ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΗ Η ΕΜΜΟΝΗ των Βρετανών με τον Σαίξπηρ· είναι αμέτρητες οι μελέτες που επικεντρώνονται στο έργο του κορυφαίου δραματουργού, χωρίς, ωστόσο, να είναι πολλά γνωστά αναφορικά με τον βίο του. Ενδεχομένως να μιλούν από μόνες τους οι τραγωδίες του, που άλλαξαν τον τρόπο της αφήγησης, μεταφέροντας τον άνθρωπο από το μεσαιωνικό παρελθόν στο δημιουργικό χάος της νεωτερικότητας, αλλάζοντας τα δεδομένα της αφήγησης για πάντα. Ακόμα κι αν κάποιοι αμφισβήτησαν τη σύνδεση των έργων του Σαίξπηρ με ένα και μοναδικό πρόσωπο, οι περισσότεροι τον επικαλούνται στο πλαίσιο της προβολής ενός θαρραλέου δημιουργού που ξεπέρασε την ίδια την εποχή του, μετατρέποντας το ζοφερό κλίμα των πολέμων και της κατάθλιψης σε δημιουργία. Για πρώτη φορά, μάλιστα, αυτή συνδεόταν με το πρόσωπο, με τις προσδοκίες και τις μύχιες σκέψεις του και όχι με μεταφυσικούς ή εξωγενείς παράγοντες, κάτι που φαίνεται, περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο έργο, στον Άμλετ.
Η Άγκνες καλλιεργεί μια δυναμική προσωπικότητα που διαφοροποιείται από τα πρόσωπα της εποχής της. Μάλιστα, ενοχλείται όταν ο σύζυγός της χρησιμοποιεί το όνομα του γιου τους για να γράψει ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο «Άμλετ».
Κάνοντας, ωστόσο, μια ριζοσπαστική και θαρραλέα μετατόπιση, που αφήνει στην άκρη την παντοκρατορία του δημιουργού και φέρνει στο προσκήνιο το περιβάλλον του και κυρίως τη δυναμική γυναίκα του Σαίξπηρ, η Ιρλανδή συγγραφέας Μάγκι Ο’Φάρελ γράφει τον Άμνετ (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Ψυχογιός), που έκανε τεράστια επιτυχία, όταν πρωτοεκδόθηκε, πριν από πέντε χρόνια, και τώρα επανέρχεται δυναμικά λόγω της πρόσφατης μεταφοράς του στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα με τον ίδιο τίτλο στο Φεστιβάλ του Τορόντο και πανελλήνια πρώτη στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, φέρει την υπογραφή της Κλόε Ζάο, η οποία γοητεύτηκε από τις περιγραφές του βιβλίου, δίνοντας τον άξονα ενός έργου που αγαπά την έμφαση στη λεπτομέρεια, τις υποβλητικές ατμόσφαιρες και τον λυρισμό της εικόνας. Σε μια εποχή που μαστίζεται από τη σκληρότητα της κυριολεξίας, η ποιητική ατμόσφαιρα της Ζάο, απευθείας εμπνευσμένη από τις περιγραφές της Ο’Φάρελ, μοιάζει με την ευεργετική ένεση λυρικού οίστρου στη βαρβαρότητα του ρεαλισμού. Κυρίως όμως αυτό που αναδεικνύει η ταινία είναι η ευεργετική συνωμοσία των γυναικών: μια σκηνοθέτις εμπνέεται από μια συγγραφέα, η οποία σκιαγραφεί τη ζωή μιας δυναμικής γυναίκας που οι υπόλοιπες αφηγήσεις τη θέλουν στη σκιά του παντοδύναμου δραματουργού, αλλά είναι ικανή να εμπνεύσει ένα καλοστημένο μυθιστόρημα.
