«Έσχατες μέρες»: Ένα νουάρ που δεν έχει όμοιό του

«Έσχατες μέρες»: Ένα νουάρ που δεν έχει όμοιό του Facebook Twitter
Ο Έβενσον παρά ταύτα το κάνει, πρωτοτυπεί θριαμβευτικά, κι όσο και να σπάω το κεφάλι μου δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε αντίστοιχο με αυτό το βιβλίο...
0

Πριονίζοντας τη γραφή

Έχοντας μάλλον καλή εποπτεία του χώρου, αυτό που κυρίως ξέρω μετά από τόσα χρόνια και τόσα genre βιβλία μισοτσαλακωμένα στο κομοδίνο μου είναι πως πολύ-πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να πρωτοτυπήσει, είτε θεματικά είτε από άποψη φόρμας και ύφους. Το παιχνίδι παίζεται αλλού, κυρίως στην αφήγηση, στην ωραία μίμηση, στην έξυπνη πλοκή. Ο Έβενσον παρά ταύτα το κάνει, πρωτοτυπεί θριαμβευτικά, κι όσο και να σπάω το κεφάλι μου δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε αντίστοιχο με αυτό το βιβλίο, τουλάχιστον στα χωράφια τής mainstream Λογοτεχνίας Τρόμου, ή του Αστυνομικού Μυθιστορήματος — του «χώρου», που λέγαμε, ή του ενός και του άλλου genre. Γιατί ο Έβενσον το κάνει και αυτό: γράφει μεν ένα καθαρόαιμο νουάρ, ένα σύγχρονο αστυνομικό, που όμως βραβεύτηκε (από την Ένωση Αμερικανικών Βιβλιοθηκών) σαν το Καλύτερο Μυθιστόρημα Τρόμου τη χρονιά που εκδόθηκε, το 2009. Και, υποθέτω, δικαίως τιμήθηκε μ' αυτό το μεγάλο βραβείο. Ακόμη κι αν εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησαν «καλύτερα» βιβλία στο είδος, αμφιβάλλω αν κάποιο από όλα αυτά θα φόβιζε τους αναγνώστες περισσότερο.

Γιατί οι «Έσχατες ημέρες» είναι ένα πραγματικά τρομακτικό βιβλίο. Εμένα με τρόμαξε. Και δεν τρομάζω καθόλου εύκολα. Με τρόμαξε όσο και το εξίσου νοσηρό «Hostel», ας πούμε —το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ σημαντικό φιλμ—, και σχεδόν για τους ίδιους λόγους. Έχουμε και εδώ να κάνουμε με μία αδελφότητα, κλειστή και μυστική, που εγκαταβιώνει ή παρεπιδημεί σε συγκεκριμένα περίκλειστα μέρη και διέπεται από κανόνες ιεράς και αυστηρότατης σιωπής. Έχουμε να κάνουμε με τον βασανισμό της σάρκας, με την αποκοπή μελών, με την τελετουργική παραχάραξη των ορίων που θέτει η ίδια η φύση διά του δέρματος (του μεγαλύτερου ανθρώπινου οργάνου). Και έχουμε επίσης να κάνουμε, στο τέλος, με απόδραση, καταδίωξη και εκδίκηση. Υπάρχει βέβαια μία θεμελιώδης διαφορά: στην ταινία το θύμα ήταν πάντα ο άλλος. Εδώ, στις «Έσχατες μέρες», το πρώτο θύμα είναι ο εαυτός. Αλλά ακολουθούν και όλοι οι υπόλοιποι.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Κι όμως: όταν το τελειώνεις, είσαι σίγουρος πως η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη. Αυτή η ταύτιση αφηγητή και ήρωα δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτεί πολλή πείρα και μεγάλη μαστοριά και οξυδέρκεια από τον συγγραφέα. Και ακριβώς εξαιτίας της είναι που νιώσαμε να έχουμε εμπλακεί προσωπικά σ' αυτή την τρελή περιπέτεια των αποκομμένων μελών, σ' αυτό τον εφιάλτη χωρίς τέλος.

Στην αρχή αποτελούσε ένα είδος νωθρής αναζήτησης, ένα ενδιαφέρον για ορισμένες πρωτοχριστιανικές ομάδες γνωστικών, σε συνδυασμό με την αγάπη για κάποια αποσπάσματα των Γραφών, μαζί με την ιδέα ότι η χειρ μας όντως μάς σκανδάλιζε, και γι' αυτό θα έπρεπε να αποκοπεί. Ωστόσο, το άλμα από αυτό το συμπέρασμα μέχρι τη φυσική αποκοπή ενός άκρου είναι ίσως δυσκολότερο να εξηγηθεί. Ήταν συναρπαστικοί καιροί, φίλε Κλάιν.

