«Μόνο για να μπορέσω να σχηματίσω το τίμιο πρόσωπό της ψηφίδα-ψηφίδα, όπως τη συνάντησα δυο μόνο φορές τον παγωμένο Γενάρη του 2000 στο μισοφώτιστο, αλλόκοσμο, ελάχιστο κατάλυμά της κάτω απ’ τις παρισινές στέγες στη Rue de Verneuil πίσω απ’ το Quai Voltaire, στοιχειωμένος ολόκληρος από το έργο της, που πάσχιζα να γνωρίσω κι αναζητούσα σε βιβλιοθήκες και δημοπρατήρια, σε θεατρικά προγράμματα και δυσεύρετες εκδόσεις, κυριευμένος απ’ τη μαγεία και την ποίηση κάθε της κοστουμιού, κάθε της σχεδίου. Μόνο για να μπορέσω να πλάσω το τίμιο πρόσωπό της ψηφίδα-ψηφίδα, φρόντισα μες στα χρόνια γι’ αυτά της τα έργα να σώσω το βαθύ βλέμμα και το φέρσιμο μιας εκστατικής μορφής, που το μόνο που θέλησε ήταν να χτίσει περιοχές θαυμάτων, ρομαντισμού και τρυφερότητας, σκηνικά αποκαλυπτικά κι απρόσμενα, βαθύσκιωτα και παλιωμένα, ν’ ανιστορήσει το άφατο, να δωρίσει ένα άγγιγμα τελειότητας σε καθετί που δημιούργησε».
Αυτές είναι οι πρώτες αράδες ενός πυρετικού κειμένου του Ερρίκου Σοφρά, στον κατάλογο-βιβλίο που συνοδεύει την έκθεση «Λίλα Ντε Νόμπιλι, Υλικά ονείρων, θέατρο-όπερα-ζωγραφική. Από τη Συλλογή του Ερρίκου Σοφρά», η οποία θα εγκαινιαστεί στις 10 Δεκεμβρίου 2025 στον χώρο του ιδρύματος «Η άλλη Αρκαδία» (Φωκίωνος Νέγρη 16) και θα διαρκέσει έως τις 7 Φεβρουαρίου 2026. Η Λίλα Ντε Νόμπιλι (1916-2002) θεωρείται η σημαντικότερη σκηνογράφος ζωγραφιστών σκηνικών. Εργάστηκε σε παραστάσεις-σταθμούς στο θέατρο και στην όπερα, δημιουργώντας σκηνικά που είναι αδύνατο να αποδοθούν με περιγραφές, χτίζοντας κόσμους ποίησης και ονείρου. Δούλεψε με τη Μαρία Κάλλας και την Εντίθ Πιαφ, με τον Ζαν Κοκτό και τον Λουκίνο Βισκόντι, με τον Πίτερ Χολ και τον Φράνκο Τζεφιρέλι, με τον Λόρενς Ολίβιε και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
«Η Ντε Νόμπιλι ανήκε στο βασίλειο που ζουν τα ξωτικά. Όλα τα έντυνε με μαγεία. Με τη μοναδική της χάρη, γινόταν η ιδανική φίλη για τους ποιητές και τα παιδιά», έγραψε η «Le Figaro» την επομένη του θανάτου της.
Και ο Σοφράς συνεχίζει: «Η Λίλα Ντε Νόμπιλι, δημιουργός σκηνικών και κοστουμιών, ζωγράφος και εικονογράφος, στα είκοσι μόνο χρόνια που δούλεψε στον κόσμο του μεγάλου θεάματος συνεργάστηκε με κάποιους από τους πιο εμπνευσμένους δημιουργούς του 20ού αιώνα σε παραστάσεις που σημάδεψαν το θέατρο, την όπερα και τον χορό. Αινιγματική κι ευάλωτη, μια μορφή σιωπηλή που πέρασε από την εποχή της αφήνοντας πίσω της ένα ίχνος από φως. Γενναιόδωρη και δοτική, αποστρεφόταν απόλυτα το χρήμα και τη δημοσιότητα. Αρνούνταν επίμονα να υπογράψει τα έργα της, να φωτογραφηθεί για τα προγράμματα των παραστάσεων που συμμετείχε, να εκθέσει τη ζωγραφική της, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εξαφανιστεί, να κρυφτεί, από συστολή και διακριτικότητα. “Είναι από τα λίγα πρόσωπα του πρόστυχου κόσμου που ζούμε που με κάνουν να αισθάνομαι υπερήφανος που είμαι άνθρωπος” είπε γι’ αυτήν ο αδελφικός της φίλος Γιάννης Τσαρούχης».
