Η άγρια, τρομακτική ομορφιά του Τόμας Μπέρνχαρντ

Η άγρια, τρομακτική ομορφιά του Τόμας Μπέρνχαρντ Facebook Twitter
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Café Bräunerhof στη Βιέννη, 1988. Φωτο: Sepp Dreissinger
0

Αυτός ο αιώνιος υπέρμαχος της απελπισίας –ένας περήφανος και απείθαρχος στοχαστής ανάμεσα στα ευρωπαϊκά χαλάσματα– δεν έπαψε στιγμή να μας απασχολεί: προκαλεί μάλιστα εντύπωση πόσα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, πόσα θεατρικά του ανεβάσματα έχουν αφήσει εποχή και πόσο τυγχάνει γενικότερης εκτίμησης ένας συγγραφέας που δεν έκανε τίποτε άλλο από το να συνταράσσει παρά να εξωραΐζει. Επιβιώνοντας από κάθε καταστροφή για να μας θυμίσει την κάπνα που καίει ακόμα από τις μεγάλες φωτιές των ναζί ή των Συμμάχων στην καρδιά της Δύσης, ήπιε ακριβώς όπως ο Τσέλαν «το μαύρο γάλα της αυγής / σκάβοντας έναν τάφο στον αέρα όπου κείτεται κανείς ευρύχωρα».

Θαρρείς πως η έλλειψη ανθρωπισμού έπρεπε να καταγραφεί σε κάθε απτή ή φαντασιακή λεπτομέρεια από αυτόν τον αλλόκοτο πλην όμως μέγιστο Αυστριακό, ο οποίος τριγυρίζει σαν σαλός προφήτης στην καρδιά της δυτικής Ευρώπης και βλέπει ανθρώπους να ξεβράζονται σε παγωμένες λίμνες, μεγαλογαιοκτήμονες να ξεθάβουν πτώματα που έχουν σκοτώσει οι ίδιοι και καλύπτουν κάθε πλευρά του κτήματός τους, ελαιοχρωματιστές να βουτάνε στο κενό με την μπογιά να τους καλύπτει το ξεχασμένο από καιρό όνομά τους, κεφάλια να κόβονται περιγράφοντας μια παρωδία φρίκης –«την τερατωδία σαν ομορφιά»– μέσα από μικρά στιγμιότυπα που μοιάζουν με φωτογραφικά αποτυπώματα από πολαρόιντ, τα οποία κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας ακόμα και τώρα. Δεν πρόκειται για αποσπάσματα από εφιάλτες που περιγράφει με ενάργεια ο Μπέρνχαρντ αλλά για ιστορίες που έχουν γραφτεί με τρόπο ανάγλυφο και μπεκετικό, πάντοτε όμως με τη σιγουριά μιας πένας βουτηγμένης στο ζεστό αίμα, και περιλαμβάνονται στα άρτι εκδοθέντα Γεγονότα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη από την κλασική σειρά του Εξάντα.

Ακροβατώντας μοναδικά ανάμεσα στην απόγνωση και στην επίμονη αναζήτηση της αλήθειας, ο Τόμας Μπέρνχαρντ μας χάρισε τα πιο γοητευτικά, απογυμνωμένα από κάθε διάθεση εξωραϊσμού κείμενα, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι πρέπει να τολμάμε να τραγουδάμε –δηλαδή να κάνουμε τέχνη– την πιο ακραία στιγμή του ολέθρου.


Εδώ ο θάνατος, όπως και σε τόσες άλλες στιγμές της ευλογημένης Δύσης, είναι ακαριαίος ή μάλλον μας περιμένει στην άκρη του δρόμου ως μοναδική απάντηση σε ένα ερώτημα που δεν έχουμε καν θέσει. Ο Μπέρνχαρντ δεν χαρίζεται στιγμή και, το κυριότερο, η γραφή του φροντίζει διαρκώς να μας υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι ένα ακόμα ενσταντανέ σε ένα εργαστήρι του Φρανκενστάιν, όπου ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να «φτιάχνονται ο Μορφωμένος και ο Ανώτερος και ο Διακεκριμένος και ο Εξαιρετικός και ο Ασυνήθιστος», όπως μας αποκαλύπτει ειρωνικά στη συγκλονιστική Αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες σε αναθεωρημένη μετάφραση από τον Βασίλη Τομανά.

Ο ίδιος παραδέχεται πως ο λόγος που παραμένει ανηλεώς ακριβής ως προς την τραγικότητα της θνητής μας φύσης και γοητευτικά μισανθρωπικός είναι επειδή «ο άνθρωπος αρνείται να αφήσει να τον ταράξει ο ταραξίας. Τέτοιος ταραξίας ήμουν σε όλη μου τη ζωή και θα είμαι και θα μένω πάντοτε ο ταραξίας, όπως με χαρακτηρίζουν πάντοτε οι συγγενείς μου, ήδη η μητέρα μου, απ' όσο παλιά μπορώ να θυμηθώ, με αποκαλούσε ταραξία, το ίδιο και ο κηδεμόνας μου, τ' αδέλφια μου, έμεινα πάντοτε ο ταραξίας σε κάθε ανάσα, σε κάθε αράδα που γράφω».


