«Για μένα υπάρχει απίστευτα μεγάλη απελπισία στο «Cleansed» γιατί ένιωθα απίστευτα μεγάλη απελπισία όταν το έγραφα. Αλλά υπάρχουν και πολύ ωραία πράγματα στο έργο, γι’ αυτό το αποκαλώ ιστορία αγάπης, ακόμα και αν αυτό δεν αποτελεί είδηση με την τρέχουσα έννοια, που “είδηση” θεωρείται μόνο η ακρότητα», γράφει η Σάρα Κέιν για το «Cleansed» (1998), το τρίτο θεατρικό της έργο μετά το «Blasted» (1995) και το «Phaedra’s Love» (1996). Η Σάρα Κέιν έλεγε ότι ξεκίνησε να γράφει το «Cleansed» προτού καν ανέβει το «Blasted» και ότι «χρειάστηκαν τρία χρόνια για να το ολοκληρώσει».
Όταν η Σάρα Κέιν έγραψε το «Cleansed», ήδη το πρώτο της έργο είχε επικριθεί ως «πανδαισία βρoμιάς» και όταν ανέβηκε στο Royal Court Upstairs του Λονδίνου πυροδότησε την πιο μεγάλη συζήτηση –έναν αληθινό πόλεμο– στο θέατρο, τη μεγαλύτερη που έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες. Κατηγορήθηκε ότι είναι ένα 23χρονο enfant terrible που κατασπαταλά τα χρήματα των φορολογούμενων με ένα έργο «που στερείται πνευματικής και καλλιτεχνικής αξίας», ενώ η κριτική του Τζακ Τίνκερ στην «Daily Mail» είχε τον τίτλο «Αυτή η αηδιαστική γιορτή της βρομιάς». Τίνκερ ονομάζει η Σάρα Κέιν το κεντρικό πρόσωπο, τον βασανιστή στο «Cleansed», αν αυτό έχει κάποια σημασία.
Στο «Cleansed», το φύλο και η queer επιθυμία διαπλέκονται. Η Σάρα Κέιν αρνήθηκε να χαρακτηριστεί φεμινίστρια ή queer συγγραφέας και στο συγκεκριμένο έργο ο λόγος της διαπερνά τα όρια ανδρικού/γυναικείου, ετεροφυλοφιλίας/ομοφυλοφιλίας, ενώ η βία γίνεται το μέσο διά του οποίου οι ταυτότητες διαλύονται και ξαναχτίζονται.
Ο Ίαν Ρίκσον, πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Court, πιστεύει πως το γεγονός ότι η Κέιν ήταν γυναίκα επηρέασε την αντίδραση των κριτικών. «Οι περισσότεροι κριτικοί θεάτρου είναι άντρες και σε μεγάλο βαθμό, πιθανώς, έχουν ασυνείδητα παγιωμένες απόψεις σχετικά με το τι αρμόζει να ανεβάσει μια γυναίκα καλλιτέχνιδα. Πολλές καλλιτέχνιδες, όταν δημιουργούν έργα που είναι “ενοχλητικά”, τους κάνουν να διστάζουν, προσβάλλουν συχνά κάτι που βρίσκεται βαθιά μέσα τους, ίσως κάτι που βρίσκεται μέσα σε όλους μας», έλεγε. Στην ίδια γραμμή, η κριτικός θεάτρου της «Guardian» Λιν Γκάρντνερ επισημαίνει ότι «υπάρχει μια τάση αντίδρασης στις γυναίκες που στο έργο τους πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ακραία βία, και έχει να κάνει με το πώς περιμένουμε να είναι οι γυναίκες. Ξέρετε, ζάχαρη και μπαχαρικά και όλα αυτά τα ωραία».
Η Σάρα Κέιν, μαζί με συγγραφείς όπως ο Μαρκ Ρέιβενχιλ και ο Πάτρικ Μάρμπερ, ήταν μέρος του κινήματος του βρετανικού θεάτρου που ονομάστηκε «in-yer-face» και ήταν κατάφωρα επιθετικό ή προκλητικό, ωστόσο αδύνατο να αγνοηθεί ή να παραληφθεί. Η ερμηνεία του «in-yer-face» ταιριάζει με αυτό που έγραψε η Κέιν στο «Cleansed», ένα θέατρο που δεν περιγράφει τη βία αλλά την κάνει να ξεσπά μέσα σε μια θεατρική αίθουσα, μηδενίζοντας τη χωρική και χρονική απόσταση από το τραύμα και αναγκάζοντάς μας να αντιμετωπίσουμε ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην ανθρωπότητα.
