TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Ξαπλώσου στο ταξί. Από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο






Ανακατωμένος ο ερχόμενος

Πεθαμένοι και ζωντανοί. Μια ηχογράφηση που πήρα της νόνας μου, όταν ήμουν 12 χρονών και ένα παλιό εντιτόριαλ. Ανακατωμένος ο ερχόμενος, έτσι περίπου όπως είναι και στη ζωή




Ξαπλώσου στο ταξί Facebook Twitter
Το εντιτόριαλ του 01

 

ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ. Είμαι στο γραφείο. Σκοτώνω την ώρα μου μέχρι να παω σε ένα δείπνο. Απέναντι κάτι ράφια που σπάνια πλησιάζω. Τα πλησιάζω όμως, διότι η μοίρα είναι καλλιτέχνις. Ανοίγω με ελαφρά αμηχανία ένα περιοδικό του 1994. Το λένε 01. Το εξέδιδα εγώ, μέχρι που ο συνεταίρος μου με εξαπάτησε και εξέπεσα του παραδείσου (χρησιμη πτώση!). Διαβάζω το εντιτόριαλ. Πιό κλαψιάρικο απ΄ ότι αντέχω πλέον. Διαβάζεται ακόμη όμως. Συνειδητοποιώ μια καραμπόλα που συμβαίνει εδώ: Το εντιτόριαλ  είναι για την γιαγιά μου. Έχω τη φωτογραφία της στο γραφείο μου ― τη μόνη. Την είχα φωτογραφίσει με μια  Μινόλτα, εμφάνισα το φιλμ και το τύπωσα στην κουζίνα της Κυψέλης, φοιτητής.

Η καραμπόλα συνεχίζεται: μιλάω σε αυτό το αρθρίδιο για μια ηχογράφηση που της είχα κάνει ― την είχα βάλει να τραγουδάει και να λέει διάφορα. Μαζεμένοι στην ταβέρνα, η ευρεία οικογένεια (οι μισοί πεθαμένοι πια), γέλια, ένα σχετικό δέος για την ηχογράφηση, εγώ στα 12, χωρίς να το καταλαβαίνω δοκίμαζα αυτό που θα γινόταν μετά η δουλειά μου. Συμπτωματικά πριν λίγες μέρες ψηφιοποίησα την αρχαία κασέτα της που σχεδόν δεν ακουγόταν πια. 

Τρίτη καραμπόλα: όταν έγραφα αυτό το άρθρο ήμουν σε κατάθλιψη, είχα χωρίσει από μια πολύχρονη σχέση και εν μέρει για να αυτοτιμωρηθώ έμενα σε ένα διαμέρισμα ρημαδιό, απλώς ένα στρώμα στο πάτωμα. Το πρόσωπο εκείνου του χωρισμού, είναι αυτό που θα δειπνήσω απόψε. 

Για να περάσει η ώρα, αναδημοσιεύω το άρθρο και ανεβάζω ένα απόσπασμα από την κασέτα της νόνας μου ― εκεί που σαν παιδάκι απαγγέλει ένα ποίημα για έναν απερίσκεπτο Κωνσταντή, τα έξι ορφανά παιδιά του και την κακιά μητριά τους ― έξοχο ζακυνθινό goth. Υποθέτω ότι δεν ενδιαφέρουν κανένα όλα αυτά― αλλά για να είμαι ειλικρινής, ούτε και μένα μ΄ενδιαφέρει αν τους ενδιαφέρουν. 

 


 

Ξαπλώσου στο ταξί

Ένα editorial του περιοδικού 01, Αύγουστος 1994

 

Ξαπλώσου στο ταξί Facebook Twitter
Η νόνα μου στο γραφείο μου, πάντα.

 

ΒΡΗΚΑ ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ μια κασέτα. Την είχα γράψει όταν ήμουν στο δημοτικό. Ήταν η γιαγιά μου που τραγουδούσε τη Ραμόνα. Καλοκαίρι του ’68.

Στο βάθος, ακουγόταν και η φωνή του παππού μου, που τώρα έχει πεθάνει.

Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή: Ένα απομεσήμερο Αυγούστου, στο μισοσκόταδο της ταβέρνας. Απ’ το άνοιγμα της πόρτας φαινόταν η πράσινη θάλασσα. Τα παιδιά πέταγαν σαΐτες με κλωστή στο πλάτωμα του Αγίου και οι άνθρωποι έψαχναν σκιές να ξεμεσημεριάσουν, μισόγυμνοι, με το αλάτι στο δέρμα τους.

