— Πιστεύετε ότι ο στόχος του 1,5 βαθμού έχει πλέον ουσιαστικά χαθεί ή υπάρχει ακόμη περιθώριο ανατροπής μέσω πιο ριζικών πολιτικών;
Αν δεν πίστευα ότι μπορούμε να πετύχουμε ορισμένα πράγματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ασχολούμαι τόσο συστηματικά με αυτό το αντικείμενο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απογοητεύομαι κάθε φορά με τη συνολική συμπεριφορά που επιδεικνύει η ανθρωπότητα απέναντι στο φαινόμενο – συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου. Δεν νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας –τουλάχιστον μέσα στο σύστημα στο οποίο ζούμε– ώστε να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα που θα επέβαλλε η μείωση της ταχύτητας αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της Γης. Είναι δεδομένο ότι ο στόχος του 1,5 βαθμού για το προβλέψιμο μέλλον δεν θα επιτευχθεί, καθώς οι συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν μειώνονται. Το ζήτημα πλέον είναι εάν θα επιτευχθεί να μειωθούν κάποια στιγμή στο –άμεσο ελπίζουμε– μέλλον. Όσο για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν για την επίτευξη του στόχου συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό, θα έλεγα ότι δεν χρειαζόμαστε πιο ριζικές πολιτικές, αλλά να εφαρμόσουμε τις ήδη υπάρχουσες με συνέπεια και συνέχεια. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο στο σημερινό παγκόσμιο σύστημα είναι αδύνατο, τόσο στον λεγόμενο δυτικό κόσμο που αμφιταλαντεύεται, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο που προσπαθεί να αναπτυχθεί στα πρότυπα του δυτικού – που, αν το σκεφτούμε καλά, είναι και δικαίωμά του.
Για την COP30, δυστυχώς, τα δεδομένα δεν είναι καλά. Γίνεται σε μια πόλη του Αμαζονίου που, για να φιλοξενήσει τη διάσκεψη, αποψίλωσε μέρος του δάσους, όταν αναμένεται να συζητηθούν κατά τη διάρκεια της COP30 δράσεις κατά της αποψίλωσης.
— Πώς εξηγείτε τις διαρκείς αντιστάσεις σε τομείς όπως οι μεταφορές, παρότι θεωρούνται κρίσιμοι για τη μείωση των εκπομπών;
Οι αντιστάσεις θεωρώ ότι είναι παρόμοιες σε όλους τους τομείς, απλώς οι διεθνείς μεταφορές (αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα) ξεχωρίζουν τα τελευταία χρόνια από ένα μάλλον δικό τους διπλωματικό λάθος, δηλαδή επειδή πέτυχαν να εξαιρεθούν από το διεθνές σύστημα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής όταν αυτό πρωτοφτιαχνόταν, πριν από 35 χρόνια.
Έτσι, η μετάβασή τους προς την κλιματική ουδετερότητα και η αντίστασή τους σε αυτήν λαμβάνουν πολύ περισσότερη δημόσια προσοχή απ’ ό,τι άλλοι τομείς. Οι αντιστάσεις αυτές θα έλεγα πως εξηγούνται από την απλή πραγματικότητα. Δεν έχουν βρεθεί αποτελεσματικοί τρόποι γι’ αυτή τη μετάβαση και, πιστεύω, ότι η «φασαρία» γύρω από το συγκεκριμένο θέμα και όλες οι σχετικές συζητήσεις γίνονται με σκοπό να στραφούν οι τεχνολογικές εξελίξεις προς μια πιο πράσινη κατεύθυνση γενικά. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε ακόμη δρόμο και, φυσικά, καμία αλλαγή δεν επετεύχθη χωρίς αντίσταση.