Η Άγκνες, εν προκειμένω, δεν είναι πια μια ανώνυμη περσόνα, που πολλοί έχουν περιγράψει ως καταπιεστική και αμόρφωτη, αλλά μια γυναίκα που ορίζει με διαφορετικούς όρους τις αρχές της επιθυμίας, χαράζοντας δικούς της δρόμους με τα μοναδικά όπλα που όριζε η εποχή της: τα βότανα που βρίσκει στη φύση, τις αρχέγονες δυνάμεις που εντοπίζει μακριά από τις κοινωνικές αγκυλώσεις της πόλης, τον δικό της προσωπικό χώρο. Καταφέρνοντας να ανασυντάξει με ακρίβεια το περιβάλλον που γαλούχησε τις μυθικές περιγραφές του Σαίξπηρ και τροφοδότησε το γεμάτο φαντασία ασυνείδητο της Άγκνες, η Ιρλανδή συγγραφέας στήνει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μπορεί να μην προσθέτει πολλά στοιχεία για τον βάρδο του Έιβον –ο οποίος ούτε καν κατονομάζεται–, αλλά αποκαλύπτει όλα τα δεδομένα της εποχής του. Μέσα από τις παραστατικές, λυρικές περιγραφές της Ο’Φάρελ, μαθαίνουμε πολλά για τις συνθήκες που επηρέασαν τους πραγματικούς και φανταστικούς ήρωες, οι οποίοι ζούσαν πάντα με το άγχος του θανάτου εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της βουβωνικής πανώλης, που λέγεται ότι σκότωσε τον γιο του Σαίξπηρ.
Οι περιγραφές του ιού που ενσκήπτει σκοτώνοντας αδιακρίτως παιδιά, γέροντες και γυναίκες καταλαμβάνουν πολλές σελίδες του βιβλίου και είναι τόσο παραστατικές που φέρνουν εύλογα στον νου σκηνικά από την περίοδο του Covid. Η λαίλαπα της αρρώστιας σαρώνει όχι μόνο τους αρμούς της ιστορίας αλλά και τις αρχές μιας σκληρής πραγματικότητας που αντισταθμίζεται από το ονειρόδραμα της –κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερής του– γυναίκας του Σαίξπηρ, ενός εξωτικού πλάσματος που προσπαθεί να επιβιώσει και να γιατρεύσει τους γύρω της ανιχνεύοντας τρόπους ίασης μέσα από βότανα. Απέναντι της, ως δυνάμει αντιπάλους, η Άγκνες έχει όχι μόνο τους απόλυτους κοινωνικούς κανόνες που δεν της αφήνουν πολλά περιθώρια κινήσεων, αλλά και τις ανίκητες δυνάμεις της φύσης, που επιβάλλει τους δικούς της κανόνες στα πρόσωπα: η αφήγηση της ιστορίας της πανώλης μέσα από το ταξίδι ενός ψύλλου από τις άκρες της Ανατολής με σταθμό την Αλεξάνδρεια, όπου φωλιάζει στις τρίχες ενός πιθήκου και στη συνέχεια πηδάει στο κόκκινο μαντίλι ενός νεαρού για να φτάσει τελικά στις άκρες της κωμόπολης που έθρεψε τον Σαίξπηρ, εκφράζει τα ειρωνικά παιχνίδια της μοίρας και τη δύναμη της φύσης και είναι από τις πιο ωραίες του βιβλίου.
Αντίστοιχα δυνατές είναι και οι περιγραφές της ταφής του χτυπημένου από την αρρώστια γιου της Άγκνες, Άμνετ, ειδικά όσον αφορά τις προετοιμασίες που κάνει σχεδόν μόνη της, αφού είναι εκείνη που αντιλαμβάνεται σε βάθος την ουσία του πένθους σε ένα μυθιστόρημα που αναδεικνύει όλο το φάσμα των ανθρώπινων αντιδράσεων σε απόλυτο βαθμό. Η πανούκλα ορίζεται έτσι ως το απόλυτο κακό, όπως απόλυτη είναι, από την άλλη πλευρά, η αγάπη της Άγκνες προς τον γιο της και προς τη φύση, η οποία ποτέ δεν συγχωρεί και –το κυριότερο– εκδικείται την αδιαφορία των ανθρώπων. Η Άγκνες φαίνεται να σέβεται εξίσου τους κανόνες της φύσης και τους άγραφους νόμους ενός πένθους που ξεπερνά τα όρια της γενικευμένης τότε μοιρολατρίας.
