράσεις προκάλεσε! Αντιδράσεις παράδοξα ακραίες, εφόσον η παρέμβαση εκείνη αφενός είχε σαφή καλλιτεχνικό χαρακτήρα και καθόλου καταστρεπτικό, αφετέρου έγινε στο εξωτερικό ενός ήδη πολλαπλά επιβαρυμένου κτιρίου. Ήταν μάλλον η «μαυρίλα» που απέπνεε καθώς και ό,τι εκείνη συμβόλιζε που ενόχλησε τόσο μερικούς κι άρχισαν τις αρλούμπες για «προσβολή» στην πολιτιστική μας κληρονομιά, την ιστορία μας κ.λπ. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα έργο υπερβολικά δυνατό, επίκαιρο και ρεαλιστικό για να το αντέξουν. Μάλιστα η δίωξη που άσκησε η εισαγγελία ήταν για ποινικό αδίκημα και όχι αστικό, το οποίο ικανοποιείται απλώς με την αποκατάσταση του «θιγόμενου» μνημείου. Όμως η ελευθερία έκφρασης, τόσο του λόγου όσο και η καλλιτεχνική κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να είναι σχετική, δεν μπορούμε δηλαδή να μιλάμε για ελεύθερη τέχνη και ύστερα να αρχίζουμε τα «μη». Βασικά δεν έχουμε συμφωνήσει καν στο πλαίσιο καθαυτό της έννοιας της street art και των «ορίων» της. Αναγνωρίζουμε ως τέχνη μόνο την καθώς πρέπει, τη «σπιτωμένη» στις γκαλερί ή δίνουμε χώρο και στην άλλη, την άστεγη, την «αλήτισσα»; Τo '97 στο Άμστερνταμ στο μουσείο Stedelijk είχε επιτεθεί κάποιος στο έργο Suprematisme του Μαλέβιτς (1916), σχηματίζοντας πάνω του με πράσινη μπογιά το σήμα του δολαρίου. Συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη αλλά όταν απέδειξε ότι ήταν εικαστικός που απλά προέβη σε μια (αβλαβή) καλλιτεχνική παρέμβαση, η κατηγορία μετατράπηκε από βανδαλισμό σε απλή φθορά ξένης περιουσίας.

 
— Θεωρήθηκε επίσης εκείνη η παρέμβαση άλλο ένα δείγμα της λεγόμενης τέχνης της κρίσης. Αλλά υπάρχει τελικά κάτι τέτοιο;

Με όλα αυτά τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ελλάδα την τελευταία επταετία, πρόσμενα κι εγώ την άνθιση μιας τέτοιας τέχνης, όμως δεν συνέβη ποτέ, αν ίσως εξαιρέσουμε το θέατρο που ακούω (γιατί προσωπικά δεν είμαι πολύ φίλος) ότι έχουν γίνει και γίνονται πράγματα. Είναι άραγε ακόμη «νωρίς»; Εντάξει, υπήρξε αρχικά αυτή η τάση με τις συλλογικότητες, είδαμε street art στις γκαλερί, αυτά όμως δεν κράτησαν πολύ. Βλέπουμε τώρα μια κορυφαία διεθνή καλλιτεχνική διοργάνωση να έρχεται στην Αθήνα επενδύοντας στην κρίση, κάτι που έχει σημασία: είτε κάτι ξεχωριστό περιμένουν να δουν να γίνεται εδώ είτε διαπίστωσαν ότι η έννοια της κρίσης δουλεύει επικοινωνιακά.


— Αναφέρεσαι φαντάζομαι στην Documenta14, που κατηγορήθηκε κιόλας για «υπερβολική» πολιτικοποίηση.

Ναι, η οποία Documenta ουσιαστικά τώρα ξεκινά, οπότε δεν μπορώ βέβαια να την κρίνω συνολικά. Δεν μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε ιδιαίτερα το πρόγραμμά της, βρίσκω όμως ενδιαφέρουσα τη «συνομιλία» που επιχειρεί ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική καθώς και το πόσο απαξιωτικά αντιμετώπισε δράσεις όπως οι «34 Ασκήσεις Ελευθερίας» στο πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ ο συντηρητικός Τύπος. Ειδικά μάλιστα η Καθημερινή, που από τη δική της ωστόσο σκοπιά υλοποιεί με συνέπεια τη συνομιλία αυτή όταν π.χ. ταυτίζει την αντικυβερνητική της κριτική με αυτή που έκανε και κάνει στην «περιθωριακή» Documenta ή όταν πρωτοσέλιδα άρθρα γνώμης περί άναρχης, βρώμικης, γεμάτης λαθρομετανάστες πρωτεύουσας που μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία αν αφεθεί ελεύθερη μπορεί να καθαρίσει «συμπλέουν» με αντίστοιχου ύφους πολιτιστικά ρεπορτάζ – δεν συνηθίζεται στις ελληνικές εφημερίδες, παρεκτός ίσως παλιότερα σε κάποιες «στρατευμένες» να «συνομιλούν» τόσο ευθέως η πρώτη σελίδα τη πολιτικής άποψης με εκείνη των πολιτιστικών! Υπό μια άλλη οπτική, είναι βέβαια ενθαρρυντικό το ότι ο πολιτικός λόγος «επανέρχεται» στην ατζέντα της κουλτούρας, ότι δεν είναι πια «ταμπού».