— Η COP30 στην Belém δέχεται ήδη κριτική για τις περιβαλλοντικές και οικονομικές της αντιφάσεις. Πόσο υπονομεύουν αυτοί οι συμβολισμοί την αξιοπιστία της παγκόσμιας κλιματικής διακυβέρνησης;
Θα ξεκινήσω με κάτι που λέει συχνά η «δασκάλα» μου, καθηγήτρια Εμμανουέλα Δούση: το διεθνές σύστημα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να έχουμε. Περιλαμβάνει όλες τις χώρες του κόσμου, οι οποίες συγκεντρώνονται μια φορά τον χρόνο γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και είναι υποχρεωμένες να συζητούν για ένα υπαρκτό πρόβλημα που χρειάζεται λύσεις. Δεν μπορεί όμως να περιμένουμε ότι όλες οι χώρες του κόσμου θα συμφωνούν. Ωστόσο, η Συμφωνία των Παρισίων, που ήταν το αποτέλεσμα της COP21, είναι μια καλή συμφωνία που λέει ακριβώς αυτό που πρέπει να γίνει για να καταπολεμηθεί το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι ότι δεν εφαρμόζεται.
Για την COP30, τώρα, δυστυχώς, τα δεδομένα δεν είναι καλά. Γίνεται σε μια πόλη του Αμαζονίου, που για να φιλοξενήσει τη διάσκεψη αποψίλωσε μέρος του δάσους, όταν αναμένεται να συζητηθούν κατά τη διάρκεια της COP30 δράσεις κατά της αποψίλωσης. Παράλληλα, η απουσία μεγάλων ρυπαντών, όπως οι ΗΠΑ, δημιουργεί ζητήματα νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας του όποιου αποτελέσματος. Αν αυτοί που προκαλούν το πρόβλημα δεν είναι μέρος της λύσης, τότε πώς θα προχωρήσουμε σε αποτελεσματική εφαρμογή όσων συμφωνηθούν και όσων έχουν συμφωνηθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια;
Δεν νομίζω ότι τέτοιου είδους συμβολισμοί υπονομεύουν υποχρεωτικά την παγκόσμια κλιματική διακυβέρνηση. Αυτό είναι θέμα μάρκετινγκ και επικοινωνίας που, νομίζω, παίζει έναν μικρό ρόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η υπονόμευσή της έρχεται από τη μη εφαρμογή πολιτικών μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η οποία είναι επίσημη υποχρέωση όλων. Έχουμε ένα δομικό πρόβλημα, το οποίο «βάζουμε κάτω από το χαλί» και κάνουμε ότι δεν υπάρχει. Φανταστείτε να έχετε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και να αφήνετε την αντιμετώπισή του για αργότερα. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα;
— Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα κενά συμμετοχής ή εκπροσώπησης που επαναλαμβάνονται στις COP και πώς επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων;
Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν κενά συμμετοχής ή εκπροσώπησης. Αντιθέτως, το διεθνές σύστημα λειτουργεί μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, τον οποίο τείνουμε να ξεχνάμε ή να παραβλέπουμε, άλλοτε εκουσίως άλλοτε ακουσίως, και να του αποδίδουμε ιδιότητες που δεν είχε ποτέ. Στις COPs, όπως σε κάθε επίσημη διεθνή διαπραγμάτευση, συμμετέχουν εκπρόσωποι κρατών και κυβερνήσεων – ή, έστω, μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα ψήφου και λήψης αποφάσεων. Στις COPs για το κλίμα, επομένως, από τη στιγμή που συμμετέχουν όλα τα κράτη του κόσμου, υπάρχει η σπάνια συνθήκη να βρίσκονται όλοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Θα πω κάτι ίσως αντισυμβατικό, αλλά έχω αρχίσει να βρίσκω ότι η υπέρμετρη δημοσιότητα και ο υπερβολικός αριθμός εκπροσώπων απ’ όλους τους τομείς και από χιλιάδες φορείς που ταξιδεύουν στις κλιματικές COP καταλήγουν να αποπροσανατολίζουν από το πραγματικό ζητούμενο, είτε επί τούτου είτε άθελά τους. Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι του λόμπι των ορυκτών καυσίμων προσπαθούν να παρεμποδίσουν την υιοθέτηση πιο αυστηρών κλιματικών μέτρων και στόχων. Από την άλλη, το να συζητείται η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος ή η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων από ομάδες που δεν εκπροσωπούν κρατικούς φορείς, είναι πιθανό να καθυστερεί την επί της ουσίας διαπραγμάτευση για το κλίμα.