Έχοντας, επομένως, ως αποστολή να «χτυπάει» εκεί όπου οι άλλοι παραμένουν πνευματικά ασάλευτοι, ο Μπέρνχαρντ γίνεται ο αγκιτάτορας στην αρχή κάθε ψευδαίσθησης με βαθιά συνείδηση πως το σαθρό ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν έχει αλλάξει και πως κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού –εκτός από την αυταξία της μουσικής και της υψηλής λογοτεχνίας– είναι απλώς άσκοπη. Κάτω από τον όμορφο διάκοσμο της δυτικής διανόησης ο ίδιος διέβλεπε τη μανία της παλινόρθωσης μορφών βγαλμένων από το αποτυχημένο μοντέλο του ναζισμού, του σοσιαλισμού ή της θρησκείας. Τα έζησε όλα από μικρός και, καθώς τα είδε να μετατρέπονται σε απόλυτες ιδέες, τα κράτησε μακριά.


«Δεν είχα ποτέ ένα πρότυπο και δεν ήθελα ποτέ να έχω» παραδεχόταν, φτιάχνοντας ένα εντελώς δικό του μυθοπλαστικό σύμπαν όπου συναντούσες ταυτόχρονα την κραυγή του Μουνκ, την τρυφερή απόγνωση και ακρίβεια του Κάφκα, την ευφυΐα και την ειρωνεία του αγαπημένου του Βιτγκενστάιν, τα ρητορικά σχήματα του Μοντέν και την καταβύθιση στην άβυσσο του Ντοστογιέφσκι, απ' όπου απελευθερωνόταν ένα ρεύμα που ηλεκτρίζει κάθε λέξη στη σπειροειδή έλικα της εντελώς ιδιόμορφης αφήγησης. Αν η γλώσσα είναι το όχημα που κατευθύνει τον κόσμο του ευφυούς Αυστριακού, φτιάχνοντας ανοιχτά σχήματα που πολλές φορές δεν συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, αλλά ξανασυναντιούνται αργότερα μέσα από επαναλήψεις, η αφήγηση είναι αυτή που μας αποκαλύπτει τη βαθιά μουσικότητα των κειμένων του (ίσως γι' αυτό και ο μεταφραστής του Βασίλης Τομανάς επιμένει ότι πρέπει να διαβάζονται φωναχτά). Εξού και ότι τα πέντε κεφάλαια της Αυτοβιογραφίας του, τα οποία γράφτηκαν από το 1975 έως το 1982, μοιάζουν μάλλον με μέρη μιας παρτιτούρας, με το κάθε κεφάλαιο να συνιστά και μια αυτόνομη μελέτη θανάτου που άλλοτε φανερώνει το ταμπλό βιβάν της φρικωδίας των πολέμων και άλλοτε την άβυσσο μιας τραυματικής παιδικής ηλικίας, στιγματισμένης από ένα καταπιεστικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Εγκλωβισμένος, λοιπόν, είτε στην ασφυχτική αίθουσα του εθνικοσοσιαλιστικού και κατόπιν καθολικού οικοτροφείου με αυταρχικούς δασκάλους είτε στα υπόγεια των ρημαγμένων από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς πόλεων, ο νεαρός Αυστριακός διδάχτηκε από μικρός το νόημα της φρίκης. Με έντονες τάσεις αυτοκτονίας και μοναδική παρηγοριά τις ιστορίες που του έλεγε ο αναρχικός παππούς του Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ –ο οποίος φρόντισε ο εγγονός του να μάθει βιολί και ξένες γλώσσες–, ο Μπέρνχαρντ έμαθε από νωρίς τι σημαίνει «η πιο αξιολύπητη κακομοιριά των ανθρώπων», νιώθοντας, όπως έγραφε, «στο πετσί του πόσο τρομερές είναι η ζωή και η ύπαρξη». Κουβαλώντας διαρκώς τη φρίκη της καμένης σάρκας –μια μυρωδιά που δεν τον άφησε ποτέ– από τις βομβαρδισμένες πόλεις, ανέλαβε το απαράμιλλο καθήκον να μελετήσει τα «πνευματικά σωθικά ολόκληρου του σώματος της πόλης του Ζάλτσμπουργκ», την οποία μίσησε βαθιά. Είδε, παρατήρησε, έμαθε και αυτήν τη δυνατότητα τη μεταστοιχείωσε σε καταιγιστική αφήγηση, πάντοτε de profundis και πάντοτε στα όρια: «Είναι σπουδαίο να ξέρεις τι βλέπεις. Πρέπει, σιγά-σιγά, να μπορείς όλα τουλάχιστον να τα περιγράφεις. Πρέπει να ξέρεις από πού προέρχεται το καθετί, τι είναι», αν και την ίδια στιγμή δηλώνει πως οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι «αυτοί που ήξεραν ή που ήθελαν να ξέρουν τα πάντα».

Ακροβατώντας μοναδικά ανάμεσα στην απόγνωση και στην επίμονη αναζήτηση της αλήθειας, ο Τόμας Μπέρνχαρντ μας χάρισε τα πιο γοητευτικά, απογυμνωμένα από κάθε διάθεση εξωραϊσμού κείμενα, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι πρέπει να τολμάμε να τραγουδάμε –δηλαδή να κάνουμε τέχνη– την πιο ακραία στιγμή του ολέθρου. Δηλαδή περίπου όπως εκείνος.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