Η θρησκευτικού τύπου σέκτα των αυτοακρωτηριασμένων είναι ισχυρή, θανάσιμη, παγερή και μυστηριακή. Κυρίως: είναι τρομώδης. Διέπεται από ισχυρούς νόμους και απόλυτη ιεραρχία —στην οποία ανέρχεσαι δι' αποκοπής μελών, βέβαια, πώς αλλιώς;— που δεν μπορεί να παραβιαστεί. Οπότε, όταν ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Κλάιν, ένας πρώην αστυνομικός ντετέκτιβ που τυχαίνει επίσης να έχει αυτοακρωτηριαστεί στο παρελθόν, αν και για άλλους λόγους, κληθεί να διαλευκάνει τη δολοφονία του αρχηγού της, είναι περισσότερο από προφανές ότι θα παγιδευτεί από την πρώτη κιόλας στιγμή σε ένα λαβύρινθο αγνού, απόλυτου τρόμου: το τέλεια φρουρούμενο κοινόβιο των φανατικών είναι μια αρχετυπική παγίδα θανάτου, και, άπαξ και επιλεγείς να μπεις εκεί, άπαξ και συρθείς εκεί μέσα, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι, αν μη τι άλλο, δεν θα βγεις ολόκληρος.

Ό,τι έγινε, έγινε

Ωστόσο, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα —και πιο κλειστοφοβικά— από όσο μπορούμε να φανταστούμε ξεκινώντας την ανάγνωση και φτάνοντας σιγά-σιγά, μαζί με τον Κλάιν, στο κέντρο του λαβυρίνθου. Πιο άσχημα, πιο επικίνδυνα, πιο βρόμικα και πιο —αν είναι δυνατόν— ρεαλιστικά. Και οι γκροτέσκες φιγούρες που περιβάλλουν τον ήρωα, σχεδόν μπεκετικές ή, αν θέλετε, βγαλμένες από έναν μοντέρνο «Υμπύ Βασιλιά», δεν κατορθώνουν, παρά το κωμικό στοιχείο που αναμφίβολα προσδίδουν στο μυθιστόρημα, να απαλύνουν αυτό το κλίμα τρόμου που σου βαραίνει σαν πέτρα την καρδιά:

Ο υπάλληλος τους κοίταξε καλά-καλά και πήρε τα χρήματα. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και, πριν βγουν καν απ' το δωμάτιο, άπλωσε το χέρι προς το τηλέφωνο.
«Γαμώτο», είπε ο Γκους ανασηκώνοντας το βλέμμα του και στρέφοντας τόσο, ώστε να τον πυροβολήσει. «Ας είχε τουλάχιστον τρόπους», είπε καθώς επέστρεφαν. «Θα μπορούσε να περιμένει να μπούμε στο αμάξι».
«Τον σκότωσες;» ρώτησε ο Κλάιν.
«Μάλλον», είπε ο Γκους.
«Κι αν έπαιρνε την κοπέλα του;» ρώτησε ο Κλάιν, καθώς έμπαιναν μέσα για ν' αρχίσουν πάλι το ταξίδι.
Ο Γκους τού έριξε ένα βλέμμα όλο αηδία. «Γιατί μου το 'πες αυτό τώρα; Για να με κάνεις να νιώσω άσχημα;»
«Συγγνώμη», είπε ο Κλάιν.
«Ό,τι έγινε, έγινε», είπε ο Γκους.

Ο Έβενσον γράφει ύπουλα· παραπλανητικά· νωχελικά: τόσο στο πρώτο μέρος του βιβλίου, το κατεξοχήν ανατριχιαστικό, όπου γνωρίζουμε την αποτρόπαια σέκτα των τρελών, όσο και στο δεύτερο, όπου γινόμαστε μάρτυρες ενός πραγματικού λουτρού αίματος (θα καταλάβετε τι εννοώ), γραμμένου, επαναλαμβάνω, σχεδόν «δημοσιογραφικά», αποστασιοποιημένα, λες και διαβάζουμε την περιγραφή ενός αγώνα από κάποιον ουδέτερο παρατηρητή. Μέγα επίτευγμα αυτό, γιατί έτσι πέφτουμε πολύ πιο εύκολα στην παγίδα (στις πολλαπλές παγίδες) που μας στήνει. Τα πάντα μάς φαίνονται πειστικά, λες και μια τέτοιου ή παρεμφερούς είδους αδελφότητα —λατρείας των αποκομμένων μελών, της παραμόρφωσης του σώματος...— να μπορούσε όντως να υπάρξει, ή έστω να υπήρξε κάποτε, σε κάποιο σκοτεινό παρελθόν, ίσως κατά τον Μεσαίωνα, πριν συντριβεί. Σχεδόν θέλεις να γκουγκλάρεις, καθώς σε σπρώχνει ο ποεδικός Δαίμων της Διαστροφής, για να δεις τι αποκρουστικοί σύνδεσμοι θα σου αποκαλυφθούν, ελπίζοντας φυσικά πως δεν θα βρεις τίποτα. Το έκανα για να βρω φωτογραφίες γι' αυτό το κομμάτι, αλλά βγήκα οφλάιν αμέσως μόλις φάνηκε η πρώτη σελίδα με τα σχετικά αποτελέσματα.

