ΕΝΑ ΠΛΗΘΟΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ, ιστορικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών έχει διαμορφώσει τα τοπία που αποτελούν την κοινή μας κληρονομιά. Ένα τοπίο δεν είναι απλώς ένα κομμάτι γης με ή χωρίς ανθρώπινες επεμβάσεις. Είναι μια ζώσα, πολιτιστική και περιβαλλοντική οντότητα, η οποία ενσωματώνει μνήμη, εμπειρία και συνέχεια, και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωντανή ανθρώπινη παρουσία, τους κατοίκους της.
Με αυτή την προσέγγιση κατά νου, που έχει διατυπωθεί επανειλημμένως από χωροτάκτη-πολεοδόμο με μακρά ενασχόληση με το ζήτημα, η πρόσφατη εκδήλωση με θέμα τη νομική προστασία του αγροτικού και του πολιτιστικού τοπίου των Κυκλάδων δεν θα μπορούσε παρά να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η αίθουσα στο επιβλητικό νεοκλασικό του Ιωνικού Κέντρου, στην καρδιά της Πλάκας, ήταν γεμάτη. Απ’ έξω ακουγόταν ο γνώριμος ήχος της τουριστικής Πλάκας: μουσικό φολκλόρ για τις ορδές τουριστών, βαριές μυρωδιές από τις ταβέρνες, φωνές από τους πελάτες και τους διερχόμενους περαστικούς. Οι ήχοι, οι μυρωδιές, η φασαρία, δεν έρχονταν μόνο σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του εντυπωσιακού κτιρίου, όπου εξελισσόταν η συζήτηση για το τοπίο, αλλά επιβεβαίωναν με τον τρόπο τους την αλλοίωση ενός τόπου, η οργανική σχέση του οποίου με τους κατοίκους του έχει προ πολλού διαρραγεί.
Αυτό το διάστημα είναι σε δημόσια διαβούλευση τα νέα τοπικά πολεοδομικά σχέδια που θα κρίνουν, μεταξύ άλλων, τι θα συμβεί κατά τις επόμενες δεκαετίες στο παραδοσιακό αγροτικό τοπίο, στις κατασκευές και στα κτίσματα που το αποτελούν
Αυτή την τροπή θέλουν να αποφύγουν ομάδες και φορείς ενεργών πολιτών στις Κυκλάδες. Στην εκδήλωση, που έφερε την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και συνδιοργανώθηκε από είκοσι ακόμη φορείς και οργανώσεις πολιτών, μίλησαν διακεκριμένοι επιστήμονες που ανέδειξαν το ισχύον νομικό πλαίσιο προστασίας και τις δυνατότητες εφαρμογής του.

Η συζήτηση που συντόνισε ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάλιος κρίθηκε επείγουσα, υπό την έννοια ότι «αυτό το διάστημα είναι σε δημόσια διαβούλευση τα νέα τοπικά πολεοδομικά σχέδια που θα κρίνουν, μεταξύ άλλων, τι θα συμβεί κατά τις επόμενες δεκαετίες στο παραδοσιακό αγροτικό τοπίο, στις κατασκευές και στα κτίσματα που το αποτελούν», όπως επισημαίνουν οι διοργανωτές.

Τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια, όπως εξήγησε η Ελένη Μαΐστρου, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ και πρόεδρος του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της ΕΛΛΕΤ, «συνδυάζουν χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό». Καθορίζουν, κατά τα λεγόμενά της, «τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης σε δομημένο και αδόμητο χώρο (π.χ. κατοικία, αγροτική χρήση, βιομηχανία) και τα όρια δόμησης. Θεσπίζουν επίσης κανόνες για τη δόμηση, την προστασία του περιβάλλοντος και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και ορίζουν Περιοχές Ειδικής Προστασίας, φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του αγροτικού τοπίου αρχαιολογικών χώρων, μνημείων». Τέλος «ορίζουν ζώνες ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων και καθορίζουν τις περιοχές που προορίζονται για αγροτική χρήση, προστατεύοντας τη γεωργική γη και αποτρέποντας την ανεξέλεγκτη δόμηση».
