Τολμηρή γλώσσα, μοντέρνα γραφή και επίκαιροι προβληματισμοί: κάπως έτσι μπορεί να συνοψίσει κανείς το «Πέρα από τη συναίνεση», το ντεμπούτο του Ευάρεστου Πιμπλή στη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή. Σε μια εποχή όπου το #MeToo έχει αναδιαμορφώσει τον δημόσιο διάλογο γύρω από τη σεξουαλικότητα, τη βία και τα όρια της συναίνεσης, ο Πιμπλής επιλέγει να μην ακολουθήσει απλώς τη συζήτηση αλλά να την αμφισβητήσει. Με ύφος αιχμηρό, πολιτικό και ταυτόχρονα βαθιά προσωπικό, εξερευνά τις αντιφάσεις της επιθυμίας και τις σκιές που συχνά κρύβονται πίσω από τη ρητορική της προόδου.
Συζητήσαμε, εγώ από την Αθήνα και εκείνος από το φωτεινό, επιμελημένο διαμέρισμά του στο Παρίσι, όπου ζει, γράφει και εργάζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Από την αρχή φαινόταν πως για τον Πιμπλή η λογοτεχνία δεν λειτουργεί ως καταφύγιο, αλλά ως εργαλείο αναστοχασμού, ένα πεδίο όπου μπορεί να διατυπώσει τα ενοχλητικά ερωτήματα που συχνά οι περισσότεροι αποφεύγουν. Η γραφή του, άλλοτε κοφτερή και άλλοτε κυνική, φωτίζει τα όρια της ταυτότητας φύλου, την ένταση μεταξύ φαντασίωσης και κοινωνικών κανόνων, καθώς και τις αδιόρατες πιέσεις που διαμορφώνουν την επιθυμία στη σύγχρονη εποχή.
Νεότερος, ήθελα πάση θυσία να είμαι ένα αγόρι όπως όλα τ’ άλλα. Σήμερα, βιώνω την ανδρική μου ταυτότητα όπως το επιθυμώ. Ιδεατά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει μία μοναδική απάντηση στο τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
Στη συζήτηση που ακολουθεί, μιλά χωρίς υπεκφυγές για τα τυφλά σημεία της δημόσιας σφαίρας, για τη βία μέσα στη φαντασίωση και τον νέο πουριτανισμό που αναδύεται σε πολλά ψηφιακά περιβάλλοντα. Αναφέρεται στην Gen Z και στον τρόπο με τον οποίο διαβάζει ή αντιστέκεται σε ιστορίες σαν αυτή των ηρώων του. Και, με μια ηρεμία που προδίδει αυτοπεποίθηση, μοιράζεται σκέψεις για τη ζωή στη Γαλλία, για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το βίωμα από τη μυθοπλασία, για την ευθραυστότητα της ηδονής στην εποχή των social media αλλά και για το τι σημαίνει σήμερα να είσαι άνδρας.
— Το βιβλίο του Ευάρεστου Μπιμπλή, Πέρα από τη συναίνεση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να γράψεις ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται «πέρα» από τη συναίνεση, σε μια εποχή όπου το #MeToo θεωρητικά έχει κερδίσει το στοίχημα; Τι σου έλειπε από τη δημόσια συζήτηση;
Στον τομέα της σεξουαλικότητας, η δημόσια συζήτηση σήμερα επικεντρώνεται στην έννοια της συναίνεσης. Μετά το #MeToo, πολλές χώρες την ενσωμάτωσαν στη νομοθεσία τους: η Ελλάδα το 2019, η Γαλλία φέτος. Στο μυθιστόρημά μου, ξεκινάω από την υπόθεση ότι το 2032 η κοινωνία θα έχει διαποτιστεί από μια κουλτούρα της συναίνεσης και ότι το #MeToo θα έχει κερδίσει το κύριο στοίχημά του. Ωστόσο, η δημοσιοποίηση μιας βίαιης αλλά συναινετικής σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο ανδρών, του Ενζό και του Εμίλ, διαταράσσει την κοινωνία. Στη νεότερη πολιτική σκέψη, η συναίνεση στην αποξένωση από ορισμένες επιθυμίες αποτελεί τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου. Στη σεξουαλικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Θεωρητικά, όταν το άτομο συναινεί, αποδέχεται την ελεύθερη έκφραση των επιθυμιών. Η περίπτωση του Ενζό και του Εμίλ αποκαλύπτει όμως την επιρροή που μπορούν να ασκούν τα κοινωνικά πρότυπα στη διαμόρφωση της επιθυμίας. Συνεπώς, η ίδια η συναίνεση μπορεί να φανεί προβληματική. Αυτό το παράδοξο θέλησα να διερευνήσω.
