ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ της 1ης Αυγούστου του 1931 ο συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» συνάντησε στο υπουργείο Εσωτερικών τον υπουργό Λιδωρίκη ανάμεσα στην ηγεσία της Αστυνομίας Πόλεων, Ρεμαντά, Νάσκο και Παπαδημητρίου, δεν αντίκρισε τίποτε άλλο παρά μειδιάματα ικανοποίησης. Η περίφημη «αντιπολεμική ημέρα» των κομμουνιστών, που όπως είχε λεχθεί θα λάμβανε τη μορφή «γενικού σαματά καθ’ άπασαν την χώραν», είχε παρέλθει ησυχότερη από κάθε προηγούμενη. Ούτε μύτη δεν είχε ανοίξει, ούτε μια προλεταριακή ζητωκραυγή δεν είχε ακουστεί. Καθώς πλησίαζε η 10η νυχτερινή και με τη γενική ησυχία που παρουσίαζε η πρωτεύουσα, όλοι δέχονταν την εντύπωση την οποία είχε αποκομίσει ο υπουργός από τις πληροφορίες που του είχαν μεταδοθεί από όλα τα αστυνομικά τμήματα της χώρας.
«Ε, αγαπητέ μου, επρόκειτο περί όνου σκιάς…»
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος θεωρήθηκε ο πρώτος που πυροβόλησε και περιγράφηκε ως αρχηγός. Αναζητούνταν από πολλούς αστυνομικούς «εις όλα τα καταγώγια, εις όλα τα μυστηριώδη καταφύγια, τα οποία οι κόκκινοι προλετάριοι ανευρίσκουν και χρησιμοποιούν εις παρόμοιας περιπτώσεις».
Προτού όμως τελειώσει τη φράση του, διαβιβάστηκε τηλεφωνικώς από την Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιώς: «Κύριε υπουργέ! Προ πέντε λεπτών οι κομμουνισταί ετυφέκησαν έναν αστυφύλακα εις την Δραπετσώνα!».
Η τελευταία συγκέντρωση στη Δραπετσώνα

Άνθρωποι έμπιστοι της αστυνομικής διεύθυνσης, οι οποίοι, παριστάνοντας τους εργάτες, είχαν μετάσχει στις «μυστικές συνεδριάσεις των ηγετών του προλεταριάτου» την παραμονή της 1ης Αυγούστου 1931, ειδοποίησαν ότι είχε αποφασιστεί να γίνουν μαχητικές διαδηλώσεις στο Ζάππειο, στην Ομόνοια, στη Λαχαναγορά, στη Δραπετσώνα. Οι πληροφορίες αυτές «αποδειχθείσαι μέχρι κεραίας αληθιναί, επέτρεψαν εις τας αστυνομικάς διευθύνσεις να στείλουν εγκαίρως όργανά των και να ματαιώσουν τας συγκεντρώσεις, συλλαμβάνοντα ή απομακρύνοντα εκείθεν κάθε προσερχόμενον».
Αναμενόταν μόνο η τελευταία συγκέντρωση στη Δραπετσώνα, όπου τα διασκορπισμένα πολυάριθμα όργανα της Αστυνομίας Πόλεων, άλλοτε ήρεμα και άλλοτε με μικροεπεισόδια, απομάκρυναν τους προσερχόμενους κομμουνιστές.

