Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ, ένα παραδοσιακό προπύργιο των Δημοκρατικών που απέρριψε κατηγορηματικά τον Τραμπ, μέχρι στιγμής έχει γλιτώσει σε μεγάλο βαθμό από την οργή του Προέδρου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Τραμπ κρατούσε στάση αναμονής. Φέτος έχει αγνοήσει τις επιθυμίες των δημάρχων –και τις δικαστικές εντολές–, στέλνοντας δυνάμεις της Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες, στο Σικάγο, στην Ουάσινγκτον και στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Έχει προβάλει διάφορους λόγους για την αποστολή στρατευμάτων –με βασικούς την προστασία των πρακτόρων της ICE και την καταπολέμηση του εγκλήματος–, αλλά σκόπιμα έχει αποφύγει να το κάνει στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να δει ποιος θα κέρδιζε στις δημοτικές εκλογές, όπως λένε οι σύμβουλοί του. Ο Τραμπ τους είχε ξεκαθαρίσει κατ' ιδίαν ότι αν νικούσε ο Μαμντάνι, θα χρησιμοποιούσε αυτό το αποτέλεσμα ως δικαιολογία για να στείλει στρατεύματα σε μια πόλη που, όπως είπε, δεν θα ήταν πλέον εγγενώς ασφαλής για τους κατοίκους της από τη στιγμή που θα ελούσε υπό σοσιαλιστικό καθεστώς.
Kέρδισε την εκτίμηση πολλών για τον τρόπο με τον οποίο διεξήγε την εκστρατεία του, υιοθετώντας μια προσέγγιση που βασιζόταν στην εξοικείωση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την αποδοχή κάθε συνέντευξης από οποιοδήποτε μέσο, τακτική η οποία μοιάζει πλέον να λειτουργεί ως πρότυπο και για άλλους φιλόδοξους Δημοκρατικούς.
Οι επιθέσεις του Τραμπ φαίνεται να βασίζονται περισσότερο στον πολιτικό οπορτουνισμό και στην προσωπική του πικρία. Πάντα είχε μια σχέση αγάπης-μίσους με την πόλη όπου γεννήθηκε. Ο Τραμπ γεννήθηκε στο Κουίνς, το ίδιο διαμέρισμα όπου ζει ο Μαμντάνι, αλλά περίπου 16 χιλιόμετρα πιο μακριά, και κουβαλούσε μαζί του την ανασφάλεια ενός κτηματομεσίτη της περιφέρειας που λαχταρούσε να περάσει τον ποταμό Ιστ Ρίβερ και να ζήσει στο λαμπερό Μανχάταν. Αλλά ακόμα και μετά την επιτυχία του, δεν έγινε ποτέ πραγματικά αποδεκτός από τους γαλαζοαίματους της πόλης, οι οποίοι τον θεωρούσαν υπερβολικά άξεστο. Αυτή του η μνησικακία συνέβαλε στην είσοδό του στην πολιτική. Αλλά ακόμα και όταν κατέκτησε την προεδρία το 2016, έλαβε μόλις το 10% των ψήφων στο Μανχάταν. Κατά την πρώτη του θητεία, εγκατέλειψε τα σχέδιά του να διαμένει τακτικά στον Πύργο Τραμπ και οι σπάνιες επισκέψεις του στη γενέτειρά του αντιμετωπίστηκαν με διαμαρτυρίες. Υπήρξε επικριτικός προς τον τότε δήμαρχο Μπιλ ντε Μπλάσιο, αλλά σε μεγάλο βαθμό έδειχνε να αγνοεί την πόλη. Στα τέλη του 2020, έγινε μόνιμος κάτοικος της Φλόριντα.