«Η Ντε Νόμπιλι ανήκε στο βασίλειο που ζουν τα ξωτικά. Όλα τα έντυνε με μαγεία. Με τη μοναδική της χάρη, γινόταν η ιδανική φίλη για τους ποιητές και τα παιδιά», έγραψε η «Le Figaro» την επομένη του θανάτου της. Λεπτοκαμωμένη, τυλιγμένη σε μαύρες εσάρπες που της έδιναν μια κομψότητα φασματική, περιδιάβαινε τους δρόμους του Σεν Ζερμέν ντε Πρε όλη τη μέρα με ένα μικρό καλάθι στα χέρια, γεμάτο χρώματα και μπλοκ ζωγραφικής, ζωγραφίζοντας ό,τι της τραβούσε την προσοχή. Κανένας –παρά ίσως ελάχιστοι– από όσους την προσπερνούσαν δεν γνώριζε πως είχε συνδεθεί με κορυφαίες θεατρικές, οπερατικές και κινηματογραφικές δημιουργίες, που καθεμιά με τον τρόπο της σημάδεψε την ιστορία του πολιτισμού της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Φορώντας ένα μακρύ φθαρμένο πανωφόρι, περιπλανήθηκε από τη Γαλλία στην Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Νέα Υόρκη, δημιουργώντας στις αχανείς σκηνές της Σκάλας του Μιλάνου και του Κόβεντ Γκάρντεν τοπία φαντασίας. Σημείο εκκίνησής της ήταν μια σοφίτα, δυο δωμάτια υπηρεσίας στον τέταρτο όροφο ενός παλιού κτιρίου της οδού ντε Βερνέιγ. Ζούσε ταπεινά, αυτή που έντυσε στο μάλαμα και στο ατλάζι, στ’ αστραφτερά μεταξωτά και τα πανάκριβα βελούδα τις πιο μεγάλες σκηνές του κόσμου. Ήταν μια αληθινή ζωγράφος που μόχθησε για το τέλειο και είχε διαλέξει για φόντο στα έργα της το θαμπωμένο χρυσό.
Τον Ερρίκο Σοφρά τον γνωρίζουμε από τις υπέροχες μεταφράσεις του σε ποιήματα της Ντίκινσον, του Μποντλέρ, του Όντεν, του Σάντρο Πένα και του Σαίξπηρ. Οι δύο συναντήσεις του με την Ντε Νόμπιλι στο παρισινό της κατάλυμα τον χειμώνα του 2000 ήταν η αφορμή για τη θερμή ενασχόλησή του με το έργο της, σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε κυκλοφορήσει καμία μελέτη ή μονογραφία για τη μεγάλη σκηνογράφο, ούτε είχε πραγματοποιηθεί καμία έκθεση γι’ αυτήν. Τα δύο πορτρέτα της σχεδιάστριας κοσμημάτων Μαρίνας Αθανασίου, κοινής τους φίλης, που του χάρισε η Ντε Νόμπιλι, αποτέλεσαν το έναυσμα της συλλογής του.
Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της συλλογής είναι ότι περιέχει μακέτες σκηνικών και κοστουμιών από δώδεκα παραστάσεις θεάτρου και όπερας, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να αντιληφθεί την ποιότητα και τη μοναδικότητα της δουλειάς της σπουδαίας σκηνογράφου. Ανάμεσά τους η αξεπέραστη «Τραβιάτα» του 1955 στη Σκάλα του Μιλάνου, σε σκηνοθεσία Βισκόντι, με την Κάλλας στον ομώνυμο ρόλο, μια παράσταση που άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την όπερα. Η έκθεση περιλαμβάνει τη μακέτα του σκηνικού της Γ΄ πράξης, το υπνοδωμάτιο της Βιολέτας Βαλερί, καθώς και μια ακουαρέλα της Κάλλας με το κοστούμι της Β΄ πράξης, εμπνευσμένο από την «Κούνια» του Ρενουάρ, δώρο της Ντε Νόμπιλι στον ηθοποιό Ζαν-Κλοντ Μπριαλί. Θα δούμε επίσης πέντε μακέτες από το κύκνειο άσμα του Λουκίνο Βισκόντι στην όπερα, τη «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι για το Φεστιβάλ του Σπολέτο το 1973. Η Ντε Νόμπιλι είχε σταματήσει να εργάζεται από το 1968 αλλά ο Βισκόντι είπε πως θα σκηνοθετούσε μόνο αν δεχόταν να κάνει τα σκηνικά εκείνη. «Δεν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ στον Λουκίνο, που αν και είχε υποστεί ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, συνέχιζε τη δημιουργική του εργασία», είπε εμπιστευτικά η σκηνογράφος στη μαθήτριά της, Χλόη Ομπολένσκι. Τις μακέτες μετέφερε στα χέρια της παραγωγής ο ηθοποιός Γιώργος Ορφανός, στενός φίλος του Τσαρούχη και της Ντε Νόμπιλι.