Nota bene

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Κι όμως: όταν το τελειώνεις, είσαι σίγουρος πως η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη. Αυτή η ταύτιση αφηγητή και ήρωα δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτεί πολλή πείρα και μεγάλη μαστοριά και οξυδέρκεια από τον συγγραφέα, και δύσκολα διδάσκεται στις οικείες σχολές. Και ακριβώς εξαιτίας της είναι που νιώσαμε να έχουμε εμπλακεί προσωπικά σ' αυτή την τρελή περιπέτεια των αποκομμένων μελών, σ' αυτό τον εφιάλτη χωρίς τέλος.

Ευχές

Καλή Χρονιά.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Βιβλίο / Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που έχει τίτλο “House of Cards”, ο Σουηδός πρώην διεθνής Γιόνας Έρικσον περιγράφει τις ταπεινωτικές μετρήσεις βάρους στα σεμινάρια διαιτητών της UEFA
THE LIFO TEAM
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Το Πίσω Ράφι / Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Ο Έλληνας σκηνοθέτης μάζεψε από «το καλάθι των αχρήστων» όλες τις εμπειρίες του κι έφτιαξε την αυτοβιογραφία του, μια ζωντανή αφήγηση γεμάτη ιστορίες, συναντήσεις, αποφθέγματα και κρίσεις, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: η ιστορία του underground περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»

Βιβλίο / «Ανοιχτή Πόλη»: Ένα από τα πιο επιδραστικά εναλλακτικά έντυπα της Ελλάδας

Οι δημιουργοί του Κώστας Μανδηλάς και Βλάσσης Ρασσιάς, καταγράφουν την πορεία του στο βιβλίο «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει το διήγημα «Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ» της Πατρίσια Χάισμιθ

Lifo Videos / Η Ράνια Οικονομίδου διαβάζει ένα διήγημα της Πατρίσια Χάισμιθ

«Η μεγαλύτερη λεία του Μινγκ»: Μια ιστορία έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, ανταγωνισμού, μίσους και φόνου μεταξύ ενός ζευγαριού και ενός σιαμέζικου γάτου, ένα μυστηριώδες διήγημα της δημιουργού των πιο σαγηνευτικών αντιηρώων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Βιβλίο / Οι μικρές αριστουργηματικές σειρές των εκδοτών

Ολοένα περισσότερο διευρύνεται η τάση έκδοσης κλασικών και σπάνιων κειμένων σε μικρό μέγεθος που τοποθετούνται δίπλα στο ταμείο και συνιστούν την προσπάθεια ενός εκδοτικού οίκου να φέρει σπουδαία έργα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Βιβλίο / I love Dick: Eίναι το βιβλίο της Κρις Κράους το πιο τολμηρό του αιώνα μας;

Η θεωρητικός, εικαστικός, κριτικός, συγγραφέας και εκδότρια Κρις Κράους μπορεί να μην άλλαξε τα δεδομένα στον αγγλόφωνο κόσμο εκδίδοντας τα βιβλία των Γάλλων θεωρητικών αλλά προκάλεσε άπειρες συζητήσεις με το πρωτότυπο φεμινιστικό βιβλίο της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Βιβλίο / Η αρχή της ηδονής: Μια σουρεαλιστική, σέξι ιστορία στην καλοκαιρινή Ανάφη 

Ένα τολμηρό καλλιτεχνικό project έγινε η αφορμή για να κάνει ο εικαστικός René Habermacher ένα ταξίδι στη θάλασσα με πλήρωμα έξι ναύτες κι έναν καπετάνιο, απαθανατίζοντας μια σουρεαλιστική εμπειρία που κατέληξε σε ναυάγιο. Το βιβλίο «The Pleasure Principle» καταγράφει αυτό το ταξίδι μέσα από φωτογραφίες του René, κείμενα και εικαστικά έργα, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση.
M. HULOT
Νίκος Μάντης «Το χιόνι του καλοκαιριού»

Το πίσω ράφι / Για τις απουσίες που μας κάνουν αργούς στα αισθήματα

Καλοκαίρι στην Πελοπόννησο, στη σκιά της δεκαετίας του ’80: ένα πληγωμένο παιδί, μια μητέρα που επιστρέφει αλλαγμένη και μυστικά που βαραίνουν τη σιωπή των ενηλίκων - αυτά ξετυλίγει ο Νίκος Α. Μαντής στο πρώτο του μυθιστόρημα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Νέα βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος του χρόνου, και κάποιες επανεκδόσεις

Fall Preview 2025 / 13 βιβλία που περιμένουμε ως το τέλος της χρονιάς

Ο πάντα επίκαιρος Καβάφης, νέα, σύγχρονα και παλιότερα ονόματα της λογοτεχνικής σκηνής και κάποιες ξεχωριστές επανεκδόσεις που δικαίως θα διεκδικήσουν χώρο στη βιβλιοθήκη όλων, βιβλιόφιλων και μη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