— Πολλοί μιλούν για έναν «νέο πουριτανισμό» που γεννήθηκε μέσα από προοδευτικά κινήματα. Θεωρείς ότι η εποχή μας είναι πιο συντηρητική απ’ όσο θέλει να παραδέχεται;
Πρόκειται για μεροληπτική συζήτηση. Αν και η εποχή μας δεν μπορεί να αποφύγει εντελώς κάποιους πειρασμούς λογοκρισίας, δεν είναι πουριτανική. Τα θέματα που υποτίθεται ότι προσβάλλουν την ηθική συζητούνται δημόσια. Η συνομιλία μας το αποδεικνύει. Πίσω από την αναβίωση της λέξης «πουριτανισμός», κρύβεται ένα βαθύτερο πρόβλημα: μια ολοένα και μεγαλύτερη δυσπιστία μεταξύ μας. Στο βιβλίο, ο Ενζό ισχυρίζεται ότι τα χρόνια του #ΜeΤοο ο φόβος της δημόσιας αισχύνης τον παρέλυε και έτσι δεν συναναστρεφόταν πια με γυναίκες. Η δυσπιστία αυτή φέρει εντός της τη σύγχυση των πολιτικών σημείων αναφοράς. Ο πουριτανισμός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εργαλειοποιείται πλέον από εκείνους που παραδοσιακά κατηγορούνταν γι’ αυτόν, προκειμένου να αντιστρέψουν το βάρος της απόδειξης. Το ίδιο συμβαίνει και με τα επιτεύγματα των προοδευτικών κινημάτων. Σήμερα διεκδικούνται από τους ίδιους που κάποτε τα πολεμούσαν. Η σύγχυση αυτή μάς εμποδίζει να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα για να κατανοήσουμε τι μας διχάζει και τι μας ενώνει.
— Η σχέση του Ενζό και του Εμίλ είναι απόλυτα συναινετική, αλλά περιστρέφεται γύρω από τη βία. Πώς ορίζεις εσύ τα όρια ανάμεσα στη φαντασίωση, την επιθυμία και την πραγματική κακοποίηση;
Θέτω ένα σαφές εννοιολογικό όριο μεταξύ του «συναινώ» και του «δεν συναινώ». Η μυθοπλασία που προτείνω δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι η μη συναινετική βία παραμένει πανταχού παρούσα και πρέπει να καταπολεμάται ακατάπαυστα. Ωστόσο, η επιθυμία για βία, τόσο στο να την ασκεί κανείς όσο και στο να την υφίσταται, είναι πραγματικότητα. Νομίζω πως, γνωρίζοντάς την, αρκετοί άνθρωποι, όπως και ο Εμίλ στο βιβλίο, αναρωτιούνται γιατί, ενώ το ζήτημα της κακοποίησης θεωρείται πολιτικό, η φαντασίωση και η επιθυμία θεωρούνται απολύτως προσωπικά ζητήματα.
— Πώς πιστεύεις ότι θα αντιδρούσε η Gen Z σε μια σχέση όπως αυτή του Ενζό και του Εμίλ; Με κατανόηση ή με καταγγελία;
Δεν μου αρέσει να θεωρώ μια γενιά ως ένα ομοιογενές σύνολο. Η ομοιομορφία γεννά την τυραννία. Αν μια ανάλογη σχέση γινόταν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, οι αντιδράσεις θα ήταν ποικίλες. Σε έναν νέο κοινωνικό διάλογο, ο καθένας σκέφτεται αρχικά ανάλογα με τις ιδέες του, το πολιτισμικό του υπόβαθρο και τα δόγματά του. Αυτός ο πλουραλισμός είναι υγιής. Ελπίζω μόνο πως η γενιά μας δεν έχει χάσει την όρεξη να αναστοχάζεται ώστε να συμφωνεί ειρηνικά πάνω σε κοινές δίκαιες αρχές.
