Ο κύριος Μητρόπουλος μας είχε υποδεχτεί το 2014 στο σπίτι του με αφορμή έναν τόμο 285 γελοιογραφιών που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Έκτοτε έχω ανοίξει συχνά το λεύκωμα αυτό και έχω γελάσει με την αστείρευτη παιδικότητα και σοφία του κορυφαίου γελοιογράφου μας που σήμερα, 100 ετών, δεν παραλείπει να στέλνει καθημερινά από μια γελοιογραφία στα «Νέα».
«Μεταξύ 1960-2015 μας έτυχαν τα απόνερα ενός Εμφυλίου, μια καραμπινάτη δικτατορία, μια πατενταρισμένη χρεοκοπία, τρεις υποτιμήσεις, δεκατέσσερις σεισμοί, είκοσι μία πλημμύρες, διακόσιες δέκα πυρκαγιές και εμπρησμοί, πέντε εντελώς άχρηστοι πρωθυπουργοί, πενήντα δευτεράντζες υπουργοί, δυο αρχιεπίσκοποι, θουφυλακήντωστοματίμου, μια μοναρχία της πεντάρας, δεκαπέντε αριστεροί αρχηγοί μειωμένης αντίληψης, δέκα δεξιοί ηγέτες για τα μπάζα, και ένας σκάρτος λαός με εκλάμψεις, μανιακός του ρουσφετιού και των επιδοτήσεων». Έτσι περιγράφει ο θρυλικός και μακροβιότερος γελοιογράφος του ελληνικού Τύπου, Κώστας Μητρόπουλος, την ιστορία μας. «Είναι μια μεγάλη ιστορική αναδρομή αλλά και μια αναδρομή απελπισίας, γιατί εκείνο που βλέπεις είναι ότι επαναλαμβάνονται οι ίδιες λέξεις: λιτότητα και μέτρα. Ακόμα και εγώ ξαφνιάστηκα όταν το είδα να το προφέρουμε από το 1974 συνεχώς και να ξαφνιαζόμαστε τώρα. Απελπίστηκα. Είπα κιόλας ότι αν μου πει κάποιος ότι επαναλαμβάνομαι, θα ξαφνιαστώ, αλλά επαναλαμβάνομαι, είναι αλήθεια. Επαναλαμβάνεται η θεματογραφία. Επαναλαμβάνεται η Iστορία».
Η συνάντησή μας είχε τα χαρακτηριστικά μιας καλής γελοιογραφίας. Ωραίο σχέδιο αναμνήσεων, και λεζάντα του παρόντος.
«Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Είναι η πιο εύκολη δουλειά, αν μπορείς να την κάνεις. Αλλά μην το λέτε, γιατί θα μπερδευτούν πολλοί».
— Τι πιστεύετε γι' αυτά τα χρόνια από τη Μεταπολίτευση και μετά;
Πιστεύω ήταν η καλύτερη εποχή για την Ελλάδα. Αν δεν ήταν αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, είμαστε «κανόνι», αν σκεφτείς τι γίνεται γύρω-γύρω. Αν πας πενήντα χρόνια πιο πίσω, είναι απελπισία. Αυτά τα παιδιά που είναι απελπισμένα, αν ήξεραν πώς ήταν τα ανάλογα χρόνια για τη δική μου γενιά, θα 'χαναν τον μπούσουλα. Εγώ, τον καιρό που ξεκίνησα, υπήρχαν όλα κι όλα δυο επαγγέλματα. Λογιστές, που έβγαιναν από τη σχολή ΠΑΛΜΕΡ, και δημόσιοι υπάλληλοι. Αφήστε που κυκλοφορούσαν στους δρόμους με τα πιστόλια στη μέση.
— Ξεκινήσατε από μικρός να σχεδιάζετε;
Όχι. Εννοώ σχεδίαζα όπως όλα τα παιδιά. Τα παιδιά σχεδιάζουν καλά και είναι ένας τρόπος γραφής. Οι άνθρωποι σχεδιάζουν από τότε που υπάρχουν, από τις σπηλιές, για να εκφράσουν μια αίσθηση πέραν του περιβάλλοντός τους. Υποψιάζομαι ότι ήταν και ο πρώτος τρόπος εκφοράς του λόγου, προτού συγκροτηθούν οι γλώσσες.
— Εσείς τι θέλατε να γίνετε;
Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Είναι η πιο εύκολη δουλειά, αν μπορείς να την κάνεις. Αλλά μη το λέτε, γιατί θα μπερδευτούν πολλοί.
— Λέτε ότι και η γελοιογραφία είναι μια εύκολη δουλειά.