Η Ε. Μαΐστρου υποστήριξε ότι «για να προστατεύσουμε το αγροτικό τοπίο πρέπει πρώτα απ' όλα να το καταγράψουμε και να το αξιολογήσουμε. Η αναγνώριση του αγροτικού τοπίου αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία του και τη διαχείριση της εξέλιξής του μέσα στον χρόνο», ανέφερε. Εκτός από την εγκατάλειψη, η Ε. Μαΐστρου συμπεριέλαβε στις «πιο σημαντικές απειλές του αγροτικού πολιτιστικού τοπίου την εκτός σχεδίου δόμηση, την οικοπεδοποίηση, τη μεγάλη και ανεξέλεγκτη αύξηση του τουρισμού», ζητήματα «που μπορούν να αντιμετωπιστούν και μέσα από τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια», όπως είπε.
Ξερολιθιά: Η πέτρα της επιβίωσης για τις Κυκλάδες
Οι διοργανωτές της εκδήλωσης υποστηρίζουν ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγροτικού τοπίου και του πολιτισμού που γεννήθηκε μέσα από αυτό είναι η ξερολιθιά των Κυκλάδων, το χτίσιμο χωρίς συνδετικό κονίαμα: «Με μόχθο και ενστικτώδη καλαισθησία, οι κάτοικοι των Κυκλάδων βάσισαν επί αιώνες ή και χιλιετίες την επιβίωσή τους στο υλικό που είχαν σε αφθονία, την πέτρα, και μάλιστα την ξερολιθιά. Χάρη σ’ αυτήν –στις πεζούλες, στα αλώνια, στα σταβλάκια, στους λιθόστρωτους δρόμους– κατόρθωσαν να κάνουν φιλόξενους αυτούς τους μεγάλους βράχους μες στη μέση του Αιγαίου.
Πλαισιωμένα από την ξερολιθιά, τα έργα λιθοδομής με συνδετικό υλικό, οι κατοικίες, οι ανεμόμυλοι, οι περιστεριώνες, τα εκκλησάκια φιλοξένησαν την ανθρώπινη ανάγκη, σοφά τοποθετημένα στις καμπύλες και τα υψώματα του εδάφους, ακολουθώντας και όχι διαταράσσοντας τη φυσική του διαμόρφωση, εξοικονομώντας και όχι σπαταλώντας πόρους, σε αρμονική συνύπαρξη με τον κυκλαδίτικο ήλιο και αέρα», αναφέρουν. Η ξερολιθιά, ως σύμβολο μιας βιώσιμης ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση, συνδέει το τοπίο των Κυκλάδων με την ανάγκη θεσμικής προστασίας.

Από την αισθητική στην έννομη προστασία του τοπίου
Η Μαρία Καραμανώφ, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. και πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, υποστηρίζει πως το Σύνταγμα, η νομολογία του ΣτΕ, η εθνική νομοθεσία και οι διεθνείς συμβάσεις κατοχυρώνουν την προστασία του τοπίου ως πολιτιστικής και περιβαλλοντικής οντότητας.
«Ξέρουμε σήμερα, υπό το φως νέων επιστημών, ιδίως της αρχιτεκτονικής και της οικολογίας του τοπίου αλλά και των κοινωνικών επιστημών που εξετάζουν την επίδρασή του στον άνθρωπο, ότι το ζήτημα είναι πολύ ευρύτερο και εμπίπτει πλέον στην αρμοδιότητα του δικαίου του περιβάλλοντος», σημείωσε.
Το τοπίο, πρόσθεσε, με τα χαρακτηριστικά του στοιχεία, «μορφολογία, όγκους, χρώματα, σκιές, και ο τρόπος που μελετάται είναι έννοια αντικειμενική, ανεξάρτητη από τις υποκειμενικές προτιμήσεις του παρατηρητή. Κι όμως, στις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων βλέπουμε να γίνονται ανεκτά έργα που προκαλούν βάναυση προσβολή του περιβάλλοντος με την αιτιολογία ότι βρίσκονται μακριά από τους οικισμούς και δεν είναι ορατά. Αυτό είναι προφανώς μια ανοησία».