Ξεχωρίζουν επίσης οι μακέτες από την «Κάρμεν» του 1959 στην Οπερά Γκαρνιέ με τη Ζαν Ροντ στον ομώνυμο ρόλο (με την παράσταση αυτή εισάγεται για πρώτη φορά η «Κάρμεν» στην Opéra de Paris), κοστούμια από σαιξπηρικές παραστάσεις σε σκηνοθεσία του Πίτερ Χολ με τη Royal Shakespeare Company στο Στράτφορντ-Απόν-Έιβον, αλλά και κοστούμια της Όντρεϊ Χέπμπορν από τη «Ζιζί», τον ρόλο που την καθιέρωσε στο Μπρόντγουεϊ το 1951, και τέλος η αριστουργηματική μακέτα από τον «Ωραίο αδιάφορο» του Κοκτό (1953) με την Εντίθ Πιαφ, μία από τις δύο θεατρικές εμφανίσεις της θρυλικής τραγουδίστριας.
Θα έχουμε επίσης την ευκαιρία να δούμε σημαντικά ζωγραφικά της έργα, αφού πριν από την ενασχόλησή της με το θέατρο η βασική ιδιότητα της Ντε Νόμπιλι ήταν ζωγράφος. Ξεχωρίζουν το ολόσωμο «Πορτρέτο κοριτσιού με επίσημο φόρεμα» (ελαιογραφία, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις έργο της που γνωρίζουμε), το παραβάν «Σκηνές του δάσους», με τέσσερις ονειρικές μορφές (προερχόμενο από τη Συλλογή Ζιροντού), πορτρέτα του Γιάννη Τσαρούχη, της Χριστίνας Τσίγκου, της Χλόης Ομπολένσκι, του Γιώργου Ορφανού, αρκετά σχέδια με τις αγαπημένες της γάτες, πορτρέτα παιδιών και γηραιών κυριών («Η Κυβέλη με τουτού» και «Το μεγάλο salon de thé του ξενοδοχείου Ριτς»), αλλά και δημιουργίες υψηλής ραπτικής, από τα χρόνια που εικονογραφούσε κολεξιόν μεγάλων οίκων μόδας στη γαλλική «Vogue». Η έκθεση πλαισιώνεται από αρχειακό υλικό: θεατρικά προγράμματα, εικονογραφημένες εκδόσεις, επιστολές.
Είναι αμφίβολο αν η Ιταλία, χώρα καταγωγής της Ντε Νόμπιλι, και η Γαλλία, η χώρα στην οποία έζησε όλη την ενήλικη ζωή της, τη θυμούνται και την τιμούν σήμερα. Γεννημένη στο Λουγκάνο της Ελβετίας το 1916 από πατέρα Ιταλό ευγενή, ο οποίος πλούτισε χάρη στο εμπόριο πούρων από την Κούβα, και μια Εβραιο-ουγγαρέζα χορεύτρια, μεγάλωσε σε περιβάλλον άνεσης, βαθιάς καλλιέργειας, κοσμοπολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολυτελής κατοικία της οικογένειας στη Νίκαια, που ο μαρκήσιος πατέρας της είχε αγοράσει από τους Μαυροκορδάτους, τα ταξίδια στην Ευρώπη και τη Νέα Υόρκη του Μεσοπολέμου, σε εποχές που ελάχιστοι ταξίδευαν, η πολύμηνη διαμονή της οικογένειας σε ακριβά ξενοδοχεία.