Είχε παρέλθει η 8:30 μ.μ. όταν έξω από το καφενείο «Παράδεισος» εμφανίστηκε μια πενταμελής παρέα κομμουνιστών με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Σαρίκα, ο οποίος «επανειλημμένως είχε καταδικαστεί για την ιδεολογίαν του, την οποίαν είχε εκδηλώσει πάντοτε με ταραχώδη επεισόδια. Από καιρού είχε γίνει άφαντος και επιστεύετο ότι είχε καταφύγει στην Ρωσίαν. Με μια λέξιν, θεωρείται εις από τους άσσους των Ελλήνων μπολσεβίκων. Ηγούμενος της παρέας εφώναζε: “Ζήτω η Γ’ Διεθνής. Κάτω ο πόλεμος! Κάτω οι πατρίδες!”. Και διότι κατεζητείτο και διότι εθεωρείτο βέβαιον ότι αν αυτός έμενεν εκεί, θα εσημειούντο ταραχώδη επεισόδια, η περίπολος, εις την οποία ανήκε και ο ατυχής αστυφύλακας, έσπευσε να τον συλλάβει».
Ήταν περίπου 9:00 όταν ο αστυφύλακας Γεώργιος Γυφτοδημόπουλος, κρατώντας τον καρπό του δεξιού χεριού του Σαρίκα, διασκέλιζε τον ανώμαλο και ερημικό δρόμο ο οποίος ελάχιστα φωτιζόταν από τον έναστρο ουρανό. Κανείς διαβάτης δεν υπήρχε. Μόνο στο κατώφλι της μικρής και μοναδικής στο σημείο αυτό οικίας, άφωνη καταρχάς και τρομαγμένη κατόπιν, κρατώντας το μικρό παιδί της και αναμένοντας τον σύζυγό της, βρισκόταν η Θεοδώρα Βούλγαρη.
Τι άκουσε και τι είδε η αυτόπτης μάρτυρας Θεοδώρα Βούλγαρη

Μπροστά από τη Θεοδώρα Βούλγαρη πέρασαν τρεις διαβάτες συνομιλώντας χαμηλόφωνα. Είχαν κατεβασμένα τα καπέλα.
«Από εδώ θα πάει».
Ο εκστομίσας τη φράση δεν πρόλαβε να την τελειώσει, διότι εμφανίστηκε ο Γυφτοδημόπουλος. Οι τρεις τους αλληλοκοιτάχτηκαν και όταν αντιλήφθηκαν ότι ήταν τα πρόσωπα που περίμεναν, ακούστηκαν από αυτούς συριγμοί. Έπειτα έβγαλαν τα περίστροφά τους, ο Σαρίκας ξέφυγε από τα χέρια του αστυφύλακα και καταλαβαίνοντας περί τίνος επρόκειτο «κατέφερε με λύσσαν τον γρόνθον του κατά της κεφαλής του ατυχούς Γυφτοδημόπουλου». Την ίδια στιγμή ακούστηκε «αριστερά, σύντροφε!» και έκανε αμέσως τρία βήματα αριστερά του αστυφύλακα, αφήνοντας ελεύθερο στόχο στα περίστροφα των συντρόφων του.
Αμέσως ακούστηκε η διαταγή: «Ψηλά τα χέρια». Ο Γυφτοδημόπουλος δεν πρόλαβε καν να συμμορφωθεί προς τη διαταγή, όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός μαζί με τη φράση: «Να τι αξίζετε!».
Την ίδια στιγμή ακούστηκε άλλη ομοβροντία από τα περίστροφα των άλλων δύο.
Οι συλλήψεις

Τις επόμενες μέρες θα συλληφθούν ως εμπλεκόμενοι στην υπόθεση, μεταξύ άλλων, ο κουλουρτζής Μόσχος Δουλγέρης, ο 21ετής υποδηματοποιός Εμμανουήλ Βοσινάκης, ο 20ετής μηχανουργός Αβραάμ Δερβίσογλου, ο Γιάννης Καλογερίδης και ο 25ετής εργάτης Κωνσταντίνος Σαρίκας.
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος θεωρήθηκε ο πρώτος που πυροβόλησε και περιγράφηκε ως αρχηγός. Από τη δεύτερη μέρα μετά το κακούργημα αναζητούνταν από πολλούς αστυνομικούς «εις όλα τα καταγώγια, εις όλα τα μυστηριώδη καταφύγια, τα οποία οι κόκκινοι προλετάριοι ανευρίσκουν και χρησιμοποιούν εις παρόμοιας περιπτώσεις». Η φωτογραφία του και τα χαρακτηριστικά του, εκτός του ότι δημοσιεύτηκαν και περιγράφηκαν επανειλημμένως σε όλες τις ελληνικές εφημερίδες, διαβιβάστηκαν και σε όλες τις αστυνομικές και λιμενικές αρχές της χώρας.
Ο αρχιφύλακας Βολτεράκης «είτε διότι ως ασχολούμενος ειδικά με τα κομμουνιστικά είτε διότι είχε καλήν τύχην, έπεσε επάνω στον άνθρωπον που του εχρειάζετο». Τον Οκτώβρη του 1931 άρχισε να παρακολουθεί τον 28χρονο Ιωάννη Μπήτρο. «Ο άλλος αυτός αστήρ του κομμουνιστικού στερεώματος είναι προφυματικός, έγγαμος με γυναίκα φυματικήν και δυο παιδιά», ο οποίος είχε για λόγους υγείας εγκαταστήσει την οικογένειά του στο βορειοδυτικό του Αμαρουσίου δάσος Μαγκουφάνα.