Η Κέιν ισχυρίστηκε ότι έγραψε το «Cleansed» ως ένα έργο που θα λειτουργούσε μόνο ως θεατρικό και δεν θα μπορούσε να προσαρμοστεί σε άλλα δραματικά μέσα, στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, θέλοντας –κατά δήλωσή της– να επεκτείνει τη θεατρική γλώσσα. «Το θέατρο μπορεί να μην είναι μοντέρνο και κουλ, αλλά τουλάχιστον δεν υπάρχει άμεση λογοκρισία σε αυτό, κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση», έλεγε. Εμπνεύστηκε εν μέρει από το έργο του Ρολάν Μπαρτ «A lover’s discourse», από ένα σημείο όπου αναφέρει ότι η κατάσταση ενός απορριφθέντος εραστή δεν διαφέρει από την κατάσταση ενός κρατούμενου σε στρατόπεδο. «Όταν το διάβασα, απλώς έμεινα άναυδη και σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν να υπονοεί ότι ο πόνος της αγάπης είναι τόσο άσχημος. Αλλά όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα ξέρω τι εννοεί. Πρόκειται για την απώλεια του εαυτού. Και όταν χάνεις τον εαυτό σου, πού πας; Πουθενά. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα είδος τρέλας. Και καθώς το σκεφτόμουν, έκανα τη σύνδεση με το "Cleansed"».
Στο «Cleansed», το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Royal Court Downstairs το 1998, η Κέιν χρησιμοποιεί ακραία βιαιοπραγία. Όταν το έργο σκηνοθετήθηκε από την Κέιτι Μίτσελ στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου το 2016, ξέσπασε ξανά σάλος στον Τύπο, καθώς το κοινό λιποθυμούσε ή εγκατέλειπε σοκαρισμένο την αίθουσα, μην αντέχοντας τη φρίκη του έργου. Έχουν γίνει μεγάλες συζητήσεις, αναλύσεις και έχουν γραφτεί δεκάδες μελέτες που αναλύουν την ύπαρξη της βίας στο συγκεκριμένο έργο. Το να εστιάζουμε προφανώς μόνο σε αυτήν τη διάσταση σημαίνει ότι εν μέρει χάνουμε το νόημα του έργου της Κέιν, ωστόσο είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί σε οποιαδήποτε ανάγνωση ή προσέγγιση του έργου.
Στην Ελλάδα, το «Cleansed» ανέβηκε το 2001 σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, που επέλεξε τον τίτλο «Καθαροί, πια». Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Ροές, που ανακατασκευάστηκε για να μπορεί να φιλοξενήσει το σκηνικό σύστημα της Λίλης Πεζανού. Ήταν μια πολυσυζημένη παράσταση, με φανατικούς υπερασπιστές και πολέμιους, και η πρώτη φορά που σε έργο του Λευτέρη Βογιατζή –απ’ όσο θυμάμαι τουλάχιστον– το κοινό αποχωρούσε έκδηλα ενοχλημένο και σοκαρισμένο. Τη βραδιά που παρακολούθησα την παράσταση έφυγαν πάνω από δώδεκα θεατές – θυμάμαι μια κυρία που μέσα στον πανικό και το σκοτάδι έπεσε στις σκάλες και σηκώθηκε αμέσως για να τραπεί σε άτακτη φυγή. Δίπλα μου, μια νεαρή γυναίκα έκλαιγε με λυγμούς. Ακόμα και στο χειροκρότημα υπήρχε μια αμηχανία και έξω από το θέατρο, οι θεατές συζητούσαν ζωηρά: για κάποιους αυτό που είχαν δει ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία, σχεδόν θρησκευτική, για άλλους ήταν μια ανωμαλία, κάτι αδιανόητα βίαιο που δεν είχε νόημα.
Το «Cleansed» διαδραματίζεται σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, του οποίου ηγείται ο Τίνκερ. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από τα «ανεπιθύμητα άτομα», ενώ μια ομάδα ανθρώπων που εντάσσονται σε αυτό προσπαθεί να σώσει τον εαυτό της μέσω του έρωτα. Οι χαρακτήρες μοιράζονται μια κατάσταση πανικού, από την οποία δεν υπάρχει πιθανότητα διαφυγής ή επιστροφής. Αυτό που έγραψε η Κέιν, μέσα την ωμότητά του, είναι σπαρακτικά όμορφο· σε στιγμές που οι χαρακτήρες δρουν αδίστακτα, λάμπει το φως της ομορφιάς και η ανάγκη να αγαπηθούμε.
