ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ δεν μαγείρεψα καθόλου στο σπίτι, βασικά βαριόμουν αφόρητα. Το μόνο που έφτιαξα ήταν σάντουιτς με ομελέτα. Δοκίμασα αρκετούς συνδυασμούς και κατέληξα ότι το καλύτερο είναι η ομελέτα με λίγη φέτα! Μου είπε η διαιτολόγος να κάνω διατροφή με ψάρι και επειδή δεν μπορώ να μαγειρεύω ψάρι στο σπίτι γιατί μυρίζει και η μυρωδιά μετά δεν φεύγει με τίποτα είπα να πάω σε ψαροταβέρνες και σε εστιατόρια με ψάρι.
Το πρώτο που πήγα ήταν τα Κανάρια στο Μοσχάτο, που κατά βάση έχουν τηγανητά μπαρμπούνια, ψητές γαρίδες, ψητό ψάρι και μια χωριάτικη που τη σερβίρουν αποδομημένη. Ακριβούτσικο ήταν και, βέβαια, δεν σας κρύβω ότι ένιωσα την ανάγκη να τα συνοδεύσω όλα αυτά με πατάτες τηγανητές, αλλά και δεν είχαν, και δεν μου επιτρεπόταν.
Λέω να ξεκινήσω ένα απόγευμα να πάω στη Σύρο, στην πλατεία Μιαούλη, να πάρω λίγο παγωτό και να περπατήσω σε όλο το νησί για να εγκλωβίσω τις μυρωδιές και τις εικόνες σε αυτό.
Η δεύτερη ψαροταβέρνα που πήγα ήταν τα Καβουράκια ή, αλλιώς, Ζαρκαδούλας. Πήρα καβουράκια από υποχρέωση, ενώ τα μισώ, γιατί θα φαινόταν παράταιρο να μην τα έπαιρνα, ένιωσα ότι θα παρεξηγούνταν. Τα καβουράκια δεν με συγκίνησαν όπως ο φρέσκος τηγανητός μπακαλιάρος τους και ο τσιπουρομεζές τους που ήταν γαύρος με ντομάτα και πιπεριά, και ήταν για απίστευτες βούτες με ψωμί.
Η τρίτη ψαροταβέρνα ήταν ο Κώστας στον Κορυδαλλό. Σαφώς καλύτερος χώρος από τους άλλους δύο· με ξετρέλαναν οι ψητές γαρίδες του, οι τηγανητές γαρίδες και οι κουτσομούρες. Στο δίλημμα «μπαρμπούνι ή κουτσομούρα», θα πω «μπαρμπούνι»! Στον Κώστα πήρα πατάτες τηγανητές, αλλά δεν τις έφαγα γιατί έπεσα με τα μούτρα στην τούρμπο σκορδαλιά του.
Επισκέφτηκα μετά από δέκα χρόνια και τον Βασίλαινα. Εκεί είχα δοκιμάσει πρώτη φορά μενού γευσιγνωσίας δέκα σταδίων. Αν και αγαπώ το μαγαζί του στον Πειραιά, θα πω ότι της Αθήνας είναι πιο όμορφο και πιο άνετο. Εκατόν τέσσερα χρόνια εστιατόριο είναι πια ο Βασίλαινας, τρεις γενιές εστιατόρων έχουν περάσει από κει. Προσπάθησα να σκεφτώ ποιο άλλο μαγαζί στην Αθήνα έχει τόσο μεγάλη ιστορία και δεν έχει αλλάξει ποτέ ιδιοκτησία. Λάτρεψα την ψαρόσουπα και το κότσι από μαγιάτικο. Πιάτα ξεχωριστά, απλά, λιτά και τόσο νόστιμα.
Πήγα και στο Μalconi’s. Ενώ ήθελα να φάω μακαρονάδα, πήρα μπιάνκο εξαιτίας της διαιτολόγου – νόμιζα ότι κάπου μέσα μου άκουγα τη φωνή της. Η γυναίκα μου πήρε μια μακαρονάδα με ψάρι, και της την έφαγα!
Ανακοίνωσα τις γευσιγνωσίες στη διαιτολόγο μου, αλλά δεν ένιωσε υπερήφανη για μένα. Μου είπε πως δεν εννοούσε τηγανητό ψάρι και μου φώναξε ότι ακόμα και ένα μικρό παιδί το καταλαβαίνει αυτό, ότι τα τηγανητά δεν είναι για δίαιτα.
Στενοχωρήθηκα και την επόμενη μέρα πήγα στο Θάμα στον Χολαργό και έφαγα μια παστιτσάδα με κόκορα· ένιωσα καλύτερα που έκανα την επανάστασή μου κόντρα στα άκαρδα λόγια μιας άκαρδης διαιτολόγου. Είναι σπουδαία μαγείρισσα η Μαρία από το Θάμα, κρίμα που βρίσκεται σε μια γειτονιά που δεν είναι πιάτσα!
Κάπου διάβασα πως το παγωτό είναι πάρα πολύ ευαίσθητο υλικό και πως παίρνει όλες τις μυρωδιές του περιβάλλοντος στο οποίο είναι εκτεθειμένο.
Άρα δεν θα χρειάζεται, πια, να μετράω κάθε καλοκαίρι πόσα παγωτά γεύθηκα αλλά σε πόσα παγωτά αποθήκευσα εικόνες και οσμές.
