ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ άλλα παράγωγα της σύγχρονης εποχής της τεχνολογίας –οι μηχανές αναζήτησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ίντερνετ το ίδιο– έτσι και το Airbnb ξεκίνησε περίπου ως μια καινοτόμος και ρομαντική ιδέα που θα προωθούσε την οικουμενικότητα και την αλληλεπίδραση, καθιστώντας τη διαμονή ενός επισκέπτη σε κάποιο μέρος όχι μόνο πιο οικονομική αλλά και πιο «αυθεντική».
Αντί να πας σε κάποιο απρόσωπο και υπερτιμημένο ξενοδοχείο σαν αποξενωμένος τουρίστας, μπορούσες να μείνεις σε ένα αληθινό σπίτι, μαζί με ντόπιους που θα σου έδιναν και τα σωστά tips για τις εξορμήσεις σου. Μια «σπιτική» και local εμπειρία που θα σε ανέβαζε αυτομάτως στο επίπεδο του «παλιού», του γνώστη, του insider, και συγχρόνως ένα deal που έμοιαζε επικερδές για όλους, εκτός ίσως από τα ξενοδοχεία.
Το «Airbnb» έγινε συνώνυμο του υπερτουρισμού, του gentrification, της εκτίναξης των ενοικίων, της στεγαστικής κρίσης, της άλωσης ολόκληρων γειτονιών.
Αθώες εποχές, που μοιάζουν να ανήκουν στον προηγούμενο αιώνα, παρότι μιλάμε μόνο για καμιά δεκαετία πριν. Σήμερα, η πλατφόρμα είναι ένας υπερθυρεοειδικός κολοσσός, τα περισσότερα Airbnb είναι σαν ξενοδοχεία και οι ντόπιοι απουσιάζουν τελείως από την «εμπειρία». Πριν από μερικούς μήνες, μάλιστα, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι οι χρήστες της μπορούν πλέον, μέσω των ανασχεδιασμένων εφαρμογών της πλατφόρμας, να «κλείνουν» εκ των προτέρων μια σειρά από έξτρα υπηρεσίες, όπως προσωπικό γυμναστή, μασέρ, μακιγιέρ ή σεφ.
Το «Airbnb» έγινε συνώνυμο του υπερτουρισμού, του gentrification, της εκτίναξης των ενοικίων, της στεγαστικής κρίσης, της άλωσης ολόκληρων γειτονιών. Ο ήχος από τις «ερπύστριες» των τροχήλατων αποσκευών είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους και τους πιο δυσοίωνους στα κέντρα σύγχρονων μεγαλουπόλεων, όπως η Αθήνα.
Και η απαγόρευση λειτουργίας νέων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στο κέντρο της Αθήνας από τις αρχές του 2025 φέρεται να φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, σύμφωνα με χθεσινό άρθρο της «Καθημερινής», καθώς ο αριθμός των καταχωρισμένων καταλυμάτων σε ψηφιακές πλατφόρμες αυξήθηκε κατά 5% στο κέντρο της Αθήνας από τις αρχές του 2025 και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Στην Κυψέλη, που τεχνικά βρίσκεται εκτός κέντρου, η αύξηση εκτοξεύτηκε στο 17%.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και για ακόμα περισσότερους, συμβολικούς και συναισθηματικούς κυρίως, προξένησε τόσο αλγεινή εντύπωση σε τόσο πολύ κόσμο η ανακοίνωση της χρηματοδότησης του δήμου Αθηναίων από την εταιρεία για την ανάπλαση του Λυκαβηττού. «Πάει κι ο Λυκαβηττός» ήταν η αυθόρμητη αντίδραση. Υπερβολική ίσως, αλλά εύλογη και νηφάλια, συγκριτικά τουλάχιστον με πιο αγοραίες αντιδράσεις («σε λίγο θα κάνουν Airbnb και την Ακρόπολη») που κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί επί του θέματος. Και η απογοήτευση γίνεται ακόμα πιο έντονη αν συγκρίνει κανείς την «υποτελή» στάση της Αθήνας με τους αυστηρότατους περιορισμούς που έχουν υιοθετήσει άλλες επιφανείς μητροπόλεις, από τη Βαρκελώνη ως τη Νέα Υόρκη, στην εξάπλωση της βραχυπρόθεσμης «λαίλαπας».