Ίσως αυτό να είναι το τελευταίο έργο στο οποίο η Κέιν πιστεύει στην ιδέα της αγάπης, από την οποία απομακρύνθηκε στα επόμενα δυο έργα της, το «Crave» και το «4.48 Psychosis». Ο Μάρκ Ρέιβενχιλ θυμόταν πως όταν είπε στην Κέιν ότι θεωρούσε το «Cleansed» εξαιρετικό, εκείνη χαμογέλασε και απάντησε: «Ναι, λοιπόν, είμαι ερωτευμένη».
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς η Κέιν επιλέγει στο «Cleansed» να παρουσιάσει τη βία όχι μόνο με μια απλή αναπαράστασή της αλλά με ασαφή, διφορούμενα, συμβολικά και συχνά σουρεαλιστικά στοιχεία. Η ασάφεια είναι το εργαλείο που χρησιμοποιεί για να αναγκάσει τον θεατή να αναζητήσει πιο βαθιά νοήματα και να εμβαθύνει στις ψυχολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις του έργου. Γιατί η ακραία βία του έργου δεν είναι απλώς σωματική, έχει και μια εσωτερική, ψυχολογική διάσταση που δημιουργεί μια αβεβαιότητα γύρω από το τι συμβαίνει, ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, σε ένα κλίμα έντασης και ανασφάλειας που αντικατοπτρίζει τη σύγχυση και τον πόνο των χαρακτήρων.
Έτσι, η βία στο «Cleansed» γίνεται μια μεταφορά, καθώς αναφέρεται στους αόρατους μηχανισμούς εξουσίας που δρουν στην κοινωνία, επηρεάζοντας βαθιά τις ανθρώπινες σχέσεις, τις επιθυμίες και την ταυτότητα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη βία όχι μόνο ως σοκ αλλά και ως μέσο αποκάλυψης των κοινωνικών μηχανισμών ελέγχου και ως αλληγορία για τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας, όπου η δύναμη και η επιβολή της εξουσίας μπορεί να είναι συχνά αόρατη, ωστόσο είναι διάχυτη παντού.
Ο τόπος, το περιβάλλον του έργου, που θυμίζει και λειτουργεί περισσότερο σαν κέντρο κράτησης, αντιστοιχεί στο μοντέλο του Πανοπτικού, ένα τύπο κτιρίου-φυλακής που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785 με τρόπο τέτοιο που να επιτρέπει τη συνεχή επίβλεψη όλων των κρατουμένων. Κάτι που συμβαίνει και στο έργο της Κέιν, με τον διαβόητο Τίνκερ (μια συμβολική κατ’ ουσίαν φιγούρα) να θυμίζει φρουρό του πανοπτικού –σαν κεντρική μορφή εξουσίας–με τον τρόπο που χειραγωγεί τους πάντες μέσω ναρκωτικών, ακρωτηριασμών και ψυχολογικής κακοποίησης, με την άσκηση βίας ως εργαλείο πειθαρχίας και ελέγχου. Η βία εδώ δεν εκφράζεται με ξεσπάσματα αλλά ως συστηματική επιβολή πειθαρχίας και κανονικοποίησης των «διαφορετικών». Οι χαρακτήρες ζουν υπό συνεχή απειλή, γνωρίζοντας ότι η παραμικρή τους απόκλιση, συναισθηματική ή ψυχολογική, είναι απόλυτα ορατή και μπορεί να τους οδηγήσει σε σκληρή τιμωρία. Αυτό δημιουργεί έναν κύκλο φόβου και υποταγής που καθορίζει τις σχέσεις τους και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους.
Η Σάρα Κέιν, με το έργο αυτό, αμφισβητεί τα όρια του σώματος, της ταυτότητας και της αγάπης, προσφέροντας μια ριζοσπαστική, σωματική και βαθιά πολιτική θεατρική εμπειρία.