Λέω να ξεκινήσω και να πάω ένα απόγευμα στη Σύρο, στην πλατεία Μιαούλη, να πάρω λίγο παγωτό και να περπατήσω σε όλο το νησί για να εγκλωβίσω τις μυρωδιές και τις εικόνες σε αυτό.
Να καθίσω σε ένα περβάζι στην Άνω Σύρο, να νιώσω τον Μάρκο και ένα ακόρντο του και μετά να πάω στα Βαπόρια να βλέπω το ηλιοβασίλεμα.
Να ξέρεις ότι το παγωτό δεν λιώνει ποτέ, αν το συντηρήσεις, οι εικόνες, όμως, αν τις ξεχάσεις, λιώνουν και γίνονται νερό, εξαφανίζονται στη σκοτεινή θάλασσα.
Όταν σκέφτομαι σκοτεινή θάλασσα, πάντα μου έρχεται στον νου μια ιστορία.
Είμαι στη Γένοβα, γύρω στις 9 το βράδυ, που είναι σαν να βρίσκεσαι στο λιμάνι του Πειραιά, με τη διαφορά ότι είναι κλειστά τα μαγαζιά. Γύρω στα 500 μέτρα από το ξενοδοχείο εντοπίζω μια ομάδα 15-20 Κινέζων να τρώνε. Σκέφτομαι ότι δεν έχω πετύχει ποτέ Κινέζους έξω βράδυ, πηγαίνω προς το μέρος τους και στα μισά του δρόμου διαβάζω μια μικρή πινακίδα που λέει «Istanbul Grill». Με μεγάλη χαρά επιταχύνω το βήμα και φτάνω στο μαγαζί, το οποίο έχει ντονέρ, κεμπάπ, πεϊνιρλί.
Μέσα στο ψητοπωλείο η ζέστη είναι ανυπόφορη και στην άκρη του μαγαζιού ο Τούρκος μαγαζάτορας προσπαθεί να πείσει τους Κινέζους να πάρουν μπακλαβά, οι οποίοι τον κοιτούν με απορία γιατί θέλουν παγωτό μόνο. Τότε με ρωτάει: «Από πού είσαι;». Tου λέω, από Ελλάδα. «Γιουνάν;» Του γνέφω θετικά. Χαμογελάει και μου λέει «Turkey and Yunan friends. Baklavas, kebap, doner» σε σπαστά αγγλικά. Μου ζητάει να τους πω «the best sweet the world Baklavas, Baklavas from Istanbul, not here!».
Τι να κάνω, αρχίζω να μιλάω με τον Κινέζο και του λέω πως ο μπακλαβάς είναι το πιο διάσημο γλυκό της Ανατολής, πως είναι υγιεινό και απίστευτο και πως τέτοια γεύση δεν έχει ξαναδοκιμάσει, αξίζει μια δοκιμή, μάλιστα ο συγκεκριμένος έρχεται κατευθείαν από την Κωνσταντινούπολη.
Ξαφνικά, μια κυρία από την παρέα των Κινέζων μού απαντά με έκπληξη «το έχω φάει στην Ελλάδα, στην Αθήνα, πριν από χρόνια, αυτό το γλυκό και ένα άλλο που είχε φύλλο και κρέμα, αλλά νόμιζα ότι ήταν ελληνικό». Τι να της έλεγα, σε ποιον ανήκει, με τον μπρουτάλ Τούρκο να με κοιτάζει. Να γίνει ελληνοτουρκική σύρραξη για τον μπακλαβά στη Γένοβα;
Της απάντησα με διπλωματία: «Οι Τούρκοι το φτιάχνουν με φιστίκι, όπως αυτόν εδώ, οι Έλληνες με καρύδι, αλλά είναι το ίδιο. Υπάρχουν μάστορες και από τις δύο πλευρές».
Ο Κινέζος και η ομάδα πείθονται και παίρνουν δεκαπέντε κομμάτια και παγωτό καϊμάκι κι εγώ περιμένω αυτά που παρήγγειλα, δηλαδή ντονέρ, κεμπάπ Άδανα, κεμπάπ μοσχάρι και, βέβαια, πεϊνιρλί με σουτζούκι. Οι Κινέζοι κάθονται έξω και τρώνε τον μπακλαβά τους και πριν φύγω μου γνέφει ο αρχηγός τους, που ήταν ίδιος ο Τσάκι Τσαν, ότι ήταν υπέροχος ο μπακλαβάς.
Φτάνω στο δωμάτιο, η γυναίκα μου ανοίγει τη σακούλα και βλέπει και δύο κομμάτια μπακλαβά. «Πήρες και μπακλαβά, τι ωραία!».
Απόρησα, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν κέρασμα για τον σεφτέ που του έκανα. Μετά το υπέροχο φαγητό δοκίμασα και τον μπακλαβά Κωνσταντινούπολης με θέα το λιμάνι της Γένοβας και τη σκοτεινή ανοιχτή θάλασσα.
Πάντα λάτρευα τις ανοιχτές θάλασσες και τα λιμάνια, γιατί έχεις απροσδόκητες συναντήσεις και τυχαία γεγονότα, όπως εκείνη την ημέρα που τρεις διαφορετικές εθνικότητες συναντήθηκαν στη Γένοβα, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, και αντί να μας ενώσει ένα τιραμισού, μας ένωσε ένας μπακλαβάς ‒ φαντάσου να ήταν και με καρύδι.