Το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων (ή αλλιώς ΚΕΤ) είναι ένας από τους πιο ζωντανούς καλλιτεχνικούς χώρους της Κυψέλης. Βρίσκεται στη γωνία των οδών Κύπρου και Σικίνου και δεν τον πιάνει το μάτι σου από μακριά· αφού περάσεις το κατώφλι του, μια μικρή σκάλα σε μεταφέρει σε έναν ζεστό, ευρύχωρο χώρο σε δύο επίπεδα, ημιυπόγειο και υπόγειο, που μπορεί να χωρέσει μέχρι και 80 άτομα.
Για τους λάτρεις της μουσικής, είναι εδώ και 13 χρόνια ο βασικός πυρήνας της πειραματικής και ανεξάρτητης μουσικής σκηνής της πόλης, παίρνοντας τη σκυτάλη από το Μικρό Μουσικό Θέατρο στο Κουκάκι –έναν από τους πιο θρυλικούς συναυλιακούς χώρους μικρής κλίμακας της Αθήνας– και, αργότερα, από τη Knot Gallery στους Αμπελόκηπους.
Το ΚΕΤ ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 2012 από τη Φωτεινή Μπάνου και τον Δημήτρη Αλεξάκη, ενώ από το 2015 προστέθηκε στην ομάδα η Αγγελική Καράμπελα.
Ο Δημήτρης, μεγαλωμένος στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 2001. «Κάποια στιγμή αποφάσισα να τα αφήσω όλα για να έρθω να μάθω τη δεύτερή μου γλώσσα. Ήθελα να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με την Ελλάδα».
«Το ΚΕΤ ιδρύθηκε σε μια περίοδο μαζικών περικοπών στον πολιτισμό. Παρουσιάζουμε σήμερα ένα μοντέλο βασισμένο στην ανεξαρτησία, ένα ισχυρό τοπικό αλλά και διεθνές καλλιτεχνικό δίκτυο. Δίνουμε στον χώρο την ταυτότητα και τον χαρακτήρα που επιθυμούμε».
Η Φωτεινή είναι ηθοποιός και μουσικός. Γνωρίστηκαν το 2007 στο πλαίσιο μιας ρεμπέτικης κομπανίας και σύντομα δημιούργησαν μαζί μια θεατρική ομάδα. Αφορμή για να ανοίξουν τον χώρο ήταν η αναζήτηση ενός χώρου προβών για ένα δικό τους θεατρικό πρότζεκτ με θέμα το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ.
Ο υπόγειος χώρος που στεγάζει σήμερα το ΚΕΤ ανήκει στην οικογένεια της Φωτεινής. Δεν τον νοικιάζουν, και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το ΚΕΤ έχει παραμείνει ανοιχτό μέχρι σήμερα. Φτιάχτηκε το 1969 από τον παππού της, που ήθελε να τον κάνει χώρο διασκέδασης. Ο θείος της το έκανε στη συνέχεια εργαστήριο επισκευής τηλεοράσεων. «Δεν έκανε απλώς σέρβις τηλεοράσεων, είχε φτιάξει και τη δική του μάρκα, την οποία ονόμασε Golden». Η Φωτεινή και ο Δημήτρης διατήρησαν το όνομα, καθώς και την αρχική ταμπέλα του χώρου. Κάποιες παλιές τηλεοράσεις που είχαν φτιαχτεί εκεί στις αρχές του ’80 κοσμούν σήμερα το ΚΕΤ.
Τα πρώτα events που διοργάνωσαν ήταν ένα μπαζάρ με χειροποίητα αντικείμενα, ένα διήμερο με θεατρικές αναγνώσεις από τη Γαλλία, καθώς και μια παράσταση με στοιχεία όπερας σε σκηνοθεσία της Αναστασίας Κότσαλη. Η ανταπόκριση του κόσμου τούς έδωσε το έναυσμα να προχωρήσουν επίσημα πια, με όνομα και κανονικό πρόγραμμα.
«Ο δήμος και το κράτος δεν παρείχαν τότε –και δεν παρέχουν σήμερα– καμία ουσιαστική στήριξη σε αυτό το κομμάτι της καλλιτεχνικής ζωής που αγαπάμε, εκπροσωπούμε και φιλοξενούμε: τον πειραματισμό, το έργο των νεανικών θεατρικών ή χορογραφικών ομάδων. Πρόκειται για ένα πεδίο απολύτως απαραίτητο, που παραμένει όμως περιφρονημένο από την πολιτεία. Εδώ πρέπει να τα κάνεις όλα μόνος σου· να στήσεις μόνος σου τους μηχανισμούς, να χτίσεις τα δίκτυα που θα επιτρέψουν μια σχετική βιωσιμότητα – χωρίς να περιμένεις τίποτα, ούτε από το κράτος ούτε από τον δήμο», αναφέρει ο Δημήτρης.
Μου περιγράφουν τις περιπέτειες που πέρασαν μέχρι να πάρουν όλες τις απαραίτητες άδειες λειτουργίας: τον γραφειοκρατικό λαβύρινθο, τα τεχνικά ζητήματα, όπως, π.χ., η υγρασία («είναι ένας υπόγειος χώρος και όλη η Κυψέλη είναι ρέμα»). Μια υπάλληλος στον δήμο υπονόησε ότι θα άνοιγαν εκκλησία. «Κάποια στιγμή, όμως, από εκεί που δεν το περιμέναμε, και αφού είχαμε αποδεχτεί ότι θα δηλώσουμε πως ήμασταν ένα μπαρ που κάνει εκδηλώσεις, ξαφνικά, σαν από μηχανής θεός, χτύπησε το τηλέφωνο και μας είπαν: “Ελάτε να πάρετε την άδεια θεαμάτων σας”», μου λένε και γελάνε πια.
Τους ρωτάω αν αρχικά φιλοξενούσαν μόνο θεατρικές παραστάσεις. Θυμάμαι ότι από τις πρώτες φορές που είχα επισκεφτεί τον χώρο ήταν για την ακρόαση ενός πολύωρου έργου σύγχρονης σύνθεσης, που διοργάνωνε ένας φίλος μουσικός. «Το πρόγραμμά μας ήταν πολυποίκιλο από την αρχή. Είχε μουσική, φεστιβάλ, περφόρμανς, χορό, προβολές, συναντήσεις. Ο κορμός του προγράμματος, όμως, ήταν το θέατρο. Σιγά σιγά ελαττώσαμε το θεατρικό κομμάτι και το ανοίξαμε όλο και περισσότερο προς την πειραματική και αυτοσχεδιαστική μουσική και τις συναντήσεις της μουσικής με τον χορό και τα εικαστικά. Αυτό ξεκίνησε με αφορμή κάποιες συναντήσεις με μουσικούς – τον Βασίλη Τζαβάρα, τον Κωστή Ζουλιάτη και τον Γιάννη Αναστασάκη. Ο καθένας έφερε ιδέες και δημιούργησε κάποιους θεσμούς, κάποιες τακτικές συναντήσεις, που έκαναν το πρόγραμμα να ανοίγεται συνεχώς – και πιστεύω ότι, μετά από τόσα χρόνια, έχει γίνει ένα μικρό, διακριτικό σημείο αναφοράς για μια ευρύτερη πειραματική σκηνή που ξεπερνάει πια τα στενά σύνορα της Ελλάδας».
«Εδώ έρχονται μουσικοί από την Τουρκία, από το Βέλγιο, ακόμη και από την Ιαπωνία, που περνούν από την Αθήνα και ρωτούν άλλους μουσικούς: “Πού μπορώ να παίξω αυτό το είδος πειραματικής μουσικής;”. Πολύ συχνά τους λένε: “Στο ΚΕΤ”. Οπότε δεχόμαστε πια συνεχώς προτάσεις από άλλες χώρες. Πρόκειται για ένα είδος με ερευνητικό χαρακτήρα, που δεν προσδοκά να δημιουργήσει μαζικό θέαμα, αλλά περισσότερο ένα μοίρασμα εμπειριών».
«Το θέατρο συνεχίζει να μας ενδιαφέρει, αφού είναι κομμάτι της δικής μας διαδρομής, αλλά συνήθως φιλοξενούμε μία ή δύο θεατρικές προτάσεις τον χρόνο. Κρατάμε μόνο προτάσεις που μας συγκινούν ιδιαίτερα – όπως το θεατρικό έργο που ανεβάζουμε στις 24 Νοεμβρίου, Μέσα στο ναρκοπέδιο, μου είπαν πως θα μάθω να χορεύω, σε κείμενο της Μαρίας Λούκα, το οποίο βασίζεται στη μαρτυρία ενός αγοριού που έπεσε θύμα βιασμού».
Φ.Μ.: Το πρόγραμμα του ΚΕΤ μάς απασχολεί σχεδόν αδιάκοπα: στις ώρες εκδήλωσης, προετοιμασίας, στο σπίτι, ακόμα και σε κάποιες ώρες ξεκούρασης. Η βιωσιμότητά μας για αρκετά χρόνια καθιστούσε απαραίτητο να δουλεύουμε κάποιες φορές ενάμιση μήνα σερί. Σήμερα θεωρούμε κατάκτηση το γεγονός ότι μπορούμε να έχουμε δύο ρεπό την εβδομάδα. Λειτουργούμε ως «πολυμηχανήματα». Ο Δημήτρης έχει αναλάβει την τεχνική πλευρά του χώρου, τον ήχο και την εικόνα, εγώ τα φώτα, το μπαρ και την οργάνωση παραγωγής, και η Αγγελική, που είναι μουσικός και θεατρολόγος, την υποδοχή, την οργάνωση του επικοινωνιακού υλικού και το σύστημα των εισιτηρίων. Μοιραζόμαστε τις δουλειές μεταξύ μας και μελετάμε μαζί όποια πρόταση έρχεται στο email μας. Η «καλλιτεχνική διεύθυνση» είναι υπόθεση των τριών μας. Η ερώτηση «πόσο βιώσιμος είναι ο χώρος» είναι κομβική. Ο χώρος είναι πραγματικά ανεξάρτητος. Δεν υπάρχει από πίσω κάποιος επιχειρηματίας, κάποιο κόμμα ή κάποιο ίδρυμα. Και το ελληνικό κράτος δεν επιδοτεί χώρους. Υπάρχει, λοιπόν, από τη μία μεγάλη επισφάλεια, αλλά, από την άλλη, ανεξαρτησία: αισθητικά, πολιτικά, κοινωνικά. Είμαστε τρεις καλλιτέχνες που έχουμε πολλαπλές ειδικότητες και τρέχουμε αυτό το σχεδόν διαρκές φεστιβάλ που λέγεται ΚΕΤ.
Δ.Α.: Το ΚΕΤ ιδρύθηκε σε μια περίοδο μαζικών περικοπών στον πολιτισμό. Παρουσιάζουμε σήμερα ένα μοντέλο βασισμένο στην ανεξαρτησία, ένα ισχυρό τοπικό αλλά και διεθνές καλλιτεχνικό δίκτυο. Δίνουμε στον χώρο την ταυτότητα και τον χαρακτήρα που επιθυμούμε. Το γεγονός ότι έχουμε καταφέρει να υπάρχουμε και να παράγουμε τόσα χρόνια παραμένει, ωστόσο, ένα μικρό θαύμα. Όταν μοιραζόμαστε την εμπειρία μας με αντίστοιχους χώρους του εξωτερικού, μας κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια.
Φ.Μ.: Το άλλο στοιχείο είναι η οργάνωση. Δεν μπορείς να υποδέχεσαι εκατοντάδες ανθρώπους τον μήνα χωρίς να έχεις υπολογίσει –όσο γίνεται– κάθε λεπτομέρεια. Ουσιαστικά, στη διοργάνωση μιας εκδήλωσης, η μισή δουλειά είναι να προβλέπεις. Όχι μόνο το καλό σενάριο αλλά και το κακό, ώστε είτε να το αποτρέψεις είτε να υπολογίσεις αν το αντέχεις. Είναι μια καθημερινή έγνοια.
— Υπάρχει άγχος αν δεν έρθει κόσμος σε ένα event;
Δ.Α.: Πάντα υπάρχει. Από την άλλη, όμως, δεν ταυτίζουμε την προσέλευση με την επιτυχία.
Φ.Μ.: Επίσης, ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι θέλουμε να είμαστε ένας χώρος φιλόξενος. Δεν θέλουμε να έχουμε υψηλές τιμές, επειδή η ζωή γίνεται όλο και πιο ακριβή – το βλέπουμε παντού και σε όλα. Θέλουμε να είμαστε φιλόξενοι με τους επισκέπτες αλλά και με τους συνεργάτες μας. Μοιραζόμαστε τα έσοδα από τα εισιτήρια με κάθε ομάδα.
Το ΚΕΤ έχει αποκτήσει αρκετούς θεσμούς στα δεκατέσσερα χρόνια λειτουργίας του. Ο πιο παλιός είναι το Sound of Color, μια μακροχρόνια συνεργασία του χώρου με τον μουσικό και συνθέτη Γιάννη Αναστασάκη και την εικαστικό Ναταλία Μαντά. Κάθε μήνα, εδώ και έντεκα χρόνια, καλούν εικαστικούς και μουσικούς για να αυτοσχεδιάσουν μαζί τους και να δημιουργήσουν ζωντανές συνθέσεις οι οποίες ηχογραφούνται, δημιουργώντας ένα ηχητικό αρχείο της πειραματικής σκηνής της Αθήνας. Είναι ένας θεσμός που συνεχώς ανανεώνεται και εξελίσσεται.
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός είναι το Three Times Three σε επιμέλεια του μουσικού και συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Σπύρου Πολυχρονόπουλου, ένα παιχνιδιάρικο πρότζεκτ, όπου τρεις χορεύτριες ή χορευτές συναντούν τρεις μουσικούς και μπροστά στο κοινό γίνεται μια κλήρωση για να σχηματιστούν τρία ζευγάρια που θα δημιουργήσουν τρεις μικρούς αυτοσχεδιαστικούς κύκλους.
Ένας τρίτος θεσμός είναι το Spoken Maik, ένα μηνιαίο ραντεβού για το spoken word, το slam και την προφορική ποίηση γενικότερα, που έχει δημιουργήσει γύρω του μια μικρή κοινότητα.
Τέλος, πολύ σημαντική είναι η συνεργασία με το Nowhere Studio, το οποίο έχει αναλάβει από την αρχή της λειτουργίας του χώρου τα γραφιστικά του ΚΕΤ.
Δ.Α.: Τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα προσελκύει όλο και περισσότερους μουσικούς από το εξωτερικό που αναζητούν χαμηλότερα ενοίκια και έναν τρόπο ζωής με λίγη ακόμη ελευθερία. Αυτή η νέα γενιά έχει φέρει μαζί της μια καλλιτεχνική κοινότητα με έντονη παρουσία, κάτι που αποτυπώνεται και στην αλλαγή της γειτονιάς. Όταν ξεκινήσαμε, στην Κυψέλη δεν έμεναν σχεδόν καθόλου καλλιτέχνες. Σταδιακά, το κοινό έγινε πιο πολυεθνικό, καθώς πολλοί καλλιτέχνες εγκαταστάθηκαν στα Πατήσια και στην Κυψέλη, ενώ παράλληλα είδαμε να μετακινούνται εδώ πολλά άτομα από τα Εξάρχεια, όταν άρχισαν να αυξάνονται τα ενοίκια εκεί. Το ερώτημα είναι αν η ίδια δυναμική θα οδηγήσει κάποια στιγμή στο άδειασμα και αυτής της περιοχής, από τους ίδιους ανθρώπους που κάποτε έφυγαν από τα Εξάρχεια και τώρα δυσκολεύονται να κρατήσουν ένα σταθερό ενοίκιο στην Κυψέλη.
— Ποιες άλλες τάσεις βλέπετε αυτήν τη στιγμή στη σκηνή της Αθήνας;
Δ.Α.: Την περίοδο της πανδημίας, σκεφτόμασταν πόσο περιοριστικά ανδρική παραμένει η πειραματική και ηλεκτρονική σκηνή. Όταν ξανανοίξαμε, θελήσαμε να δώσουμε χώρο στις γυναίκες δημιουργούς και έκτοτε βλέπουμε αυτή την παρουσία να δυναμώνει στο ΚΕΤ.
Φ.Μ.: Μια άλλη τάση είναι ότι έχουν βγει από διάφορες σχολές της Ελλάδας και του εξωτερικού πάρα πολλοί χορευτές και χορεύτριες, νέα παιδιά με εξαιρετικό επίπεδο. Είναι χορευτές, χορεύτριες και χορογράφοι με ανοιχτό και ερευνητικό μυαλό και προς άλλα είδη τέχνης, που κάνουν πάρα πολύ ωραία πρότζεκτ. Θεωρώ ότι η κοινότητα των χορευτών και χορογράφων είναι ένα πολύ δυναμικό κοινωνικό και καλλιτεχνικό στοιχείο της Αθήνας.
— Ποια είναι η μεγαλύτερή σας ανταμοιβή όλα αυτά τα χρόνια;
Δ.Α.: Θυμάμαι τον Τζακ Ράιτ, που είναι ένας πραγματικά υπέροχος σαξοφωνίστας από την αμερικανική free jazz σκηνή. Έχει περάσει τα εβδομήντα και έχει γυρίσει όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική. Ήρθε και μας είπε ότι το ΚΕΤ είναι ο πιο ωραίος χώρος στον οποίο έχει παίξει στην Ευρώπη.
Φ.Μ.: Η μεγαλύτερη ανταμοιβή είναι ότι βρίσκομαι καθημερινά ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να συνεννοηθώ, να ανταλλάξουμε όνειρα και δυσκολίες, μέσα σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο βάρβαρος. Σαν να έχουμε φτιάξει έναν προστατευτικό κλοιό.