Αναφερόμενη στο θεσμικό πλαίσιο, τόνισε ότι ο νόμος 1650/1986 προσέδωσε σαφή νομική υπόσταση στην προστασία της φύσης και του τοπίου, πέρα από την παλαιότερη έννοια του «τοπίου ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» που είχε μόνο τυπικό χαρακτήρα: «Δεν περιείχε ρυθμίσεις με έμμεσες έννομες συνέπειες για τα τοπία αυτά. Ήταν ένας τίτλος τιμής για τα τοπία κι από εκεί και πέρα μία κατεύθυνση προς τον πολεοδόμο, τον χωροτάκτη, τον αρχιτέκτονα και τις αδειοδοτούσες αρχές να τα μεταχειριστούν όπως τους αξίζει, αλλά, φυσικά, ως απλή κατεύθυνση, δεν γινόταν ποτέ ακουστή», εξήγησε. Αντίθετα με τον προαναφερθέντα νόμο, «η φύση και το τοπίο προστατεύονται και διατηρούνται για να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων» είπε, επισημαίνοντας ότι οι ίδιες οι διατάξεις του νόμου αναγνωρίζουν την αισθητική, πολιτιστική και οικολογική αξία του τοπίου. Ειδική μνεία έκανε στις ξερολιθιές που συγκεντρώνουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και πρέπει να αξιοποιηθούν στο προστατευτικό αυτό πλαίσιο.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην επιστημονική και φιλοσοφική θεμελίωση αυτής της προσέγγισης. «Σήμερα όλοι οι αλληλένδετοι κλάδοι των επιστημών αποδεικνύουν ότι η αισθητική αξία δεν είναι καθόλου υποδεέστερη της οικολογικής· αλληλοεξαρτώνται και αλληλοϋποστηρίζονται», σημείωσε. Και συνέχισε με αναφορά στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση: «Ο ελληνικός λόγος ανέκαθεν θεωρούσε ότι το αληθές, το αγαθό και το ωραίο ταυτίζονται. Η φύση είναι αληθινή γιατί υπακούει στους φυσικούς νόμους που τη διέπουν· κι όταν κάτι είναι αληθινό, είναι και αγαθό, άρα και όμορφο. Ένα φυσικό τοπίο που έχει παραμείνει αδιατάρακτο είναι πάντα όμορφο· αντίθετα, ένα τοπίο βεβηλωμένο μάς προκαλεί αποστροφή, γιατί διαισθανόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά». Οι αρχές αυτές, πρόσθεσε, βρίσκονται στον πυρήνα της βιώσιμης ανάπτυξης, με τις ξερολιθιές να αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η Μ. Καραμανώφ μίλησε για τη νομολογία του ΣτΕ μέσα από την οποία έχει εδραιωθεί η προστασία του τοπίου. «Το ΣτΕ, ερμηνεύοντας το άρθρο 24 του Συντάγματος, τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, τις διεθνείς συμβάσεις και την ενωσιακή νομοθεσία, κατέληξε ότι προστατευτέα τοπία δεν είναι μόνο τα φυσικά οικοσυστήματα αλλά και τα ανθρωπογενή, κάθε είδους και μεγέθους, από οικισμούς μέχρι λίθινα μονοπάτια». Ιδιαίτερη σημασία έχει, σύμφωνα με την ίδια, το γεγονός ότι το ΣτΕ έχει αποφανθεί πως αν μια περιοχή συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά προστατευόμενου τοπίου βάσει του νόμου 1650/1986, τότε, ακόμη και αν η διοίκηση παραλείψει να την εντάξει σε καθεστώς προστασίας, «η περιοχή εμπίπτει αυτομάτως στην αυστηρότερη δυνατή προστασία, θεωρείται δηλαδή απολύτου προστασίας».