Λίγες μέρες μετά την επικράτησή του τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μαμντάνι βρέθηκε στο Μπρονξ για να συζητήσει με τους σοκαρισμένους από το αποτέλεσμα των εκλογών Νεοϋορκέζους. Ελάχιστοι τον αναγνώρισαν, παρόλο που είχε ξεκινήσει την εκστρατεία του αρκετές εβδομάδες νωρίτερα, και σχεδόν κανείς δεν σταμάτησε να του μιλήσει. Επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο αυτή την εβδομάδα, τον περικύκλωσαν εκατοντάδες ψηφοφόροι, μετά από έναν χρόνο δυναμικής προεκλογικής εκστρατείας, φιλικής προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Μαμντάνι είχε ενέργεια και γοητεία και δεν του έλειπαν οι ιδέες που γρήγορα μετατράπηκαν σε εύληπτα σλόγκαν όπως «Δωρεάν λεωφορεία» και «Παγώστε τα ενοίκια». Εστίαζε αδιάκοπα σε θέματα οικονομικής δυνατότητας, ένα ευπρόσδεκτο μήνυμα σε μια πόλη με εξαιρετικά υψηλό κόστος ζωής και έντονη εισοδηματική ανισότητα.
Στην πορεία αντιμετώπισε πολλούς επικριτές, συμπεριλαμβανομένων και μερικών από το ίδιο του το κόμμα. Ορισμένες από τις ιδέες του θεωρήθηκαν εξωφρενικές και μη πραγματοποιήσιμες, ενώ παρατηρητές επισήμαναν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι προοδευτικοί δήμαρχοι σε άλλες πόλεις. Ακόμη και κάποιοι που θαύμαζαν την εκστρατεία του εξέφραζαν τον φόβο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα τον αναδείκνυαν στο νέο πρόσωπο της αριστεράς, αποδεικνύοντας ότι οι Δημοκρατικοί είναι υπερβολικά φιλελεύθεροι για τους μέσους Αμερικανούς. Δέχτηκε κριτική για την υποστήριξή του στο κίνημα «Defund the Police» (Καταργήστε τη χρηματοδότηση της αστυνομίας) και για την υπεράσπιση του φιλοπαλαιστινιακού συνθήματος «Globalize the Intifada» (Παγκοσμιοποιήστε την Ιντιφάντα). (Έκτοτε έχει αποστασιοποιηθεί και από τις δύο απόψεις, αν και ένα τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης εξακολουθεί να τον βλέπει με καχυποψία).
Μετά τις προκριματικές εκλογές, ο Μαμντάνι μετακινήθηκε λίγο προς το κέντρο και άρχισε να συμβουλεύεται διακριτικά εμπειρογνώμονες και μετριοπαθείς τεχνοκράτες, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι που είχαν εργαστεί για τον πρώην δήμαρχο Μάικλ Μπλούμπεργκ. Προς το τέλος της προεκλογικής του εκστρατείας, ο αγώνας πήρε μια σκοτεινή τροπή προς την ισλαμοφοβία, καθώς ορισμένοι από τη δεξιά αναφέρθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκειμένου να καταδικάσουν την πιθανότητα να εκλεγεί ο πρώτος μουσουλμάνος δήμαρχος της πόλης. Ο Μαμντάνι άργησε να εξασφαλίσει τη στήριξη ακόμη και ηγετών του κόμματός του στην ίδια του την πόλη. Ωστόσο, κέρδισε την εκτίμηση πολλών για τον τρόπο με τον οποίο διεξήγε την εκστρατεία του, υιοθετώντας μια προσέγγιση που βασιζόταν στην εξοικείωση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην αποδοχή κάθε πρότασης για συνέντευξη από οποιοδήποτε μέσο, τακτική η οποία μοιάζει πλέον να λειτουργεί ως πρότυπο και για άλλους φιλόδοξους Δημοκρατικούς. Οι νέοι ψηφοφόροι προσήλθαν μαζικά στις κάλπες και η συνολική συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης ήταν η υψηλότερη των τελευταίων πενήντα και πλέον ετών.
Ο Μαμντάνι θα ορκιστεί στα σκαλιά του δημαρχείου της Νέας Υόρκης την 1η Ιανουαρίου και θα ξεκινήσει να ηγείται μιας πόλης σχεδόν 8,5 εκατομμυρίων κατοίκων. Οι κάτοικοι των πέντε μεγάλων διαμερισμάτων –μερικοί ενθουσιασμένοι, μερικοί αβέβαιοι– θα τον παρακολουθούν. Το ίδιο θα κάνει και ένας πρώην Νεοϋορκέζος, περίπου 200 μίλια νοτιότερα.
Με στοιχεία από το «Atlantic»