Η γιαγιά μου είχε έρθει σ’ ευθυμία. Ήθελα να δοκιμάσω το νέο μου μαγνητόφωνο και, έτσι, για πλάκα, της είπα: «Έλα, πες ένα τραγούδι». Και το είπε:

Ραμόνα, για μένα όνομα γλυκό
Ραμόνα, για με κορμί αγγελικό...

Όση ώρα άκουγα στην κασέτα το τραγούδι της, χιλιάδες εικόνες συμπιέστηκαν σε μία – και απ’ το πολύ φως αυτή η μία φωτογραφία κάηκε: Άνθρωποι, διαθέσεις, συμπεριφορές. Τα παιδιά που έκαναν μακροβούτια απ’ το μπαστούνι. Το μαγιό της Ελένης να επιπλέει στο νερό. Τα κύματα και τα δελφίνια στη Δυτική θάλασσα. Οι βαριές ανάσες κάτω απ’ τη βάρκα...

Εγώ τα είχα ζήσει όλα αυτά;

Κι αν ναι, ποιος είναι αυτός που είμαι τώρα; Αυτός ο άνθρωπος που γράφει για ambient, αγαπάει το street glamour και βαφτίζει την εταιρία του Κυβερνοχώρο; Πού συναντιέται η Ραμόνα με την Kate Moss; Και η πράσινη θάλασσα πώς χωράει σε μια πλατεία με dealers και κρεολές πουτάνες; Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Ή σήμερα ζω ένα ψέμα ή όλα όσα θυμάμαι είναι νοσταλγίες του γλυκού νερού.

Κι όμως...

Έχουμε την αίσθηση ότι ο άνθρωπος μένει ίδιος, ότι ο χαρακτήρας του χτίζεται πάνω στα παλιά θεμέλια και η ζωή του τυλίγεται ασταμάτητα γύρω απ’ τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Αλλά εμένα η ζωή μου προχωράει με διαρκή ξεθεμελιώματα, με διαρκείς ανατροπές. Το παιδί που υπήρξα, αν το ’βλεπα στο δρόμο, δεν θα το αναγνώριζα και –πιθανότατα– δεν θα το συμπαθούσα. Όλα έχουν αλλάξει πάνω μου. Ακόμα και το αίμα που κυκλοφορεί στις φλέβες μου ανασυντίθεται καινούριο. Η ψυχή μου έχει γυρίσει φόδρα – ή, έστω, η καρδιά μου. Οι τρόποι, οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι. Κάθε νέα γνώση έρχεται να σβήσει μια παλιά. Κάθε νέα εμπειρία σβήνει κάποια άλλη. Ο χαρακτήρας μου δεν χτίζεται: καινούριο χιόνι πέφτει πάνω στο παλιό και το σκεπάζει.

Με γεμίζει σύγχυση αυτό; Κάθε άλλο! Με ξαλαφρώνει από τα περιττά βάρη. Από το λίγωμα της νοσταλγίας και τις κλάψες. Με αυτό το τέχνασμα της ύπαρξης (όπως το αποκαλεί η Διοτίμα στο «Συμπόσιο»), ο άνθρωπος νιώθει διαρκώς καινούριος, δεν πενθεί υπερβολικά για όσα του κλέβει ο χρόνος και διατηρεί μια κάποια ψευδαίσθηση διάρκειας – πες το κι «αθανασίας».

Σ’ αυτό λοιπόν τον άνισο αγώνα με τα χρόνια, ακούω τη Ραμόνα και τα γέλια του παππού μου από μακριά, και για πρώτη φορά δεν μου φαίνονται «ιδανικές φωνές»: μου φαίνονται απλώς ξένες, και διαφορετικές. Μ’ αρέσουν εξίσου οι ιδανικές φωνές που ακούω σήμερα στο τηλέφωνο, οι υψηλοί φθόγγοι της Κατερίνας στο τυπογραφείο, οι κυβερνοδελικοί ψιθυρισμοί της Μερόπης, το εκστατικό μηχανάκι των Prodigy.

Κι απ’ τις παλιές εικόνες δεν θέλω να διατηρήσω καμιά. Όσες αξίζουν, θα διατηρηθούν μόνες τους – μέσα σ’ αυτή τη στοίβα των σπασμένων γυαλιών που είναι ο εαυτός μας.

Ξαπλώσου στο ταξί λοιπόν, αγάπη μου γλυκιά, και έλα να πάμε τη βόλτα μας στον κόσμο. Μη δίνεις σημασία αν είσαι χθες ή αύριο ή τώρα... Οι στιγμές σου υπερισχύουν έτσι κι αλλιώς – όλες σπάσ’ τες, και αγάπα με.

 

 


O KΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΞΟΧΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ GOTH

To απαγγέλλει η νόνα μου, πεθαμένη πριν 30 χρόνια. Εγώ, στα 12. 

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