— Ο Ενζό ενσαρκώνει μια συντηρητική ανδροπρέπεια, ενώ ο Εμίλ μια κουίρ ταυτότητα. Γιατί διάλεξες τόσο «αντίθετους» πόλους; Ήθελες να τους φέρεις σε ακραία σύγκρουση ή σε απρόσμενη συνάντηση;
Επέλεξα δύο χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν την πόλωση των κοινωνιών μας, με τον κίνδυνο να φανεί αυτό καρικατούρα – ελπίζω να το απέφυγα. Ήθελα να εξετάσω τη σχέση που μπορεί να αναπτύξει ένα άτομο με τον αντίθετο πόλο, ταυτόχρονα ως αντικείμενο αποστροφής και επιθυμίας.
— Πιστεύεις ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να συζητήσει ανοιχτά τον ρόλο της βίας στη σεξουαλική φαντασίωση ή παραμένει ένα ταμπού που όλοι προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει;
Νομίζω πως ναι, είναι ταμπού. Αλλά όταν βλέπω πόσο εύκολα συζητάμε δημόσια για τη βία στον κόσμο, αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο δύσκολο να μιλήσουμε για την πιο μύχια βία. Πιστεύω ότι η ιστορία του Ενζό και του Εμίλ μπορεί να αποδυναμώσει αυτό το ταμπού, διότι μας μιλάει για κάτι το οικουμενικό. Είναι από αυτές τις ιστορίες που όλοι αποκρύπτουν, μέχρι την ημέρα που κάποιος τολμά να μιλήσει.
— Τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα; Και πόσο σε απασχολεί η ταυτότητα φύλου;
Νεότερος, ήθελα πάση θυσία να είμαι ένα αγόρι όπως όλα τ’ άλλα. Σήμερα, βιώνω την ανδρική μου ταυτότητα όπως το επιθυμώ. Ιδεατά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει μία μοναδική απάντηση στο τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα. Όμως δεν έχει επικρατήσει αυτή η αντίληψη. Όπως ο Ενζό, πολλοί νέοι άνδρες αναδιπλώνονται σε μια παγιωμένη ταυτότητα, καθώς τους αποπροσανατόλισε η δυναμική ισότητας των φύλων που έφερε το #MeToo. Η επιτυχία προσώπων όπως ο εκλιπών Charlie Kirk το αποδεικνύει.
— Γράφεις στο βιβλίο ότι η ηδονή σήμερα τρομάζει. Το πιστεύεις; Και γιατί;
Ναι, το πιστεύω. Η ηδονή τρομάζει με ένα σωρό τρόπους. Αποκαλύπτει πράγματα για τους ίδιους μας τους εαυτούς που δεν θέλουμε να τα πολυβλέπουμε και που μας προκαλούν κατόπιν αισθήματα ντροπής. Επίσης, όταν μοιράζεται με άλλον, η ηδονή μάς καθιστά ευάλωτους. Απαιτεί μια εμπιστοσύνη που φοβόμαστε να παραχωρήσουμε. Γιατί σήμερα, το κάλεσμα της ηδονής μοιάζει να είναι απερισκεψία. Τα ίχνη που αφήνει η ψηφιακή μας δραστηριότητα ενισχύουν τον φόβο, και όχι άδικα. Σε ορισμένες χώρες αυτά τα ίχνη χρησιμοποιούνται για να καταδικάζονται άνθρωποι σε εκτέλεση λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού.
— Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του βιβλίου. Πιστεύεις ότι σήμερα οι άνθρωποι ερωτεύονται, επιθυμούν ή καταδικάζουν περισσότερο διαδικτυακά παρά στην πραγματική ζωή;
Στο βιβλίο μου, μέσα από αυτόν τον τρίτο πρωταγωνιστή, αποκτά υπόσταση η αποκέντρωση του δημόσιου λόγου που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα. Ο καθένας μπορεί πλέον να εισφέρει μια φωνή που να θεωρηθεί έγκυρη και να συγκεντρώσει τη μιντιακή προσοχή. Η εικονικότητα δεν υποκαθιστά την πραγματικότητα, αλλά την επεκτείνει και τη μεταμορφώνει. Αυτή η μετασχηματιστική δύναμη τοποθετεί τον ψηφιακό λόγο στο επίκεντρο του παιχνιδιού, ακόμη και στη λογοτεχνία. Έτσι, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ένα διαδικτυακό κοινωνικό κίνημα, το #BeyondConsent, αναπτύσσεται μέσα από ένα σύνολο μικρών αφηγήσεων που συνεισφέρουν στη μεγάλη αφήγηση.
— Θα ήθελα να σε προκαλέσω: πιστεύεις ότι η κουλτούρα της συναίνεσης μπορεί τελικά να περιορίζει την επιθυμία; Ή αυτό είναι μια επικίνδυνη, παρεξηγήσιμη σκέψη;
Όταν μιλάμε για κουλτούρα της συναίνεσης, εννοούμε την εμπέδωση της ιδέας ότι, στον τομέα της σεξουαλικότητας, πάντα πρέπει να εκφράζεται και να γίνεται απόλυτα σεβαστή η συναίνεση. Η κουλτούρα αυτή δεν απαγορεύει καμία επιθυμία. Αντιθέτως, χτίζοντας εμπιστοσύνη, επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση των επιθυμιών. Πιστεύω, και επιδίωξα να το δείξω στο βιβλίο, ότι ο αναστοχασμός πάνω στη δική μας επιθυμία δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, ούτε να οδηγεί σε κριτική της επιθυμίας των άλλων ούτε να υπαγορεύει τον περιορισμό της.
— Πόσο αυτοβιογραφικά στοιχεία κρύβονται πίσω από τη γραφή σου;
Θα μπορούσα να περάσω ώρες αφηγούμενος το αυτοβιογραφικό στοιχείο της μίας ή της άλλης παραγράφου. Αλλά δεν έχει καμία σημασία. Πιστεύω πως η καθαρά αυτοβιογραφική λογοτεχνία έχει κάνει τον κύκλο της. Εγώ προτείνω μια μυθοπλαστική λογοτεχνία που ενσωματώνει την αυτοβιογράφηση μέσα σε μια συλλογική αφήγηση, όπου το «εγώ» είναι πολλαπλό.
— Επίσης, χρησιμοποιείς μια τολμηρή γλώσσα. Πόσο σε δυσκόλεψε αυτό ή πόσο συνειδητά έγινε;
Η γλώσσα του βιβλίου είναι η γλώσσα των πρωταγωνιστών του. Είναι διαποτισμένη από τη γλώσσα της εποχής μας, όπως και από την προτίμησή της στη συντομία, στην ευθύτητα και στον αντιπαραθετικό λόγο. Όταν μιλάμε για τολμηρή γλώσσα, πιθανόν σκεφτόμαστε πρώτα την ωμή, βίαιη και αφιλτράριστη γλώσσα του Ενζό. Στην πραγματικότητα, είναι σήμερα περισσότερο κοινότοπη παρά τολμηρή, καθώς εκφέρεται μέχρι και από στόματα κυβερνώντων. Προτιμώ να συνδέσω με τη λέξη τόλμη τη γλώσσα του Εμίλ, μια γλώσσα αποχρώσεων που δεν υποκύπτει στην απλούστευση.
— Ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή που έχεις αντιμετωπίσει;
Τρομακτική ερώτηση! Στη ζωή, αυτό που βρίσκω πιο δύσκολο είναι όταν τελειώνει κάτι που έχει φέρει ευτυχία. Στο κείμενο, ήταν το να περιγράψω την ετερότητα με ακρίβεια.
— Πώς είναι η ζωή στη Γαλλία;
Η ζωή μου στη Γαλλία είναι όμορφη. Στο Παρίσι βρήκα την αγάπη, τη φιλία και μια μορφή πνευματικής ολοκλήρωσης. Αλλά η πιθανότητα μιας επιστροφής στην Αθήνα παραμένει μια εξίσου όμορφη προοπτική. Είμαι χαρούμενος που αυτό το μυθιστόρημα μου επιτρέπει να αρχίσω να τη χτίζω.
— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
Για μένα, το νόημα της λέξης «αγαπημένοι» είναι ρευστό. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, εμπνεύστηκα από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο οι Ανί Ερνό, Μαργκερίτ Ντιράς, Τζέιμς Μπόλντουιν, Ελφρίντε Γέλινεκ, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Βιρζινί Ντεπάντ, Μισέλ Ουελμπέκ, Εντουάρ Λουί, Ερβέ Γκιμπέρ, Καταρίνα Βόλκμερ ή και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Όλοι διαφορετικοί, αλλά όλοι συγγραφείς ρήξης, στις επιλογές θεμάτων, τεχνοτροπίας, γλώσσας, που σκιαγραφούν, συνειδητά ή μη, μια πολιτική όψη της μυχιότητας. Οι προσεκτικοί αναγνώστες σίγουρα θα βρουν, σκόρπιες στο μυθιστόρημα, αναφορές σε κάποια από τα σημαντικότερα για μένα λογοτεχνικά έργα.
— Και τι σημαίνει για σένα το γράψιμο;
Το γράψιμο επιτρέπει την πρόσβαση σε μια μορφή παντογνωσίας, επιτρέπει να ξεφεύγουμε από τον εαυτό μας και να αποδεχόμαστε την υποκειμενικότητα ενός άλλου, ακόμα κι αν αυτός μας προκαλεί αποστροφή. Επίσης, παράγει ένα σύνολο λέξεων οι οποίες, όσο εκρηκτικές κι αν είναι, εκρήγνυνται μόνο στο μυαλό του αναγνώστη, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να ασκεί επίδραση στον κόσμο. Είμαι υποστηρικτής μιας πολιτικής της λογοτεχνίας, για μια κοινωνία που γράφει, που διαβάζει και που, έτσι, επαναδημιουργείται.
— Πόσο σε έχει επηρεάσει το γεγονός ότι εργάζεσαι στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας;
Καθόλου σε αυτό το βιβλίο, εκτός από το ότι μου επέτρεψε να πληρώνω το ενοίκιο και να συνεχίζω να γράφω. Αλλά για το επόμενο, που το έχω ήδη προχωρήσει αρκετά, η βιβλιοθήκη αποτελεί ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Κάτι μου προκαλεί, κάθε μέρα, το να δουλεύω σ’ έναν χώρο όπου φυλάσσεται όλη η γνώση του κόσμου, όπου διαφυλάσσουμε το παρελθόν μας για να διαφυλάξουμε το μέλλον από τους κινδύνους του παρόντος.
— Είναι τυχεροί οι άνθρωποι που έχουν κάτι να διηγηθούν;
Δεν έχει άραγε ο καθένας κάτι να διηγηθεί; Πιστεύω ότι τυχεροί είναι περισσότερο αυτοί που μπορούν να ακούνε: το άτομο που κάθεται δίπλα τους στα μέσα μεταφοράς –εγώ φαίνεται πως τραβάω σαν μαγνήτης τον λόγο των άλλων μέσα σε αυτά–, το γειτονικό τραπέζι στο καφέ, όσες αφηγήσεις μάς είναι ξένες. Όσον αφορά τη δημιουργία, τη μορφοποίηση της αφήγησης, η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι για να γράψει μια γυναίκα χρειάζεται ένα δικό της δωμάτιο κι ένα εισόδημα 500 λιρών. Αυτό ισχύει για όλους. Για να δημιουργήσει κανείς, χρειάζεται χρόνο και καλές συνθήκες εργασίας. Διότι η δημιουργία είναι μια ατέρμονη εργασία.
— Μια δυνατή ανάμνηση από ένα βράδυ στο κέντρο της πόλης;
Μια βραδιά στην αυλή του καφενείου Sabir, στο Μεταξουργείο, με τρεις φίλες. Ήταν πριν από τέσσερα χρόνια και θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια, παρά το αλκοόλ που έρρεε. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει από ευτυχία, την ευτυχία που προκαλεί κάποια βράδια η φιλία που μπερδεύεται με την αγάπη.
— Πώς κατακτά κάποιος το δικαίωμα να ζει όπως θέλει;
Μη ξεχνώντας ποτέ ότι δεν είναι μόνος.