Η γελοιογραφία είναι μια εύκολη δουλειά. Το να σχεδιάζεις είναι κάτι πολύ εύκολο. Εδώ υπήρξαν γελοιογράφοι που έκαναν καριέρα χωρίς να ξέρουν να σχεδιάζουν και πέθαναν ένδοξοι, χωρίς να μάθουν. Μερικοί, τους ξεφυλλίζεις, και βλέπεις ότι δεν έμαθαν να σχεδιάζουν χέρια. Το σχέδιο δεν είναι δύσκολο. Το δύσκολο είναι να βρεις έναν τρόπο να γράψεις το αστείο. Αυτό, όταν αποφασίσεις να το κάνεις, προϋποθέτει πολλή δουλειά. Και όταν το κάνεις, διαπιστώνεις έκπληκτος και πανικόβλητος ότι δεν υπάρχει άλλη πλευρά έξω από την αστεία.
Το περίεργο είναι ότι αυτός που το διατύπωσε πρώτη φορά τέλεια, και το λέω ενώ δεν είμαι καθόλου θρησκευόμενος, ήταν ο Χριστός. Χαίρεστε και αγαλλιάσθε! Δεν το κατάλαβαν αυτό ούτε οι κληρικοί. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μούχρωμα και θλίψη. Και μόνο η μαυρίλα που φοράνε και κυκλοφορούν.
— Γελάτε με την πολιτική επικαιρότητα;
Δε γελάω μόνο με την πολιτική επικαιρότητα, γελάω με όλα. Κάθε πρωί ξεκινάω για μια γελοιογραφία και τη στέλνω με φαξ. Έτσι σώζω και τις γελοιογραφίες. Προ του φαξ δεν σώθηκε καμιά γελοιογραφία. Ο Φώκος Δημητριάδης δεν άφησε τίποτα στην κόρη του. Ο Αρχέλαος, τα ίδια περίπου. Ξέρετε τι γινόταν; Έκανες το σκίτσο, το έστελνες στον αρχισυντάκτη και αυτός το έστελνε στο τσιγκογραφείο. Από κει και πέρα χανόταν. Ή το πέταγαν στα σκουπίδια στο τσιγκογραφείο ή κάποιος ξύπνιος ή φιλότεχνος το μάζευε κι έτσι είχε μερικά. Κανένας μας δεν έχει. Από την άλλη μεριά, το σκίτσο δεν έχει αξία σαν ορίτζιναλ, είτε εδώ το βλέπεις, στην εφημερίδα, είτε σε ένα χαρτί, είναι το ίδιο. Αν δεν γελάσεις, είναι ανύπαρκτο. Και το πρώτο να έχεις, δεν έχει νόημα.
— Υπήρχε ανταγωνισμός στον χώρο των γελοιογράφων;
Εμένα δεν με ενόχλησε ποτέ κανένας συνάδελφος. Δεν φοβόμουν επειδή υπήρχε κι άλλος σκιτσογράφος. Κάποτε στην εφημερίδα ήμασταν έξι σκιτσογράφοι. Ούτε ο Φώκος (Δημητριάδης) είχε τέτοιο πρόβλημα, ακόμα και όταν εμφανίστηκα εγώ μέσα στα πόδια του. Όχι μόνο δεν είπε τίποτε αλλά με βοήθησε κιόλας. Εγώ για να πρωτοτυπήσω και να βγω μπροστά έκανα τα δυο μάτια του σκίτσου στη μια μεριά του προφίλ, με αυτόν τον τρόπο. Δεν ενοχλούσε αυτό το στυλ, ήταν πολύ πρωτότυπο και στο κοινό άρεσε, ήταν μια διαφοροποίηση. Όταν άρχισα να δουλεύω στον «Ταχυδρόμο», δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί έκανα κοινωνικά σκίτσα. Όταν μου ζήτησε ο Λαμπράκης να κάνω πολιτικά, βασανιζόμουν. Τότε με σταματάει μια φορά στον διάδρομο ο Φώκος και μου λέει: «Βρε παιδί μου, είσαι πολύ καλός και έχεις θέματα πολλά, αλλά, όπως σχεδιάζεις, δεν έχεις μέλλον». Πάγωσα. Και συμπληρώνει: «Πώς θα κάνεις τον Παπανδρέου με δυο μάτια και από τη μια μπάντα; Πώς θα τον κάνεις; Ή δεν θα μοιάζει ή θα 'ναι κάτι αδιανότητο. Σιγά-σιγά πήγαινε σε ένα πιο κλασικό σχεδίασμα, είναι κρίμα να χαθείς επειδή βρήκες ένα κόλπο».