Από την παρακολούθηση ο Βολτεράκης εξακρίβωσε ότι ο Μπήτρος, όταν έφτανε στο Μαρούσι, πότε με τον σιδηρόδρομο πότε με αυτοκίνητο, δεν λάμβανε τον κανονικό δρόμο προς τους οικισμούς αλλά εισχωρούσε μέσα στα δέντρα και λαμβάνοντας διάφορες ατραπούς εξαφανιζόταν. Πότε μεταμφιεσμένος σε γέροντα και πότε σε αλήτη, τον παρακολουθούσε κάθε βράδυ. «Ούτως κατόρθωσε προχθές τη νύχτα να τον παρακολουθήσει από πολύ κοντά μέσα εις το δάσος και να αντιληφθεί ότι κατευθύνθη προς ένα σημείον όπου ευρίσκονται τρεις οικισμοί απομεμονωμένοι των άλλων, χρησιμοποιούμενοι κατά την θερινήν περίοδο υπό των φυματικών».
Ήταν 8 Οκτώβρη 1931 και ώρα 2:30 τα ξημερώματα όταν, με τα περίστροφα στα χέρια, οι αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα του Γιάννη Μπήτρου. Αμυδρό φως διέφευγε από τις ρωγμές του οικίσκου, όμως καμιά απάντηση δεν δινόταν από αυτούς που βρίσκονταν στο εσωτερικό του.
«Γιάννη! Άνοιξε γιατί σε θέλουμε».
«Ποιος είναι;»
Ακούστηκαν τότε από μέσα βηματισμοί και οι αστυνομικοί παραβίασαν την πόρτα, η οποία με την πρώτη, μοναδική ώθηση των αστυνομικών υποχώρησε. Οι αστυνομικοί όρμησαν με τα περίστροφα προτεταμένα εντός του δωματίου. Σ' αυτό υπήρχαν δύο κρεβάτια, σε ένα από τα οποία βρισκόταν ο Μπήτρος με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, τα οποία ξύπνησαν τρομαγμένα. Μια μικρή λάμπα φώτιζε το δωμάτιο και στην απέναντι πλευρά βρισκόταν ένα άλλο κρεβάτι, από το οποίο πήδηξε τη στιγμή της εισόδου των αστυνομικών ο Μπεζεντάκος, τρέχοντας προς ένα μπαούλο. Αποπειράθηκε να το ανοίξει για να πάρει το ευρισκόμενο εντός αυτού περίστροφο, αλλά μπροστά στη θέα των προτεταμένων όπλων των αστυνομικών και στο άκουσμα της φωνής του Βολτεράκη σταμάτησε.
«Μπεζεντάκο! Κάτσε ήσυχα, για να μην πεθάνεις άδικα εδώ κάτω!»
Τότε κάθισε εξουθενωμένος επί του μπαούλου, ψιθυρίζοντας: «Παραδίδομαι!».