H Αθήνα που βράζει! Μια συνομιλία για την αστική εικόνα μας Facebook Twitter
Στην κατάσταση εξάλλου που βρισκόμαστε, προτού οραματιστούμε το καινούργιο επιβάλλεται νομίζω λίγος αναστοχασμός και ενδοσκόπηση. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


— Δεν το βλέπεις όμως είπες να συμβαίνει στα εικαστικά αυτό...

Όχι γιατί τα εικαστικά έχουν αυτό που λέμε ένοχο παρελθόν. Το εμπόριο της τέχνης απευθύνεται στον πλούσιο πελάτη, ο γκαλερίστας ή ο συλλέκτης βλέπουν έναν Πικάσο και σκέφτονται καταρχάς πόσα εκατομμύρια αξίζει. Στη λογοτεχνία ή στη μουσική δεν συμβαίνει το ίδιο, ένας Μπετόβεν ή ένας Μπέκετ δεν κοστολογείται έτσι! Οι ίδιοι οι εμπορικοί Έλληνες καλλιτέχνες δεν αποτόλμησαν στα χρόνια της κρίσης τη «στροφή», φοβούμενοι μήπως απωλέσουν χορηγίες, ατζέντηδες ή αγοραστές. Οι λίγοι που τόλμησαν, πάλι, έγιναν σταδιακά πιο «εμπορικοί» για να επιβιώσουν στο χώρο.

— Το αρχιτεκτονικό μέλλον της Αθήνας πώς το εκτιμάς;

Μια δεκαετία πριν θα είχα να σου πω πολλά, το μέλλον όμως έχει γίνει γενικότερα ομιχλώδες. Το «κύκνειο άσμα» της ευδαίμονος Αθήνας ήταν από αρχιτεκτονικής άποψης κτίρια-ορόσημα όπως η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Ίδρυμα του Νιάρχου, το ανακαινισμένο Φιξ του ΕΜΣΤ (παρά κάποιες αποτυχημένες παρεμβάσεις που γίνανε εκεί) και βέβαια το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Περιοχές πάλι που είχαν αρχίσει να αναδεικνύονταν και αρχιτεκτονικά με πεζοδρομήσεις, ανακαινίσεις παλιότερων κτιρίων και κατασκευές νέων όπως ο Κεραμικός και το Μεταξουργείο παρέμειναν στάσιμες ένεκα η κρίση, που όσο διαρκεί – κι έχει φαίνεται ακόμα δρόμο – δεν αφήνει περιθώρια για αισιόδοξες εκτιμήσεις. Έχει βέβαια κι η αρχιτεκτονική το δικό της «βρώμικο» παρελθόν – αρχιτέκτονες ευθύνονται για πολλά από τα νεόπλουτα «εκτρώματα» που βλέπουμε. Λίγοι παρέμειναν πιστοί στο όραμά τους αρνούμενοι να το νοθεύσουν στο όνομα της εμπορικότητας όπως ο Προβελέγγιος ή ο Ζενέτος – το τίμημα βέβαια ήταν να συναντήσουν πολλές κλειστές πόρτες.

— Περιμένεις να φανεί κάτι νέο στον ορίζοντα;

Όχι, τουλάχιστον στο προσεχές διάστημα. Στην κατάσταση εξάλλου που βρισκόμαστε, προτού οραματιστούμε το καινούργιο επιβάλλεται νομίζω λίγος αναστοχασμός και ενδοσκόπηση. Να δούμε τι πήγε λάθος σε αυτά που κάναμε, τι αποδείχθηκε τελικά σημαντικό και τι όχι στη διάρκεια της «χρυσής» εποχής της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που εντοπίζεται από τα τέλη της δεκαετίας του '80 μέχρι και την Ολυμπιάδα. Κάτι που δεν είδα να συμβαίνει π.χ. στην έκθεση GR 80 στην Τεχνόπολη. Κοντά στη νοσταλγία και τη χαβαλέδικη διάθεση χρειαζόταν νομίζω μια περισσότερο κριτική προσέγγιση που να αναδεικνύει τι πήγε τόσο στραβά τα χρόνια εκείνα ώστε η «τσιχλόφουσκα» που είχαμε φτιάξει να σκάσει σαν μολυσμένο σπυρί, αρχής γενόμενης από τον Δεκέμβριο του '08.


— Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για όλα αυτά, αν ήταν ακόμα εν ζωή μια εξέχουσα φυσιογνωμία του underground εκείνης της εποχής που «μνημόνευσε» επίσης η παραπάνω έκθεση – αναφέρομαι βέβαια στον Λεωνίδα Χρηστάκη και το βιβλίο σχετικά με εκείνον που επιμελείστε με τον Χρίστο Μάη και τον Νίκο Σούζα για τις εκδόσεις Εξάρχεια.

Α, θα είχε πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον τόσο η άποψή του όσο και ο τρόπος που θα επέλεγε να τη διατυπώσει! Τι να λέμε, ο Λεωνίδας υπήρξε εξέχουσα μορφή, προσωπικότητα πολυσχιδής, φαινόμενο σημαίνον και σημαινόμενο και είμαστε πολύ τυχεροί όσοι τον γνωρίσαμε ή/και συνεργαστήκαμε μαζί του. «Βομβάρδιζε» ακούραστα επί σειρά ετών μια καθυστερημένη, υπερσυντηρητική ακόμα Ελλάδα με οτιδήποτε ενδιαφέρον «εκτός των τειχών» συνέβαινε έξω, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ό,τι αξιόλογο υπήρχε στην εγχώρια σκηνή. Είναι αδιανόητο να μιλήσεις για ελληνικό underground δίχως να αναφερθείς στην τεράστια συνεισφορά του – εκείνος ουσιαστικά το «θεμελίωσε» και μάλιστα ξεκίνησε να το κάνει αυτό σε σχετικά μεγάλη ηλικία: Είναι στη διάρκεια της χούντας και αφού πρώτα ταξίδεψε στο εξωτερικό αρκετά που αφυπνίζεται, επανεφευρίσκει εαυτόν και μετατρέπεται σε ενθουσιώδη εισαγωγέα αλλά και διανομέα νέων ιδεών, φέρνοντας τα πάνω κάτω! Όλα αυτά πάντα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο που σε συνδυασμό με το ασυμβίβαστο σε κάθε νόρμα – ακόμα κι αν έχει επαναστατική «επικάλυψη» - πνεύμα του, τον κατέστησαν αμφιλεγόμενο ακόμα και στον θεωρητικά συγγενικό του ελευθεριακό χώρο. Το θάρρος της γνώμης βλέπεις δύσκολα γίνεται ανεκτό όταν δεν συμπίπτει με το εκάστοτε «κοινά αποδεκτό»!

H Αθήνα που βράζει! Μια συνομιλία για την αστική εικόνα μας Facebook Twitter
Lucky Dog, Τζόνστον Φόστερ στην έκθεση "Το Ελλαδικό Αντιπαράδειγμα"


— Επιμελείσαι επίσης την έκθεση "Το Ελλαδικό Αντιπαράδειγμα" που θα φιλοξενηθεί στη Διπλάρειο και όπου εκτός από έργα γνωστών Ελλήνων και ξένων δημιουργών θα εκτεθούν και έργα ανωνύμων.

Ναι, είναι κάτι που κάναμε και πέρσι στην Πάτρα με το Re-Culture όπου είχαμε εστιάσει σε δύο θέματα «ταμπού», την τέχνη των ψυχικά ασθενών και την ανώνυμη, την ανυπόγραφη τέχνη που συλλέξαμε από διάφορες γκαλερί. Τα έργα που δημιουργούν οι πρώτοι δεν αποτιμώνται με όρους καλλιτεχνικούς, επειδή θεωρείται ότι έχουν μειωμένη συνειδητότητα. Το ίδιο «εξοβελιστέα» είναι η ανώνυμη τέχνη, έργα δίχως υπογραφή που όσο εξαιρετικά κι αν είναι, είναι αδύνατο να «χωνευτούν» από το σύστημα στις μέρες μας εφόσον απουσιάζει το trademark του ονόματος! Νομίζω λοιπόν ότι, μιλώντας για Ελλαδικό Αντιπαράδειγμα, έχουν κι αυτά τη θέση τους εκεί.

Info:

Το Ελλαδικό Αντιπαράδειγμα

Διπλάρειος Σχολή, πλατεία Θεάτρου 3

έως 12/4

Πληροφορίες 210- 9291254, [email protected]

 

Αθήνα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