Η Μ. Καραμανώφ ανέδειξε τις ξερολιθιές ως χαρακτηριστικό παράδειγμα «βιώσιμης παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση» που ωφέλησε τόσο τα οικοσυστήματα όσο και τις τοπικές κοινωνίες: «Από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα, προστατεύουν τη φύση από κατολισθήσεις και απώλεια υδάτων και επιτρέπουν στον άνθρωπο να επιβιώνει σε ένα αφιλόξενο από καλλιέργειες τοπίο». Η αξία τους, σημείωσε, δεν έχει μειωθεί αλλά αντιθέτως ενισχύεται από τις σημερινές συνθήκες κλιματικής αλλαγής και λειψυδρίας. Υπογράμμισε, δε, ότι «οι βασικές κατευθύνσεις που δίνει ήδη το Σύνταγμα, σε συνδυασμό με την προστασία της UNESCO και τις διεθνείς συμβάσεις, υποχρεώνουν οποιονδήποτε παρεμβαίνει στις ξερολιθιές να τις σεβαστεί ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Αυτό ισχύει κατεξοχήν για τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια».

Στη νομική διάσταση της προστασίας στάθηκε και ο Ιάκωβος Μαθιουδάκης, αναπληρωτής καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, που τόνισε την ανάγκη διαφύλαξης των ξερολιθιών των Κυκλάδων. Όπως είπε, πρόκειται για «μία μεγάλη γκάμα κτισμάτων, όπως οι πεζούλες, οι περίβολοι, τα “κελιά”, οι περιστεριώνες, οι μύλοι κ.ά., κατασκευασμένων από ακατέργαστες πέτρες χωρίς συνδετικό στοιχείο, τα οποία αποτελούν θαυμαστά δείγματα της επινοητικότητας των ανθρώπων σε ένα άνυδρο και φτωχό αγροτικό τοπίο – την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι».
Στάθηκε ιδιαίτερα στο θεσμικό πλαίσιο που τις προστατεύει: «Οι κατασκευές αυτές προστατεύονται ως μνημεία της ανθρώπινης ζωής και δράσης, ως στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και του τοπίου», ενώ «ρητά μνημονεύονται στο άρθρο 19 παρ. 5α του ν. 1650/1986» ως προστατευόμενα στοιχεία με «ιδιαίτερη οικολογική, αισθητική ή πολιτισμική αξία». Και πρόσθεσε: «Έχει γραφεί, νομίζω εύστοχα, ότι το πολιτιστικό περιβάλλον συμμειγνύει τον χώρο και τον χρόνο, ενώ το τοπίο συνδυάζει το φυσικό με το πολιτιστικό περιβάλλον».

Αναφερόμενος στη νομική προστασία των ξερολιθιών, τόνισε ότι στηρίζεται σε πολυεπίπεδη νομική βάση: «Στο Σύνταγμα, στις διεθνείς συνθήκες, στη νομοθεσία αλλά και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας». Όπως εξήγησε, «η νομολογία του ΣτΕ έχει αναγάγει την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος σε αυξημένης προστασίας, σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, έννομο αγαθό, με την υποχρέωση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη, ο οποίος περιορίζεται στα δικαιώματά του χάριν της διηνεκούς προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, της προστασίας όχι μόνον του μνημείου αλλά και του περιβάλλοντος αυτού χώρου, όχι μόνον υλικών αντικειμένων αλλά και τεχνικών, μεθόδων και παραδόσεων, δηλαδή της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως εν προκειμένω η τέχνη της ξερολιθιάς».
«Προστατεύεται, μάλιστα, νομολογιακά το παραδοσιακό τοπίο βάσει των χαρακτηριστικών του στον ύψιστο βαθμό», ανέφερε, «έστω και αν το καθεστώς αυτό δεν τυποποιήθηκε από τον νομοθέτη ως τέτοιο βάσει των διακρίσεων του ν. 1650/1986». Γι’ αυτό, επισήμανε την ανάγκη «ρυθμισμένης προστασίας των ξερολιθιών στο πλαίσιο εκπονούμενων ήδη τοπικών πολεοδομικών σχεδίων» και της λειτουργικής ένταξής τους στη σύγχρονη ζωή, με την παράλληλη ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα.
Καταλήγοντας, έκανε μια σαφή προτροπή: «Να προστατευτούν οι ξερολιθιές των Κυκλάδων από την καταστροφή αλλά και την εγκατάλειψη χάριν των επόμενων γενεών στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας· να διατηρήσουμε τα πολύτιμα αυτά στοιχεία της παράδοσής μας, που σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία του τόπου μας και εν τέλει την ομορφιά του – για λόγους όχι μόνο νομικούς αλλά και ταυτότητας».