Μια συνέντευξή του
Είχε γίνει πια πρωί όταν ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις» παρατηρούσε τον Μπεζεντάκο από το μικρό κιγκλιδόφρακτο παράθυρο των κρατητηρίων προτού ο αστυφύλακας τού ανοίξει τη θύρα. Ήταν κανονικού αναστήματος, λεπτός και φορούσε περιποιημένα ρούχα χρώματος μπλε. Μελαχρινός με μαύρα μάτια, φρεσκοξυρισμένος, έδινε την εντύπωση ανθρώπου καλής κοινωνικής θέσεως. «Τίποτε –πλην της ανησυχίας του και της ωχρότητός του– δεν σας δίδει την εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός υπήρξεν από τους κυριότερους πρωτεργάτας της φρικτής τραγωδίας, η οποία διαδραματίσθη τις πρώτες εσπερινές ώρες της 1ης Αυγούστου, εκείθεν της Δραπετσώνας».
Ο αρχιφύλακας αφαίρεσε τη σιδερένια αμπάρα από την πόρτα και σε λίγο ο ρεπόρτερ βρισκόταν μπροστά στον Μπεζεντάκο, που βάδιζε διαρκώς μέσα στο κιγκλιδόφρακτο κελί του. Τον κοιτάζει περίεργα.

«Είσθε δημοσιογράφος;»
«Μάλιστα».
«Τι θέλετε από μένα; Σεις τα γράψατε όλα, και μάλιστα έτσι που με αδικήσατε...»
«Γιατί σε αδικήσαμε, Μπεζεντάκο;»
«Γιατί; Είναι να ρωτάτε; Γιατί γράψατε ότι είχαμε προσχεδιασμένο τον φόνο του αστυφύλακος και ότι τα πάντα εκτελέσαμε επί τη βάσει σχεδίου! Ενώ δεν είναι έτσι. Ήρθαν τα πράγματα τόσο μοιραία! Ήταν τυχερό να γίνει αυτός ο φόνος που έβλαψε τόσο την ιδεολογία μας...»

«Την ιδεολογία σας... Είσαι λοιπόν κομμουνιστής;»
«Είμαι, και δεν το αρνούμαι καθόλου. Αυτό δεν είναι κακό πράγμα, μου φαίνεται. Κάθε άνθρωπος έχει τις ιδέες του, και εγώ είμαι κομμουνιστής. Δεν έκανα όμως κανένα αδίκημα στη ζωή μου, και για πρώτη φορά βρίσκομαι στα κρατητήρια...»
«Και μάλιστα με τόσο βαριά κατηγορία, Μπεζεντάκο. Έτσι δεν είναι;»
Στέκεται λίγο σιωπηλός και απαντάει με πνιγμένη φωνή.
«Δεν ξέρω αν τον σκότωσα εγώ. Ήμουνα και εγώ, και μάλιστα εγώ ήμουνα εκείνος που σταμάτησε την συνοδεία και φώναξε “ψηλά τα χέρια...” στον Γυφτοδημόπουλο. Αλλά δεν ξέρω αν η δική μου σφαίρα ήταν θανατηφόρα, γιατί άκουσα και άλλον πυροβολισμό. Φαντάζομαι ότι μάλλον η δική μου σφαίρα τον πήρε στ' αυτί. Αυτό θα εξακριβωθεί από την ιατροδικαστική έκθεση, γιατί οι σφαίρες μου είναι μεγάλου διαμετρήματος. Τώρα πώς έγινε το πράγμα... Έτσι ήταν γραφτό. Εγώ βάδιζα για το σπίτι μου, και πίσω μου ερχόντουσαν ο Δουλγέρης και ο Δερβίσογλου. Και κανέναν άλλον δεν είδα. Πήγα στη μάντρα του Λέγινα εγώ και όταν ξαναβγήκα στον στενό δρόμο είδα που έφερνε ο αστυφύλακας τον Σαρίκα».