«Το πώς έβλεπε η Σάρα Κέιν τον κόσμο το 1998 μάς κάνει να αναρωτηθούμε τι θα έλεγε για τον τρόμο των ημερών μας», λέει ο Δημήτρης Καραντζάς, που σκηνοθετεί το «Cleansed» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τις 5 Δεκεμβρίου. «Σαν να φτιάχνει μια νέα θρησκεία και η θρησκεία αυτή να είναι η πίστη στον άνθρωπο, η πίστη στην ένωση, στον άλλο. Σαν η πίστη αυτή να είναι η μόνη αντίσταση σε έναν κόσμο που δολοφονεί τους ομοφυλόφιλους, απορρίπτει τους λεγόμενους απόβλητους και μη λειτουργικούς, περιθωριοποιεί τους ψυχικά ασθενείς. Δεν είναι τυχαίο ότι η δράση στο "Cleansed" εξελίσσεται σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, σε μια κρατική δομή. Τα πρόσωπα στο έργο παλεύουν να ενωθούν πάση θυσία, ενώ ξέρουν ότι ελλοχεύει η τιμωρία, ο βασανισμός, ο διαμελισμός. Γραπώνονται από την αγάπη, από τον άλλο, γιατί μόνο ο άλλος μπορεί να γίνει σωτήρας σε ένα εμπόλεμο τοπίο. Το ζήτημα, λοιπόν, για μένα είναι ότι όσο μεγαλώνει η βία τόσο πρέπει ο άνθρωπος να βρίσκει τρόπους αντίστασης, και η Σάρα Κέιν σε αυτή την εντελή παραβολή της, μιλάει για μια αγάπη που ξεπερνάει τον θάνατο, ξεπερνάει το σώμα, για μια αγάπη που μπορεί να ανταλλαχθεί ακόμα και όταν έχεις ακρωτηριαστεί/μακελευτεί ψυχικά και σωματικά. Και αυτό είναι ένα καταφύγιο. Μπορεί να πονάει η αγάπη, αλλά είναι και ίσως η μόνη διέξοδος σε έναν κόσμο που μισεί και ακρωτηριάζει την ελευθερία. Να αγαπάτε. Να είστε ελεύθεροι. Αυτές θα ήθελα να είναι οι δυο φράσεις που θα σκεφτεί ένας θεατής μετά την παράστασή μας».
Όσο πολυεπίπεδη είναι η βία, άλλο τόσο πολυεπίπεδο είναι το υπόστρωμα του λόγου της Κέιν που μας καλεί να σκεφτούμε την πολυπλοκότητα της εξουσίας, τη σχέση της με την αγάπη και τη βία και να αμφισβητήσουμε τα όρια μεταξύ ελευθερίας και πειθαρχίας. Οι χαρακτήρες του έργου προσπαθούν να επιβιώσουν και να βρουν λύτρωση μέσω της αγάπης, παρά τις ακραίες συνθήκες βίας και καταπίεσης. Η αντίστασή τους εκδηλώνεται μέσα από πράξεις αγάπης, επιθυμίας και αλληλεγγύης, που όμως συχνά οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη βία. Η Κέιν υπονομεύει την έννοια της λύτρωσης, δείχνοντας ότι η αγάπη μπορεί να υπάρξει ακόμα και στα πιο σκοτεινά περιβάλλοντα, αλλά πάντα υπό το βάρος της εξουσίας.
Η Φραντσέσκα Ράινερ τονίζει ότι η βία στο «Cleansed» εγγράφεται κυριολεκτικά στα σώματα των χαρακτήρων. Οι σωματικές μεταμορφώσεις, οι ακρωτηριασμοί, οι βιασμοί και οι εξευτελισμοί λειτουργούν ως αλληγορία για τη βία της ύπαρξης κανονιστικής ταυτότητας. Το σώμα γίνεται το πεδίο όπου συγκρούονται το τραύμα, η αγάπη, η αντοχή και η αναζήτηση ταυτότητας. Πρόκειται για ένα μοναδικό παράδειγμα σύγχρονου θεάτρου που τολμά να εξερευνήσει ταυτόχρονα το φύλο και την queer επιθυμία, όχι ως στατικές αλλά ως ρευστές και διαρκώς μεταβαλλόμενες ταυτότητες, μέσα από τη βία, τη σωματικότητα και την επιθυμία. Το έργο γίνεται έτσι ένα σχόλιο για τη βία της εξουσίας πάνω στα σώματα των «άλλων» αλλά και για τη δυνατότητα της αγάπης και της επιθυμίας να επιβιώνουν ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες.
Η Κέιν, με το έργο αυτό, αμφισβητεί τα όρια του σώματος, της ταυτότητας και της αγάπης, προσφέροντας μια ριζοσπαστική, σωματική και βαθιά πολιτική θεατρική εμπειρία.