Σε μια εποχή που οι άνθρωποι παρασύρονταν από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και θεωρούσαν τον θάνατο αναπόφευκτο, εκείνη αντιλαμβάνεται τη θέση της στο σύμπαν, στηρίζει τον άνδρα της, κάνει τα πάντα για να προστατεύσει τα δίδυμα τέκνα της, την Τζούντιθ και τον Άμνετ, και δεν συγχωρεί τον σύζυγο της που ενδιαφέρεται μόνο για την τέχνη του. Εν ολίγοις, καλλιεργεί μια δυναμική προσωπικότητα που διαφοροποιείται από τα πρόσωπα της εποχής της. Μάλιστα, ενοχλείται όταν ο σύζυγός της χρησιμοποιεί το όνομα του γιου τους για να γράψει ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Άμλετ: «Το όνομα ανήκει στον γιο της, και πέθανε, ούτε τέσσερα χρόνια δεν είναι. Ήταν παιδί και θα γινόταν άντρας, αλλά πέθανε. Είναι ο εαυτός του, κι όχι έργο, ούτε χαρτί, ούτε λέξη που μιλιέται, που παίζεται επί σκηνής, που επιδεικνύεται. Πέθανε. Ο άντρας της το ξέρει, η Τζόαν το ξέρει. Δεν καταλαβαίνει. Νιώθει την Τζούντιθ να σκύβει πάνω απ’ τον ώμο της, να λέει: “Τι είναι, τι;” και, φυσικά, δεν μπορεί να διαβάσει τα γράμματα, δεν μπορεί να τα ενώσει για να βγάλουν νόημα –παράξενο που δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει το όνομα του ίδιου του διδύμου της– και νιώθει τη Σουζάνα να κρατάει σταθερή τη γωνία του προγράμματος· τα δικά της δάχτυλα τρέμουν, λες και πιάστηκαν στον άνεμο που φυσάει έξω, ίσα μέχρι να το διαβάσει. Η Σουζάνα προσπαθεί να το αρπάξει απ’ το χέρι της μα η Άγκνες δεν το αφήνει, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσει, αυτό το χαρτί, όχι, αυτό το όνομα, όχι. Η Τζόαν την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, ξαφνιασμένη με την έκβαση της επίσκεψης».
Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι η αφήγηση ξεκινά το 1596, λίγο προτού πεθάνει ο Άμνετ ή Αμλετ, και είναι προφανές ότι η συγγραφέας έχει κάνει ενδελεχή έρευνα όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται το βιβλίο. Διαβάζοντας έναν από τους πιο έγκυρους μελετητές του Σαίξπηρ, τον Στίβεν Γκρίνμπλατ, γνωρίζουμε ότι το «Άμνετ» και το «Άμλετ» είναι οι εκδοχές του ίδιου ονόματος, τις οποίες συναντάμε στα ληξιαρχικά έγγραφα του Στάνφορντ στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, μια διαπίστωση που φαίνεται να γνωρίζει η συγγραφέας, η οποία επιλέγει αυτό το όνομα για τον τίτλο του βιβλίου. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου προφανές ότι η απώλεια του γιου του Σαίξπηρ είναι αυτή που γέννησε την ομώνυμη τραγωδία, καθώς αυτή μάλλον αναφέρεται στον μεσαιωνικό μύθο του Άμλετ, όπως καταγράφεται στο έργο Gesta Danorum του Σάξονα του Γραμματικού γύρω στο 1200 – εξού και η περίφημη εναρκτήρια φράση: «Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Σε αυτό το έργο αναφέρονται οι «Τραγικές Ιστορίες» του Φρανσουά ντε Μπελφορέ, που κυκλοφόρησαν το 1570-1576, οι οποίες προφανώς αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τη διάσημη για την εποχή ιστορία εκδίκησης του Τόμας Κιντ, Ισπανική Τραγωδία, από την οποία φαίνεται να εμπνέεται ο Σαίξπηρ. Πρόκειται, ωστόσο, για μια λεπτομέρεια, αφού οι ιστορικές συνθήκες δεν καθορίζουν την αφήγηση αλλά εμπνέουν μια αφήγηση που μετατοπίζεται από τον Σαίξπηρ στη γυναίκα και στα τέκνα του με στόχο να παρασύρει ένα ευρύ κοινό που διαπιστώνει ότι όλες οι ιστορίες έχουν πάντα πολλές πλευρές και ακόμα περισσότερες ερμηνείες. Αν τα ιστορικά δεδομένα ήταν, άλλωστε, διαφορετικά, δεν θα μιλούσαμε για την άγνωστη γυναίκα του Σαίξπηρ –διάφορες ερμηνείες έχουν μιλήσει για την ομοφυλοφιλία του, αφού στα σονέτα του απευθύνεται σε έναν άγνωστο άνδρα–, αλλά για τη δυναμική Άγκνες, η οποία διέθετε τη δική της ισχυρή προσωπικότητα και αλησμόνητη ιστορία σαν αυτή που αφηγείται η Ο’Φάρελ στον Άμνετ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.