«Τον Σαρίκα τον γνώριζες;»
«Όχι. Γνώριζα ότι ήταν κομμουνιστής, αλλά προσωπική φιλία δεν είχα μαζί του. Όταν τον είδα γύρισα στους άλλους και πρότεινα να τον απελευθερώσουμε. Αυτός ήταν ο σκοπός μας. Σταμάτησα, λοιπόν, τη συνοδεία με το πιστόλι στα χέρια. Αλλ' αμέσως επετέθησαν κατά του αστυφύλακα οι άλλοι δύο, ο Δερβίσογλου και ο Δουλγέρης, και τον έπιασαν. Ένας μάλιστα τον κτύπησε με μια πέτρα στο πρόσωπο, και τον πήραν τα αίματα. Εγώ δεν ξέρω πώς έχασα την ψυχραιμία μου και πυροβόλησα. Την ίδια στιγμή άκουσα και έναν άλλον πυροβολισμό και είδα τον αστυφύλακα να πέφτει γεμάτος αίματα. Ο Σαρίκας στο μεταξύ πήρε δρόμο. Πάντως μέσα στην σύγχυση δεν παρατήρησα καλά αν και αυτός επιτέθηκε κατά του αστυφύλακα. Φύγαμε τρέχοντας να εξαφανισθούμε. Είδα μάλιστα και μια γειτόνισσα που καθότανε μπροστά στο κατώφλι της πόρτας της, την Βούλγαρη. Εγώ πήγα στην Αθήνα και ενοικίασα ένα δωμάτιο στο οποίον και έμεινα μέχρι προ δέκα ημερών. Έπειτα έπεισα τον Μπήτρο να με πάρει στη Μαγκουφάνα όπου έμενε με την άρρωστη γυναίκα του, για να κρυφτώ, διότι είχα υποψίες ότι με είχανε πάρει χαμπάρι οι αστυνομικοί».
«Στο διάστημα που είχες εξαφανισθεί πώς περνούσες;»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν περνούσα άσχημα. Μάλιστα έκανα τακτικά περιπάτους μέσα στην Αθήνα, και πολλές φορές πήγαινα και με ποδήλατο ίσαμε την Βούλα, την Γλυφάδα και την Βουλιαγμένη… Μια φορά με είδανε μερικοί αστυνομικοί, αλλά δεν με ανεγνώρισαν. Βρισκόμουνα τότε στο Στάδιο προ 20 ημερών όταν γινότανε η τελετή που είχαν έρθει τα μέλη της Ιταλικής Φασιστικής Νεολαίας».
Η απόδραση
Στις 5 Μαρτίου 1932, ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» έγραφε:
«Ένας μικρός λοστός κάτω από τον επενδύτη του αρχισυμμορίτου, μια νύχτα θυελλώδης και μια τρύπα στον τοίχο της φυλακής και… δώθε παν οι άλλοι. Με αυτό το μυθιστορηματικόν πλαίσιον κινήσεως εργάσθη προχθές τη νύχτα και ο διαβόητος Μπεζεντάκος. […] Ο Μπεζεντάκος και οι συνδράμοντες αυτόν στο πραξικόπημα της απόδρασής του από τις φυλακές Συγγρού ξεπέρασαν και τη φαντασία του Γκαστόν Λερού. Έγιναν αυτοί ήρωες του τολμηρότερου που εγράφη από την πραγματικότητα περιπετειώδους μυθιστορήματος».

Το κελί του Μπεζεντάκου βρισκόταν στην αριστερή πτέρυγα, στη λεγόμενη «κόκκινη φωλιά». Μαζί στο ίδιο κελί έμεναν ο καταδικασμένος σε τετραετή φυλάκιση για τη δυσφημιστική δημοσίευσή του στον «Ριζοσπάστη» εναντίον του τέως υπουργού Αβραάμ, Παράσχος Μαρμαρέλης, ο δράστης των δυναμιτιστικών αποπειρών κατά την απεργία των τσαγκαράδων, αρχειομαρξιστής Χριστοφυλάκης και ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ηλεκτρισμού, Νεφελούδης.
Ο Μπεζεντάκος, την ώρα που ανοίγονταν τα κελιά και τους επιτρεπόταν να κατέρχονται στο προαύλιο, δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Έλεγε ότι είναι άρρωστος και όταν οι φύλακες έμπαιναν στο κελί, αυτός βογκούσε. Ζητούσε συνεχώς κουφέτα κινίνης με τον ισχυρισμό ότι είχε πυρετό. Έτσι πέτυχε να πιστέψει η υπηρεσία της φυλακής ότι είναι πραγματικά ασθενής.
Λίγο μετά τη διανομή του συσσιτίου, έγινε το σύνηθες προσκλητήριο των κρατουμένων της «Κόκκινης Φωλιάς», λίγο πριν από τον εγκλεισμό στα ιδιαίτερα καθ’ ομίλους κελιά. Η καταμέτρηση έγινε στους διαδρόμους, αρκετά στενούς και λίγο φωτισμένους, σε χειμερινό απόγευμα βροχερής ημέρας. Όταν έφτασε η σειρά του ονόματος του Μπεζεντάκου και αυτό εκφωνήθηκε από τον αρμόδιο φύλακα, κάποιος από τη σειρά των κρατούμενων κομμουνιστών φώναξε «παρών». Ο φύλακας υπέθεσε ότι ο δραπέτης της νύχτας βρισκόταν, επειδή ήταν ασθενής, ακουμπισμένος στον τοίχο όπισθεν άλλων ομοϊδεατών του. Έτσι την έπαθε.

Αφού έγινε το προσκλητήριο, οι κρατούμενοι διατάχθηκαν να εισέλθουν στα κελιά τους. Είναι δίπλα το ένα με το άλλο και καθώς οι κρατούμενοι ομαδικώς στράφηκαν προς τις ανοιχτές μέχρι εκείνη τη στιγμή θύρες, οι ατυχείς δεσμοφύλακες δεν αντιλήφθηκαν ότι στο κελί του Μπεζεντάκου δεν εισήλθαν τέσσερις, όπως έπρεπε, αλλά μόνο τρεις. «Οπωσδήποτε μετ’ ολίγον τα κελιά κλειδώνουν όπισθεν των εισελθέντων σε αυτά». Όταν κλειδώθηκαν, κοίταξαν από τα μικρά παράθυρα των κελιών και διαπίστωσαν ότι όλοι ήταν εντός αυτών. Συγκεκριμένα στο κελί του Μπεζεντάκου είδαν ότι οι Μαρμαρέλης, Χρηστοφιλάκης και Νεφελούδης κάθονταν στα κρεβάτια τους και συνομιλούσαν, ο δε Μπεζεντάκος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με σκεπασμένο το πρόσωπό του κατά το πλείστον. Άρρωστος καθώς ήταν, είχε πέσει αμέσως στο κρεβάτι και κοιμόταν. Τις ίδιες διαπιστώσεις έκαναν κατά τις νυχτερινές τους διαδρομές, στις οποίες, σύμφωνα με τους κανονισμούς των φυλακών, οι δεσμοφύλακες είναι υποχρεωμένοι να κοιτάζουν από τα μικρά παράθυρα των κελιών αν οι κρατούμενοι βρίσκονται εντός αυτών.
Ενώ οι φύλακες είχαν γνώση μόνον του αριθμού των ευρισκομένων στο κελί του Μπεζεντάκου, αυτός βρισκόταν στο πλυντήριο εργαζόμενος πυρετωδώς. Για να μη γίνει αντιληπτός εκ της τυχόν εισόδου κάποιου δεσμοφύλακα, είχε κρυφτεί πίσω από το ντεπόζιτο μεταξύ του οποίου και του δεξιού τοίχου μεσολαβεί ένα κενό. Εκεί παρέμεινε ωσότου νύχτωσε καλά και σταμάτησε κάθε κίνηση στον έξω του πλυντηρίου διάδρομο και στο κτίριο των φυλακών.
«Καθ’ όλη την νύχτα έβρεχε ραγδαίως και καθώς η περιοχή των φυλακών Συγγρού είναι γύρω δενδροφυτευμένη εμαίνετο ένας άγριος αέρας». Έτσι οι κρότοι της εκχωματώσεως που έκανε ο Μπεζεντάκος δεν ακούγονταν. Το πλυντήριο, εξάλλου, κατά έναν τρόπο ήταν απομονωμένο από τα κελιά, ώστε οι άλλοι κρατούμενοι δεν άκουγαν. Ένας άλλος συντελεστής είναι και ότι τα τρία ντεπόζιτα του πλυντηρίου έσταζαν διαρκώς και ο προκαλούμενος θόρυβος μπερδευόταν με εκείνους που προκαλούσε ο Μπεζεντάκος εργαζόμενος.