Στο «Cleansed», το φύλο και η queer επιθυμία διαπλέκονται. Η συγγραφέας αρνήθηκε να χαρακτηριστεί φεμινίστρια ή queer συγγραφέας και εδώ ο λόγος της διαπερνά τα όρια ανδρικού/γυναικείου, ετεροφυλοφιλίας/ομοφυλοφιλίας, με τη βία να γίνεται το μέσο διά του οποίου οι ταυτότητες διαλύονται και ξαναχτίζονται. Όταν ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε ότι θέλει το έργο της να κρίνεται με βάση την ποιότητά του, όχι το φύλο, την ηλικία, την τάξη, τη σεξουαλικότητα ή τη φυλή. «Δεν σκέφτομαι τον κόσμο ως χωρισμένο σε άνδρες και γυναίκες, θύματα και θύτες. Θεωρώ ότι αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είναι εποικοδομητικοί και οδηγούν σε κακή γραφή», έλεγε. «Το "Cleansed" αφορά την αγάπη», έλεγε η Σάρα Κέιν για ένα έργο που δεν αποφεύγει θέματα βίας και σεξ, το γκροτέσκο και το σκοτεινό. Αυτή η γυναικεία σκοτεινή φωνή εξετάζει τολμηρά τη βία, την πορνογραφία και γεννά ένα έργο-εφιάλτη που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας και μέσα στο κεφάλι μας με απρόβλεπτη και αμείλικτη λογική, ενώ, όπως στους εφιάλτες, ακόμα και το σώμα μας αντιδρά όταν συμβαίνει κάτι ακατανόητο και απαίσιο.
Η Σάρα Κέιν έγραψε ένα έργο που καταδεικνύει όχι μόνο τη σχέση μεταξύ αγάπης και βίας αλλά και τον τρόπο που οι αποχρώσεις της αγάπης μπορεί να υπερβούν τις στερεοτυπικές εκφράσεις της. Το έργο έχει σχεδιαστεί για να αφήνει τον θεατή ή τον αναγνώστη του με περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, όπως συχνά τείνει να κάνει η μεταμοντέρνα λογοτεχνία. Η μινιμαλιστική γραφή της Κέιν –δεν υπάρχει σπαταλημένη λέξη–, σε συνδυασμό με τα μεταμοντέρνα χαρακτηριστικά, όπως η κατακερματισμένη δομή και η μπερδεμένη πλοκή, έχουν ως αποτέλεσμα ένα έργο που είναι «διφορούμενο» και δεν αποκαλύπτει άμεσα τον σκοπό και τα νοήματά του. Σε είκοσι σκηνές, επτά χαρακτήρες μέσα σε ένα βίαιο σκηνικό παλεύουν για τον έρωτα που μπορεί να θεωρηθεί μια ακραία εμπειρία, σύμφωνα με τις συνθήκες ύπαρξής του στο έργο.
Η αγάπη δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι εμφανής σε κάθε σκηνή του έργου, υπάρχει ως κίνητρο των πράξεων που επιτελούνται ή γίνεται ο λόγος των βασανιστηρίων που επιβάλλονται στα πρόσωπα. Ολόκληρο το έργο μπορεί εύκολα να θεωρηθεί μια εξερεύνηση της αγάπης και των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μπορεί να βιωθεί. Ωστόσο, είναι αδύνατο να αγνοηθεί και η γκροτέσκα βία που διατρέχει όλη την πλοκή. Και κάνει συχνά τον θεατή να αναρωτιέται ποιος είναι ο ρόλος και ο σκοπός των φρικιαστικών πράξεων που πρέπει να υποστούν οι χαρακτήρες.
Είναι ο κόσμος της Σάρα Κέιν αυτός, μια δυστοπία όπου συνυπάρχουν η αγάπη και η επιθυμία με τον πόνο και την καταπίεση, ένας κόσμος που ακολουθεί τη λογική του Μπαρτ, σύμφωνα με την οποία η ερωτική εμπειρία είναι βαθιά τραυματική και υπαρξιακά απογυμνωτική. Η Σάρα Κέιν ίσως μας λέει πως αν οι άνθρωποι μπορούν ακόμα να αγαπούν έπειτα από αυτό, τότε η αγάπη είναι το πιο ισχυρό πράγμα.
Το τρέιλερ της παράστασης «Cleansed»