Το εφάρμοσα αμέσως. Κατάλαβα ότι δεν πρόκειται να βγουν οι πολιτικοί με τον τρόπο που σχεδίαζα. Όταν αναγνωρίζεις το σκίτσο –κι εγώ δεν είμαι σπουδαίος πορτρετίστας, βασανίζομαι– είναι η δουλειά επιτυχημένη. Πάντως, οποτεδήποτε πρότεινα κάτι σε νεότερο, δεν έπιασε. Μάλλον σκέφτονται «τι λέει ο παππούς». Δεν πέρασε πουθενά η άποψή μου. Λες στον άλλον «ρε φίλε, δεν μπορείς να κάνεις έτσι τους πολιτικούς, ο κόσμος δεν μπορεί να βρει ποιος είναι, πρέπει να γράψεις από κάτω ποιος είναι, αλλιώς κόβει το μισό αστείο. Δεν μπορείς να τους δώσεις έκφραση. Έχεις χάσει άλλη μισή ευκαιρία για να εκφραστείς. Έχασες το πορτρέτο, έχασες και την έκφραση, τι σου μένει; Η λεζάντα. Μα η λεζάντα δεν είναι γελοιογραφία, είναι και το αποπάνω. Πολύς κόσμος χαζεύει με την έκφραση, από εκεί ξεκινάει». Από την άλλη, σκέφτομαι «τι ανακατεύομαι»;
— Σήμερα πώς βλέπετε τα πράγματα;
Κατά τη γνώμη μου, το επίπεδο της δημοσιογραφίας έχει πέσει γιατί δεν υπάρχει αυτό που υπήρχε στο παρελθόν. Έτρεχαν στη δημοσιογραφία γιατί είχε και φιγούρα και λεφτά, ή νόμιζαν ότι έχει λεφτά. Ποτέ δεν είχε στην πραγματικότητα. Απλώς μάθαινε ο κόσμος ότι έπαιρναν πολλά χρήματα οι πρώτοι. Πριν από δεκαπέντε χρόνια έπεφταν μεγάλοι μισθοί στους πρώτους. Όταν έπεσαν και οι αμοιβές, χάθηκε και ο ορίζοντας. Πάνε, λοιπόν, σε άλλους τομείς που έχουν απόδοση οικονομική. Πάντως, άκουγα χθες στις ειδήσεις ένα ρεπορτάζ με πολλά λάθη, ασυνταξίες – δεν συνέβαιναν αυτά παλιότερα. Το θέμα είναι να αγαπά ς αυτό που κάνεις. Εγώ θα μπορούσα να κάνω αυτήν τη δουλειά χωρίς να πληρώνομαι. Κάνω τη δουλειά που μου αρέσει. Κάποια στιγμή που πέρναγε πολύ δύσκολα το «Βήμα», όταν είχε πρωτοαναλάβει ο Ψυχάρης, μου είχε ζητήσει να δουλεύω με λιγότερα. «Θα δουλεύω με τίποτα», του απάντησα. Το κάνω κέφι, το κάνω με τόση όρεξη. Εγώ δεν έγινα γελοιογράφος για να γίνω πλούσιος. Κάνω σκίτσο κάθε μέρα ακόμα και σήμερα.
Μεγαλύτερη ανταπόκριση έχει το να συνδυάζεις το σεξ με την πολιτική. Όταν το καταφέρνεις αυτό είναι σαν να κέρδισες το τζάκποτ στη γελοιογραφία. Αρέσει. Δεν ξέρω αν αυτό ευτελίζει το σεξ ή την πολιτική, αλλά τη γελοιογραφία την εξυπηρετεί.
— Η πιο ευχάριστη περίοδος στη δουλειά σας;
Η πιο ευχάριστη περίοδος στη δουλειά ήταν όταν μου τύχαιναν διευθυντές που είχαν χιούμορ. Εγώ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα πού θα μπει το σκίτσο μου. Το ξέρουν οι πάντες αυτό. Γιατί από την αρχή διαπίστωσα ότι να βασανίζεσαι με αυτή την ιστορία είναι λάθος, από τον καιρό που ήμουν στην «Αθλητική Ηχώ» και τσακώνονταν ο Γεωργαλάς με τον Σέμπο πού θα με βάλουν. Ο Γεωργαλάς ήθελε κάτω από τον τίτλο περασιά. Ήθελε εκεί τα αθλητικά σκίτσα, ενώ ο άλλος ήθελε ένα σλόγκαν. Επίσης, τις εποχές που ο Καραπαναγιώτης είχε μεγάλη ιδέα για τα σκίτσα – του άρεσαν πολύ. Ο επόμενος διευθυντής την πήρε τη γελοιογραφία και την έβαλε μονόστηλη. Δικαίωμά τους. Αλλά αυτό δημιουργεί κάποια προβλήματα. Δεν έχεις καλή γελοιογραφία σε μονόστηλο, δεν μπορεί να έχεις πάνω από δυο πρόσωπα, ούτε πολλά πράγματα μπορείς να πεις. Οι γελοιογραφίες ήταν πολλές φορές «ενοχλητικές». Τον δημοσιογράφο μπορείς να τον μαζέψεις, να του πεις «άσ' τον αυτόν», τον γελοιογράφο όχι.
