ADVERTORIAL
H γλώσσα δεν μαθαίνεται από τις λέξεις, αλλά από την αλληλεπίδραση, με βλέμματα, αγγίγματα και παιχνίδι. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι γονείς απευθύνονται σε λογοθεραπευτές επειδή ανησυχούν γιατί το παιδί τους «δεν μιλάει ακόμα». Η καθυστέρηση λόγου αποτελεί πλέον ένα από τα πιο συχνά φαινόμενα στην προσχολική ηλικία· σύμφωνα με το National Institute on Deafness and other Communication Disorders (NIDCD) των ΗΠΑ, περίπου 1 στα 14 παιδιά εμφανίζει αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή, ενώ έως και 10% των παιδιών παρουσιάζει καθυστέρηση στην ομιλία.
Η λογοθεραπεύτρια Βάλια Μακρή από το Κέντρο Λογοθεραπείας Speakeasy επιβεβαιώνει ότι το φαινόμενο έχει αυξηθεί παγκοσμίως, ιδίως μετά την πανδημία. Όπως εξηγεί η ειδικός: «Η υπερβολική χρήση της οθόνης είναι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική ανάπτυξη». Πλήθος ερευνών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και του JAMA Pediatrics δείχνουν ότι όσο περισσότερο χρόνο περνούν τα παιδιά μπροστά σε οθόνες τόσο περιορίζονται οι ευκαιρίες τους για πραγματική αλληλεπίδραση, την περίοδο που γεννιέται και ωριμάζει η γλώσσα.
Η λογοθεραπευτική παρέμβαση είναι πολύτιμη όχι μόνο όταν υπάρχει δυσκολία αλλά και προληπτικά. Βοηθά το παιδί να ανακαλύψει τη φωνή του και τον γονιό να τη στηρίξει.
Τα τρία πρώτα χρόνια ζωής είναι καθοριστικά, καθώς ο εγκέφαλος αναπτύσσεται ραγδαία και χρειάζεται ήχους, πρόσωπα, διάλογο, παιχνίδι. Όταν η οθόνη αντικαθιστά τον γονέα, η επικοινωνία παύει να είναι «ζωντανή» και η ανάπτυξη του λόγου καθυστερεί. Όπως τονίζει η Βάλια Μακρή, η οθόνη δεν προκαλεί από μόνη της διαταραχή λόγου, απλώς μειώνει τις ευκαιρίες για τις φυσικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται η γλώσσα.
«Κλειδί» η επικοινωνία
Η πρόσφατη ανασκόπηση του περιοδικού «Brain Science» επιβεβαιώνει ότι η παρατεταμένη έκθεση σε οθόνες, κυρίως στα δύο πρώτα χρόνια, επηρεάζει αρνητικά τη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη, περιορίζοντας κατανόηση, λεξιλόγιο και κοινωνικές δεξιότητες. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όλα τα μέσα ίδια: η τηλεόραση θεωρείται το πιο παθητικό μέσο, ενώ τα tablets μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να γίνουν εργαλείο μάθησης, πάντα με τη συμμετοχή του γονέα.
Η «συν-παρακολούθηση», όπως τη χαρακτηρίζει η ειδικός, κάνει τη διαφορά. Όταν ο γονιός σχολιάζει, ρωτά, μιμείται ή παίζει μαζί με το παιδί, η εμπειρία μετατρέπεται σε ευκαιρία επικοινωνίας. «Η οθόνη δεν είναι ο εχθρός, η απουσία μας είναι», σημειώνει η Βάλια Μακρή.
Ο ΠΟΥ προτείνει πλήρη αποχή από οθόνες έως τα 2 έτη, ενώ για τα παιδιά 2-5 ετών προτείνει έως 1 ώρα την ημέρα, πάντα με εκπαιδευτικό περιεχόμενο και με τη συμμετοχή του γονέα. Για μεγαλύτερες ηλικίες, σημασία έχει η ποιότητα και η ισορροπία μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού χρόνου.
Η λογοθεραπευτική παρέμβαση είναι πολύτιμη όχι μόνο όταν υπάρχει δυσκολία αλλά και προληπτικά. Βοηθά το παιδί να ανακαλύψει τη φωνή του και τον γονιό να τη στηρίξει, όπως τονίζει η ειδικός.
Στόχος δεν είναι να απαγορεύσουμε την τεχνολογία, αλλά να βάλουμε τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Το σημαντικό, άλλωστε, δεν είναι η αποχή, αλλά ο ποιοτικός χρόνος μαζί με το παιδί.