Μαθήματα ζωγραφικής ξεκίνησε από νωρίς, σπουδάζοντας στο Παρίσι, στην Académie Julian και την Académie Ranson. Ωστόσο, το δίπλωμά της το έλαβε το 1939 από την Accademia di Belle Arti της Ρώμης. Αδελφός της μητέρας της ήταν ο γνωστός ζωγράφος, εικονογράφος και ενδυματολόγος Μαρσέλ Βερτές, πρώτος και καθοριστικός της δάσκαλος (το 1953 κέρδισε το Όσκαρ Κοστουμιών για την ταινία «Μουλέν Ρουζ» του Τζον Χιούστον). Σύντομα επέστρεψε στο Παρίσι, όπου θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής της. Εκτίμησαν αμέσως το ζωγραφικό της ταλέντο ο Κριστιάν Μπεράρ και ο Ζαν Κοκτό. Το 1946 άρχισε να συνεργάζεται με την παρισινή «Vogue» ως εικονογράφος δημιουργιών μεγάλων οίκων μόδας. Αμέσως της ανέθεσαν να φιλοτεχνήσει εξώφυλλα του περιοδικού.
Όμως η ιδιοφυΐα της εκφράστηκε στο θέατρο, στην όπερα, στον χορό και τον κινηματογράφο. Στο θέατρο την εισήγαγε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρεϊμόν Ρουλό το 1947. Ήταν 31 χρόνων και χάρη σε δικές του παραστάσεις φανερώθηκε το ταλέντο της. Δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια για τις μούσες του: την Εντίθ Πιαφ, την Όντρεϊ Χέπμπορν, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, την Αρλετί, τη Σιμόν Σινιορέ. Ο Βισκόντι, γοητευμένος από τη δουλειά της, θα συνεργαστεί μαζί της σε τέσσερις παραγωγές. Η Ντε Νόμπιλι συνεργάστηκε επίσης με τον μαθητή του, Φράνκο Τζεφιρέλι, σε παραστάσεις όπερας και στην εμβληματική του «Αΐντα», στη Σκάλα το 1963, την παράσταση που τον καθιέρωσε στην Ιταλία.
«Η Λίλα αγαπά τα χαλασμένα, τα φθαρμένα, τα παλιωμένα ντεκόρ», έλεγε ο μεγάλος Άγγλος χορογράφος Φρέντερικ Άστον. Πήγαινε και μάζευε παλιά υφάσματα στα παζάρια του Παρισιού, φτιάχνοντας κοστούμια ρομαντικά, που φανέρωναν την περασμένη τους ζωή. Στη Μεγάλη Βρετανία συνεργάστηκε κυρίως με τον Πίτερ Χολ σε τέσσερα έργα του Σαίξπηρ στο Στράτφορντ την περίοδο 1957-1961, αλλά και με τη Μαργκότ Φοντέιν στο Κόβεντ Γκάρντεν, με τον Λόρενς Ολίβιε στο National Theatre, με τον Τζον Γκίλγουντ και τον Τσαρλς Λότον.
Παθιασμένη και αφοσιωμένη ευλαβικά στην τέχνη της, ζωγράφιζε η ίδια τα φόντα των σκηνικών της. Ο θρύλος λέει πως δούλευε μόνη και ανενόχλητη μέσα στη νύχτα όταν όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. Μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968 αποφάσισε να εγκαταλείψει το θέατρο και να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, έχοντας εργαστεί μόνο είκοσι χρόνια στον χώρο του μεγάλου θεάματος. Ιδρύει μαζί με τον Τσαρούχη στην οδό Saint-Honoré την Accademia, μια σχολή ζωγραφικής χωρίς δίδακτρα, όπου οι νέοι ζωγράφοι ήταν καλοδεχούμενοι να διδαχτούν δίπλα τους τα μυστικά της τέχνης τους. Στις αρχές του 1970 ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ τής έκανε δυο εξαιρετικά πορτρέτα. Απορρίπτοντας κάθε έννοια πολυτέλειας και ματαιοδοξίας, η Ντε Νόμπιλι απεχθανόταν τη δημοσιότητα, ζούσε με ελάχιστα, κυκλοφορώντας με φτωχικά ρούχα, με αποτέλεσμα συχνά να την περνούν για κλοσάρ. Για να την αφήσει ο θυρωρός να μπει σε ένα πάρτι που έκανε ο Νουρέγιεφ, χρειάστηκε να βγει ο ίδιος ο χορευτής στην είσοδο της οικίας του, σηκώνοντάς τη στα χέρια του και αποθεώνοντάς τη. Η μοναδική της απασχόληση μέχρι το τέλος ήταν η ζωγραφική. Πέθανε στα 85 της, στις 19 Φεβρουαρίου 2002, αφήνοντας πίσω της λίγες λέξεις: «Όχι νεκρολογίες, ούτε λουλούδια».