— Υπήρχε λογοκρισία στη γελοιογραφία;
Θα σας πω ένα περιστατικό. Ήταν τα χρόνια που δουλεύαμε με τον Λαμπράκη στο «Βήμα». Πήγαινα, άφηνα το σχέδιο και έφευγα. Μου λέει ο κλητήρας «σας θέλει ο κ. Λαμπράκης». Κατεβαίνω από τον τρίτο, τον βλέπω όρθιο στο γραφείο του και το ακουστικό αφημένο επάνω στο γραφείο. Μου λέει «σας θέλει ο κύριος πρόεδρος». «Ποιος πρόεδρος;» τον ρωτάω. «Ένας υπάρχει», απαντά, «ο πρόεδρος της κυβερνήσεως. Ο γέρος Παπανδρέου». Το παίρνω και λέω: «Ορίστε, κύριε πρόεδρε». Και ακούω να μου λέει: «Παιδί μου, είσαι καλά; Είσαι καλά; Τι κάνεις εκεί με αυτά τα πράγματα; Αυτά που κάνεις όλα στρέφονται εναντίον της Ενώσεως Κέντρου και εναντίον της εφημερίδας σας. Δηλαδή πού αποσκοπείς; Πού αποβλέπεις;». Και μου τραβάει μια πανταχούσα άνευ προηγουμένου. «Μα είναι σκίτσα αυτά; Για ξαναδές τα. Θα τα βάλει αύριο ο "Εθνκός Κήρυξ" και θα γράψει ότι το συγκρότημα Λαμπράκη υποσκάπτει την Ένωση Κέντρου». Είχε διορίσει τις προηγούμενες μέρες όλους του γέρους και τον είχε ενοχλήσει αυτό το σκίτσο του ηλικιωμένου με το ένα πόδι γερό και το άλλο στον τάφο. Το κλείνω και λέω «κύριε Λαμπράκη, τι να κάνω;». Μου απαντάει: «Ό,τι κάνετε πάντα. Ο κύριος Πρόεδρος κάνει κουμάντα στην κυβέρνηση. Εδώ κάνω κουμάντο εγώ». Αλλά είχε δίκιο ο Γέρος. Το Σάββατο ο «Εθνικός Κήρυξ» τα είχε όλα με τίτλο «Το συγκρότημα Λαμπράκη υποσκάπτει την κυβέρνηση».
Στη χούντα το σκίτσο που τους δαιμόνισε πιο πολύ ήταν ένα που δεν το 'κανα επίτηδες ούτε εγώ ούτε η εφημερίδα και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Είναι αυτό με τον Θεοδωράκη, αλλά ήταν εντελώς τυχαίο. Όπως τώρα έχω μια γυμνή σε μια σειρά, τότε είχα ένα παιδί. Ήταν το μοτίβο μου το παιδί. Και έβαλα το όνομα «Θεοδωράκης» τυχαία. Ο κόσμος το συνδύασε με τη σύλληψη του Θεοδωράκη. Εμείς τα κάναμε επάνω από τον φόβο μας. Ήταν και αρχή της χούντας, έπρεπε να είσαι πολύ τρελός για να τα κάνεις αυτά και πολύ ανυπόμονος. Και ξαφνικά πάω στην εφημερίδα και με κοίταζαν όλοι. Είχαν σπάσει τα τηλέφωνα. Μου λέει ο Νίτσος, «αν είναι να κάνεις τέτοια, λέγε το». Δεν το πίστευε. Αλλά έτσι έγιναν τα πράγματα.
— Υπάρχει όριο στη γελοιογραφία;
Δεν φτάνω ποτέ σε σημείο να ξεπεράσω το όριο του θεμιτού, ότι είναι μοιχός ή γκέι κάποιος. Σταματάω ενστικτωδώς. Δεν το κάνω με τίποτα. Τους πολιτικούς δεν θέλω να τους ξέρω γιατί αν τους γνωρίσω, δεν θα μπορώ να τους κάνω σκίτσο.
— Η κρίση επηρέασε τη γελοιογραφία;
Η κρίση έδωσε μεν πολλές ιδέες, αλλά πολλοί γελοιογράφοι έχασαν τις δουλειές τους, σταμάτησαν – σχεδόν η πλειοψηφία. Αλλά είχαν παρασυρθεί και είχαν και μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις.
— Ποια θεωρείτε την πιο επιτυχημένη γελοιογραφία;
Μεγαλύτερη ανταπόκριση έχει το να συνδυάζεις το σεξ με την πολιτική. Όταν το καταφέρνεις αυτό είναι σαν να κέρδισες το τζάκποτ στη γελοιογραφία. Αρέσει. Δεν ξέρω αν αυτό ευτελίζει το σεξ ή την πολιτική, αλλά τη γελοιογραφία την εξυπηρετεί.