Με βάση την αυτοψία, ο Μπεζεντάκος φαίνεται να ενήργησε ως εξής: με ένα τσίγκινο δοχείο, το οποίο βρέθηκε εκεί, κατέβρεχε τον τοίχο και τον διαπότιζε. Κατόπιν, σε κάθε σημείο που διαπότιζε, έβγαζε τα αμμοκονιάματα με δυο σουγιάδες. Έτσι, αφού απάλλαξε από τα αμμοκονιάματα όσο μέρος τού χρειαζόταν για να γίνει η οπή εκ της οποίας έκρινε ότι θα χωρούσε το σώμα του, άρχισε να βγάζει τους λίθους. Για την εξόρυξη αυτών χρησιμοποίησε τον μικρό λοστό, μεταχειριζόμενός τον ως μοχλό. Ανασήκωνε δηλαδή τις πέτρες και σιγά-σιγά τις έβγαζε και τις έβαζε κάτω. Για την εργασία αυτή χρησιμοποίησε και ένα σφυρί, κλεμμένο κι αυτό προφανώς από κάποιο συνεργείο του ιδρύματος. Πόσο διήρκεσε η εργασία αυτή δεν είναι βέβαιο, αλλά αδύνατον να πέτυχε διάτρηση τοίχου σε χρόνο λιγότερο των δύο ωρών.
Μόνο ένας κρότος αρκετά ζωηρός είναι βέβαιο ότι προκλήθηκε και «οπωσδήποτε κατά τας πρώτας νυκτερινάς ώρας ο Μπεζεντάκος δεν ήταν πλέον κρατούμενος των φυλακών Συγγρού».
Έτσι ξημέρωσε η μέρα και κανείς μέχρι τις 8:00 μ.μ. δεν είχε πάρει είδηση στις φυλακές Συγγρού τι συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η συνήθης πρωινή αναφορά περί των καταδίκων προς τη διεύθυνση των φυλακών βεβαίωνε ότι οι μετρηθέντες βρέθηκαν εν τάξει και όλα έχουν καλώς.

Ενώ όμως αυτή η αναφορά είχε συνταχθεί, ένας διαβάτης αντιλήφθηκε την οπή της απόδρασης. Ειδοποίησε τον σκοπό, ο οποίος ανέφερε το πράγμα στον επικεφαλής της στρατιωτικής φρουράς, ανθυπολοχαγό Παπά. Υπήρχε η τρύπα από πριν ή δεν υπήρχε; Το πράγμα συζητιόταν, γιατί οι παρατηρούντες αυτήν είδαν ότι αυτή οδηγούσε στο πλυντήριο. Κανείς φόβος δεν δικαιολογούνταν, αφού δεν επρόκειτο για κελί κρατούμενου. Και προς λύση της απορίας τους κατευθύνθηκαν προς τους διευθυντές της φυλακής, Νίκου και Γιάνναρο. Τότε η είδηση μεταδόθηκε σαν βόμβα. Οι κατάδικοι μετρήθηκαν πάλι και διαπιστώθηκε η απουσία του Μπεζεντάκου.
«Οι ομοϊδεάται εκοίταζαν ήδη λοξά τους ανησυχούντας διευθυντάς και το προσωπικόν των, και μερικοί ήρχισαν τας ειρωνείας. Άλλοι θερμόαιμοι εζητωκραύγασαν υπέρ της Γ' Διεθνούς. Η προκληθείσα εντύπωσις υπήρξεν απερίγραπτος. Οι κομμουνισταί απεμοιώθησαν και οι ευρισκόμενοι εις το κελί του Μπεζεντάκου ομοϊδεάται του μετεφέρθησαν εις το γραφείον της Διευθύνσεως και υπεβλήθησαν εις μακράν ανάκρισιν. Δεν κατέθεσαν όμως τίποτε το διαφωτιστικόν, προέβησαν δε εις την δήλωσιν ότι δεν είναι δυνατόν να συνεργήσουν εις δίωξιν εναντίον συντρόφου των».