Πόσο άυλη είναι η άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ξερολιθιάς;
Ο Θεόδωρος Χίου, μεταδιδάκτωρ της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ανέδειξε την ειδική διάσταση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς στο ζήτημα της προστασίας του αγροτικού τοπίου. Όπως σημείωσε, «η άυλη πολιτιστική κληρονομιά αναφέρεται σε πρακτικές, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές που τελούνται στο παρόν· μιλάμε για ζωντανές τεχνικές που οι κοινότητες και οι άνθρωποι που τις επιτελούν αισθάνονται ότι είναι μέρος της ταυτότητάς τους. Είναι αυτό που λέμε ο πολιτισμός της καθημερινότητας». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η τέχνη της ξερολιθιάς, η οποία έχει αναγνωριστεί ως στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς: «Ενεγράφη στο Εθνικό Ευρετήριο το 2015 και στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας το 2018», τόνισε.
Η καταγραφή αυτή, όπως επισήμανε, «δίνει μια σοβαρή νομική διάσταση σε μια τεχνική που διαμόρφωσε το κυκλαδίτικο τοπίο» και δημιουργεί τη βάση για να διεκδικηθεί η προστασία όχι μόνο της ίδιας της γνώσης αλλά και των εκφάνσεών της στον υλικό κόσμο, δηλαδή των κτισμάτων και των χώρων που αποτελούν έκφρασή της.

Παράλληλα, αναφέρθηκε στη νέα διάταξη του άρθρου 52Α του ν. 4858/2021 που επιτρέπει την επέκταση της προστασίας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς σε «χώρους όπου αναπτύσσονται στοιχεία της» και σε αντικείμενα που σχετίζονται με αυτήν. «Αυτό», υπογράμμισε, «έχει σημασία γιατί αναγνωρίζει ρητά την επενέργεια της άυλης κληρονομιάς στον υλικό κόσμο, και ιδίως στον χώρο, κάτι που επιτρέπει να μιλήσουμε για το τοπίο των Κυκλάδων και την ξερολιθική υποδομή του ως προστατευτέα στοιχεία».
Η συζήτηση στο Ιωνικό Κέντρο ανέδειξε το γεγονός ότι οι ξερολιθιές και το αγροτικό τοπίο των Κυκλάδων δεν είναι απλώς κατάλοιπα μιας παλαιότερης εποχής αλλά στοιχεία με σύγχρονη περιβαλλοντική, πολιτιστική και κοινωνική σημασία. Όπως τονίζουν και οι διοργανωτές, «τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίζεται και πάλι η αξία αυτής της κοινής κληρονομιάς, τόσο η περιβαλλοντική –οι αναβαθμίδες αποτελούν δοκιμασμένα επί αιώνες ετοιμοπαράδοτα έργα-αντίδοτα στην κλιματική αλλαγή, αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά– όσο και η πολιτιστική, η αισθητική και η οικονομική». Το ζητούμενο πλέον δεν είναι απλώς η αναγνώριση αλλά η προστασία, η διατήρηση και η ένταξή τους στη ζωή των νησιών, ώστε να παραμείνουν ζωντανό κομμάτι της ταυτότητας των Κυκλάδων και όχι χαμένη μνήμη.
Οι συμμετέχουσες οργανώσεις είναι οι εξής: Αμπασάδα Τήνου, Andros Routes, Άνεμος Ανανέωσης Σίφνου, Δίκτυο για Βιώσιμες Κυκλάδες, Εκπολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Ιωάννη Κύθνου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ερευνητικό Κέντρο Άνδρου, Κίνηση για την Προστασία των Νησίδων, Κίνηση Πολιτών Πάρου, Νήσος Αμοργός, Πολιτιστικός Σύλλογος Αγκαιριάς Πάρου, Save Ios, Σύλλογος Μονιατών Νάξου «Η Τέχνη», Σύνδεσμος Δρυοπιδέων Κύθνου, Σύνδεσμος Ιητών, Σύνδεσμος Κυθνίων, Σύνδεσμος Σικινητών, Το Μιτάτο της Αμοργού.