«Η ΕΡΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΠΟΔΙΑ». Έτσι αποκαλούσαν την Έρση Σωτηροπούλου στη γενέτειρά της, την Πάτρα, μια πόλη που η ίδια λάτρευε να μισεί για πολύ καιρό και την οποία εγκατέλειψε τρέχοντας στα δεκαοχτώ της. Κορίτσι καλής οικογενείας, γαλουχημένο με Έλιοτ, Μποντλέρ και Σαρτρ, ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με τον συντηρητισμό του περιβάλλοντός της, συλλέγοντας τις απανωτές αποβολές σαν εύσημα.
Εξεγερμένος ήταν κάποτε κι ο Άρης Παυλόπουλος, ο ήρωας του μυθιστορήματός της «Δαμάζοντας το κτήνος» που επανεκδίδεται από τον Πατάκη. Ένας αριστεριστής με ποιητικές φιλοδοξίες και αγωνιστικές περγαμηνές επί χούντας, ως φοιτητής εξωτερικού, ο οποίος κατέληξε χρυσοπληρωμένος σύμβουλος υπουργού ενός κόμματος με τριτοκοσμικό προφίλ και παραδόθηκε στην κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας.
Βολεμένος πλάι στην όμορφη Ιταλίδα σύζυγό του, κι ας μην την ποθεί πια, απομακρυσμένος από τον ευαίσθητο γιο του που συναναστρέφεται φρικιά, αποξενωμένος από την αλκοολική μητέρα του που αργοπεθαίνει συντροφιά με ήρωες από σαπουνόπερες, τονωμένος από την ερωτική του σχέση με μια νεαρή χυμώδη δημοσιογράφο και κολακευμένος από το συγγραφικό σινάφι που του ετοιμάζει μια τιμητική βραδιά, ο Άρης Παυλόπουλος, στα πενήντα του, και με τη θέση του στο υπουργείο να τρίζει, κοιτάζοντας στον καθρέφτη δεν βλέπει παρά έναν άντρα «άπληστο, γυμνό, φοβισμένο». Έναν άντρα που ετοιμάζεται να γαντζωθεί ξανά από την πάλη με τις λέξεις, μήπως και υπερβεί την υπαρξιακή του κρίση.
Ο πρωταγωνιστής τού «Δαμάζοντας το κτήνος» ούτε διεφθαρμένος είναι ούτε ακριβώς μαλάκας, όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του τις στιγμές που αυτομαστιγώνεται. «Εγώ θα τον ερωτευόμουν στο άψε σβήσε», ομολογεί η Έρση Σωτηροπούλου.
Ο πρωταγωνιστής τού «Δαμάζοντας το κτήνος» ούτε διεφθαρμένος είναι ούτε ακριβώς μαλάκας, όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του τις στιγμές που αυτομαστιγώνεται. «Εγώ θα τον ερωτευόμουν στο άψε σβήσε», ομολογούσε η Σωτηροπούλου, χαμογελώντας, παραμονές της πρώτης έκδοσης του βιβλίου. «Όσο προχωρούσα το γράψιμο, τόσο ταυτιζόμουν μαζί του. Η αγωνία του είναι και δική μου. Σιγά σιγά ωριμάζει. Ωριμάζει γράφοντας, κι αυτό που γράφει είναι πολύ διαφωτιστικό για τον ίδιο».
Η αρχική ιδέα του βιβλίου της, καθώς και τα πρώτα του κεφάλαια, ήταν δουλεμένα προτού ακόμη εκδοθεί το βραβευμένο –και κυνηγημένο, ας μην το ξεχνάμε– «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» (1999). Άλλαξε κάτι μέσα της στο μεσοδιάστημα; «Όντως, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία μου. Αλλά η επιτυχία δεν δίνει καμιά σιγουριά για τα επόμενα βήματα. Μια ένεση είναι για να επιμείνεις. Ο πυρήνας της σύλληψης τού "Δαμάζοντας το κτήνος" ήταν και παρέμεινε υπαρξιακός. Μιλώ για τις ανεπαίσθητες αλλαγές που συμβαίνουν με το πέρασμα της ηλικίας. Πώς αλλάζει κανείς σταδιακά, πώς γίνεται συμβατικός σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του. Στη διάρκεια αυτής της εξέλιξης, οι βραχυπρόθεσμες επιλογές είναι συνειδητές, η συσσώρευσή τους όμως διαμορφώνει τον χαρακτήρα».
Πολλά από τα χαρακτηριστικά του ήρωά της είναι δανεισμένα από εκπροσώπους της γενιάς της, τους οποίους γνώρισε και συναναστράφηκε: «Το πολύ αντιπροσωπευτικό, όμως, μπορεί να γίνει και μοναδικό. Το προτσές αντιστρέφεται». Οικεία τής είναι και όλα τα μέλη του θιάσου που περιστοιχίζουν τον Άρη. Η παραμελημένη του σύζυγος, η τόσο ταλαντούχα στο να στήνει ωραίες ατμόσφαιρες, ενώ βιώνει το απόλυτο κενό· ο αφελής γιος του, που δηλώνει σπαραχτικά την ανάγκη του για ένα στήριγμα· ο καταλύτης της όλης ιστορίας, ο νεαρός Σπίθας, ένας τύπος «λούμπεν, περιθωριακός, χωρίς συγκεκριμένους στόχους, αλλά καλλιεργημένος με τον τρόπο του και τρυφερός». Από τη μεριά της, δεν οικτίρει κανέναν, κι ας τους εμπλέκει όλους σε μια τραγωδία. «Η μόνη που λυπάμαι είναι η γιαγιά. Παλιότερα σκεφτόμουν τα γηρατειά σαν ένα είδος λιμανιού και αρμονίας, σαν τη λευκή εποχή μιας ευγενικής ισορροπίας. Έχω πλέον αντιληφθεί ότι αυτό δεν συμβαίνει. Στα γεράματα γραπώνεται κανείς από τη ζωή με λύσσα και απληστία. Οι επιθυμίες του είναι ακόμα πιο έντονες».
Υπήρχαν κι άλλα που είχε συνειδητοποιήσει η ίδια έπειτα από δύο γάμους, δύο παιδιά, πολλά ταξίδια και σχεδόν μια ντουζίνα βιβλία. Όπως ότι η δική της καθημερινότητα «αποκλείει πλέον τις εκπλήξεις», ότι για κείνην «πάθος υπάρχει μόνο στη συγγραφή», ότι ο έρωτας, που δεν έπαψε ποτέ να την απασχολεί, μοιάζει τώρα προβληματικός: «Όσο λιγότερο επιθυμητός γίνεσαι μεγαλώνοντας, τόσο περισσότερο δυσκολεύεσαι να ερωτευτείς. Δεν είναι φρίκη;».
Το «Δαμάζοντας το κτήνος» είναι κατά κάποιον τρόπο χτισμένο πάνω σε μια «τρομερά έντονη εικόνα: της μοναξιάς που μοιράζονται πολλοί άνθρωποι μαζί». Ένιωσε άραγε ποτέ πως ενέδωσε στη «συναλλαγή», όπως ο ήρωάς της; «Η συναλλαγή μπορεί να γίνει και μ’ ένα “καλημέρα”, δείχνοντας εγκαρδιότητα σε κάποιον που δεν εκτιμάς. Υπάρχει πιο διαπεραστική δωροδοκία από την κολακεία; Ελπίζω ότι από τη μεριά μου δεν το κάνω πέραν της τυπικής ευγένειας».
ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΠΡΟΠΑΡΑΓΓΕΙΛΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΡΣΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΔΩ