Μια εντυπωσιακή ανακάλυψη φέρνει νέα δεδομένα για την κατανόηση των υδάτινων αποθεμάτων της Μεσογείου: ένα υπόγειο σύστημα χαμηλής αλατότητας, που διατηρείται για περίπου 800.000 χρόνια, εντοπίστηκε κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα του Κορινθιακού Κόλπου.
Η διεθνής ερευνητική ομάδα που πραγματοποίησε τη μελέτη αποκάλυψε ότι τεράστιες ποσότητες νερού είναι αποθηκευμένες μέσα σε ιζήματα, σε βάθη που φτάνουν τα 700 μέτρα.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Hydrogeology Journal» της Διεθνούς Ένωσης Υδρογεωλόγων, αποτελεί αποτέλεσμα συνεργασίας επιστημόνων από τη Μάλτα και την Ιταλία. Στο επίκεντρο των αναλύσεων βρέθηκε ο Κορινθιακός Κόλπος, «μια από τις πιο καλά μελετημένες περιοχές της Μεσογείου όσον αφορά στην τεκτονική δραστηριότητα και την απόθεση των ιζημάτων», όπως εξηγεί η επικεφαλής ερευνήτρια Σενάι Χοροζάλ (Senay Horozal). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη γεωλογική δραστηριότητα και μεγάλη συσσώρευση ιζημάτων, δημιουργώντας τις ιδανικές συνθήκες για τη μελέτη υπόγειων υδάτων.
Νερό από την εποχή των παγετώνων
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι δραματικές μεταβολές της στάθμης της θάλασσας κατά τις παγετώδεις περιόδους επέτρεψαν στο νερό της βροχής και των ποταμών να εισχωρήσει βαθιά στα παράκτια και υποθαλάσσια ιζήματα. Ένα μέρος αυτού του νερού εγκλωβίστηκε στα υπόγεια στρώματα και διατηρήθηκε για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Το νερό χαμηλής αλατότητας εντοπίζεται σε διαφορετικά βάθη ανάλογα με την περιοχή: από 20 έως 700 μέτρα κάτω από τον πυθμένα στην κεντρική λεκάνη του Κορινθιακού και από 15 έως 150 μέτρα στις Αλκυονίδες. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι τα πλευρικά στρώματα ιζημάτων μπορούν να περιέχουν έως και 250 κυβικά χιλιόμετρα υπόγειου νερού — ποσότητα ιδιαίτερα σημαντική σε μια εποχή όπου η έλλειψη γλυκού νερού αποτελεί παγκόσμια πρόκληση.
Συνδυασμός επιστημονικών τεχνικών στην έρευνα στον Κορινθιακό Κόλπο
Η ομάδα χρησιμοποίησε συνδυασμό σεισμικών δεδομένων, αναλύσεων γεωτρήσεων και υπολογιστικών προσομοιώσεων. Μεταξύ των στοιχείων που αξιοποιήθηκαν ήταν δείγματα από την Αποστολή 381 του Διεθνούς Προγράμματος Ανακάλυψης Ωκεανών (IODP), στην οποία συμμετείχε και το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Μέσα από αυτά τα δεδομένα, οι ερευνητές δημιούργησαν τρισδιάστατους χάρτες που δείχνουν πώς το νερό κατανέμεται κάτω από τον πυθμένα και πώς η αλατότητά του έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.
Οι υπολογιστικές προσομοιώσεις των τελευταίων 800.000 ετών αποκάλυψαν ότι οι παγετώνες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία αυτών των υδάτινων συστημάτων. Όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλή, μεγάλες εκτάσεις της υφαλοκρηπίδας ήταν εκτεθειμένες, επιτρέποντας στο γλυκό νερό να διεισδύσει στα ιζήματα. Η παρουσία στρωμάτων με χαμηλή διαπερατότητα λειτούργησε σαν φυσικό φράγμα, προστατεύοντας το νερό από την πλήρη ανάμειξή του με το θαλασσινό.
Κορινθιακός Κόλπος: Ένα φυσικό εργαστήριο για το μέλλον
Η ανακάλυψη αυτή έχει τεράστια σημασία για τη μελλοντική διαχείριση των υδάτινων πόρων. Η Ελλάδα, όπως και πολλές χώρες της Μεσογείου, βρίσκεται αντιμέτωπη με την κλιματική κρίση και την αυξανόμενη ζήτηση για πόσιμο νερό. Η γνώση της θέσης και του όγκου αυτών των υπόγειων αποθεμάτων μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη βιώσιμη αξιοποίησή τους.
Η Σενάι Χοροζάλ υπογραμμίζει ότι «στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής και της αυξανόμενης ζήτησης για γλυκό νερό, η γνώση του πού βρίσκονται αυτά τα υδάτινα σώματα χαμηλής αλατότητας και πόσο νερό μπορεί να περιέχουν είναι κρίσιμη για τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές διαχείρισης των υδάτων». Παράλληλα, προειδοποιεί ότι «οποιαδήποτε πιθανή αξιοποίηση θα πρέπει να προσεγγιστεί πολύ προσεκτικά, δεδομένης της περιβαλλοντικής ευαισθησίας των παράκτιων συστημάτων».
Η έρευνα στον Κορινθιακό Κόλπο δεν αποκαλύπτει μόνο μια πηγή αρχαίου νερού αλλά και μια ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα πώς η φύση διατηρεί τους δικούς της μηχανισμούς ισορροπίας μέσα στον χρόνο — μια γνώση που ίσως αποδειχθεί ανεκτίμητη για τις επόμενες γενιές.