Έχετε ακούσει πότε για την COP της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης ή της COP της Σύμβαση της Βασιλείας για τον Έλεγχο της Διασυνοριακής Διακίνησης Επικίνδυνων Αποβλήτων; Σχεδόν όλες, αν όχι όντως όλες, οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν να κάνουν με την ευρύτερη προστασία του περιβάλλοντος έχουν αντίστοιχες διαδικασίες, αλλά δημοσιότητα λαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά οι COP για το κλίμα. Γιατί; Γιατί η κλιματική αλλαγή έχει γίνει συνώνυμο της αλλαγής του τρόπου ζωής που πρέπει να επιτευχθεί για να καταπολεμηθεί η επιδείνωσή της, η οποία, με τη σειρά της, απειλεί τον σημερινό τρόπο ζωής.
Έτσι, στις κλιματικές COP συγκεντρώνονται κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι όμως δεν έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, παρά μόνο εμμέσως. Το θέμα που ανακύπτει εδώ είναι τι υποστηρίζουν οι άνθρωποι που έχουν και την περισσότερη έμμεση επιρροή. Ίσως ένα μικρότερο σχήμα COP ή ακόμη και μόνο τα κράτη, όπως προβλέπεται, θα είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, το λόμπι των ορυκτών καυσίμων είχε πει ότι εάν δεν μας αφήσετε να έρθουμε –κάτι που είχε συζητηθεί–, τότε κι εμείς δεν θα λαμβάνουμε καν υπόψιν μας τα αποτελέσματα και τα ζητούμενα των κλιματικών διαπραγματεύσεων. Φαίνεται, λοιπόν, στη φάση που βρισκόμαστε, ότι για να ξεκινήσει η επίλυση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, χρειαζόμαστε περισσότερη κρατική παρέμβαση.
— Βλέπετε κάποιο ρεαλιστικό μονοπάτι για να ενισχυθεί η πολιτική βούληση διεθνώς ή μπαίνουμε σε μια εποχή «διαχείρισης της απώλειας» αντί πρόληψης;
Νομίζω ότι η ερώτηση αυτή οδηγεί μόνο σε απαισιόδοξες απαντήσεις. Δεν φαίνεται να προσπαθούμε να διαχειριστούμε την απώλεια, αλλά περιμένουμε καρτερικά και αποσβολωμένοι την επόμενη καταστροφή. Για να μην κλείσουμε, όμως, έτσι, θα πω ότι η επιστημονική έρευνα μάς επέτρεψε να ανακαλύψουμε ένα πρόβλημα που προκάλεσε ο άνθρωπος στον πλανήτη έπειτα από περίπου 100 χρόνια (από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι και το 1980 που ξεκίνησαν οι επίσημες διεθνείς συζητήσεις για το κλίμα). Επομένως, πιστεύω ότι όλες αυτές οι προσπάθειες θα οδηγήσουν την επιστημονική έρευνα στην ανακάλυψη των τρόπων εκείνων που θα μας επιτρέψουν πρώτα να προσαρμοστούμε καλύτερα στην αλλαγή του κλίματος και έπειτα να αντιμετωπίσουμε την πηγή του προβλήματος. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι πολύ χρήσιμη η διαρκής ενασχόληση με την κλιματική αλλαγή και ίσως τελικά η δημοσιότητα που λαμβάνει να καταλήξει σε κάτι θετικό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO