Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε στο Λεωνίδιο δεν είχαμε ακόμα πατήσει τα πρώτα «-άντα». Είχαμε μόλις πάρει αυτοκίνητο και μέναμε σε ένα από τα ωραιότερα χωριά του Πάρνωνα, τον Κοσμά Κυνουρίας. Από εκεί «κατεβήκαμε» για έναν καφέ στην πρωτεύουσα της Κυνουρίας, περισσότερο από περιέργεια, μια και δεν ξέραμε τίποτα για την αρχοντική κωμόπολη.
Ερχόμενοι και πάλι από τον «χειμωνιάτικο» Κοσμά, κάποιες Απόκριες, μας θυμάμαι να πίνουμε παγωμένα ούζα, να αγναντεύουμε το Μυρτώο Πέλαγος και να λιαζόμαστε σαν τις γάτες πάνω στα μεγάλα βότσαλα της παραλίας στην Πλάκα, το επίνειο του Λεωνιδίου, σε μια από εκείνες τις στιγμές που κατατάσσουμε στα highlights των εκδρομών μας. Η ώρα για μια εξόρμηση στο Λεωνίδιο είχε πια έρθει και η διαδρομή από τον «κανονικό» δρόμο έδωσε την απάντηση στο ερώτημα πώς μπόρεσε το Λεωνίδιο να γλιτώσει την «άλωση» που επιφυλάξαμε σε άλλους, ακόμα και λιγότερο γοητευτικούς, προορισμούς.
Για να φτάσει, λοιπόν, κανείς στο Λεωνίδιο πρέπει να το θέλει πολύ, να είναι επιδέξιος στο τιμόνι και να αντέχει το ατελείωτο στροφιλίκι. Στον «σίγουρο τόπο» του Κολοκοτρώνη κανένας Τούρκος δεν πάτησε το πόδι του – πώς θα μπορούσε, εξάλλου, αφού στεριανός δρόμος δεν υπήρχε. Αυτός είναι και ο λόγος που το Λεωνίδιο φυλάχτηκε σαν κρυμμένο μυστικό και σήμερα παραμένει αναλλοίωτο και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός, αποτελούμενος από δεκάδες αρχοντικά και πύργους των προεπαναστατικών χρόνων αλλά και νεοκλασικά του 19ου αιώνα – μια μικρή κουκλίστικη πολιτεία φωλιασμένη στη ρίζα του τεράστιου Κοκκινόβραχου που δεσπόζει από πάνω της.
Μπορεί την τσακώνικη γλώσσα να μην την κατέχετε, τις τσακώνικες μελιτζάνες όμως τις ξέρετε καλά. Στον πλουμιστό κάμπο του Λεωνιδίου, στον επονομαζόμενο και «Κήπο του Διονύσου», μαζί με εσπεριδοειδή και άλλα κηπευτικά, καλλιεργείται η τσακώνικη μελιτζάνα Λεωνιδίου με την ασυναγώνιστη γλύκα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των ελληνικών προϊόντων ΠΟΠ.
Πρώτη ημέρα
Φτάνοντας στο Λεωνίδιο, θα συναντήσετε μια μάλλον απροσδόκητη αλλά εύγλωττη πινακίδα στα τσακώνικα: «Καούρ’ εκάνατε τον Αγιελίδη» (Καλώς ήλθατε στο Λεωνίδιο). Η απομόνωση αιώνων ήταν αυτή που διαφύλαξε τα τσακώνικα, που ουσιαστικά αποτελούν τη ζωντανή έκφραση της δωρικής διαλέκτου, την οποία μιλούσαν οι Λάκωνες. Σήμερα τα χρησιμοποιούν λιγοστοί ηλικιωμένοι, είναι υπό εξαφάνιση, βρίσκεται στον σχετικό κατάλογο της UNESCO και ενδεχομένως είναι η αρχαιότερη εν ζωή γλώσσα στην Ευρώπη.

«Η ομορφιά είναι αυταπόδεικτη», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ και στην περίπτωση του Λεωνιδίου –τουλάχιστον– ο Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής επιβεβαιώνεται. Μια βόλτα στους δρόμους του οικισμού αρκεί για να πλημμυρίσουν τα μάτια τού επισκέπτη ομορφιά. Αρχοντικά σπίτια χτισμένα πριν από την Επανάσταση αλλά και μετά την καταστροφή του χωριού από τον Ιμπραήμ το 1826 στέκουν περήφανα, στις περισσότερες περιπτώσεις αναπαλαιωμένα και ενίοτε επισκέψιμα. Πλακόστρωτες και βοτσαλωτές αυλές με πέτρινες βρύσες, κεραμοσκέπαστα χαγιάτια και σκαλιστά ζωγραφισμένα ταβάνια είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της τσακώνικης αρχιτεκτονικής. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως τα αρχοντικά –εκτός από «πλουσιόσπιτα»– είναι και αμυντικά κτίσματα με πολεμίστρες και παγίδες. Ο Πύργος Τσικαλιώτη (1808) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής αλλά και αρχιτεκτονικό καύχημα της περιοχής –θα καταλάβετε τι εννοώ όταν μπείτε μέσα.
Μπορεί την τσακώνικη γλώσσα να μην την κατέχετε, τις τσακώνικες μελιτζάνες όμως είμαι σίγουρη ότι τις ξέρετε καλά. Στον πλουμιστό κάμπο του Λεωνιδίου, στον επονομαζόμενο και «Κήπο του Διονύσου», μαζί με εσπεριδοειδή και άλλα κηπευτικά, καλλιεργείται η τσακώνικη μελιτζάνα Λεωνιδίου με την ασυναγώνιστη γλύκα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των ελληνικών προϊόντων ΠΟΠ.



Επειδή στοιχηματίζω ότι σας άνοιξα την όρεξη, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να δοκιμάσετε αυθεντική τσακώνικη κουζίνα, θα χρειαστεί όμως να πάρετε τα βουνά. Η Βασκίνα απέχει μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από το Λεωνίδιο, αλλά μισή ωρίτσα θα τη χρειαστείτε, καθώς ο δρόμος είναι ζόρικος. Σε αυτό το ορεινό κτηνοτροφικό χωριό, όπου ζουν καμιά πενηνταριά άνθρωποι με τα ζώα τους, βρίσκεται η «Ταβέρνα Κοκότας», μια από τις πιο αυθεντικές του Πάρνωνα. Εδώ όλα λίγο-πολύ είναι δικά τους, ακόμα και τα παγωτά που φτιάχνουν από κατσικίσιο γάλα. Φροντίστε να πάτε πεινασμένοι, γιατί θα θέλετε να τα δοκιμάσετε όλα.
Αν πάλι η διαδρομή σάς αγχώνει, προτιμάτε τα ψάρια ή έχετε μαζί σας «άμαχο πληθυσμό» που γκρινιάζει, η παραθαλάσσια «Ταβέρνα του Ψαρά» στην Πλάκα σάς περιμένει με ωραία ψάρια, ντόπιο λάδι και φουλ της μελιτζάνας. Βουτιά φροντίστε να έχετε κάνει πριν από το φαγητό, γιατί μετά δεν...

Δεύτερη ημέρα
Μια ωραία ιδέα για να ξεκινήσετε τη μέρα σας είναι να πάτε για αναρρίχηση στον Κοκκινόβραχο. Εγώ μπορεί να αστειεύομαι, καθότι απολύτως άσχετη με οτιδήποτε απαιτεί καλή φυσική κατάσταση, το Λεωνίδιο όμως θεωρείται «αναρριχητική πρωτεύουσα της Πελοποννήσου» χάρη στην πληθώρα και την ποικιλία αναρριχητικών διαδρομών. Τα τελευταία χρόνια, χειμώνα-καλοκαίρι, συρρέουν στην κωμόπολη Έλληνες και ξένοι αναρριχητές, γεγονός που συμβάλλει στην ήπια –ευτυχώς– τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής.

Κι αν ο Κοκκινόβραχος μπορεί να περιμένει, τότε μια επίσκεψη στην κρεμασμένη στα βράχια Μονή Ελώνης θα μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου ωραία εμπειρία. Το Μοναστήρι βρίσκεται σε απόσταση δεκαεπτά χιλιομέτρων από το Λεωνίδιο, στον δρόμο προς Κοσμά, και μπορείτε να πάτε ωραιότατα με το αυτοκίνητό σας – δεν απαιτείται ειδικός εξοπλισμός.
Η Μονή, που συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα –όταν στο βουνό βρέθηκε, με θαυματουργό τρόπο, μια εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας–, πυρπολήθηκε από ληστές το 1755 και ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 2016 η εικόνα, μαζί με τα τάματα, κλάπηκε, γεγονός που προκάλεσε τεράστια αναστάτωση στους πιστούς. Μετά από 38 μέρες, η αστυνομία κατάφερε να βρει την εικόνα και ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας την επέστρεψε αυτοπροσώπως στο μοναστήρι κατά τη διάρκεια πάνδημης λιτανείας.

Συνεχίζοντας την πορεία σας, θα φτάσετε στον πολυαγαπημένο μου Κοσμά, το «μπαλκόνι της Κυνουρίας», το κεφαλοχώρι με τα «Λιοντάρια», τις χαρακτηριστικές πετρόχτιστες βρύσες στην κεντρική πλατεία. Αράξτε κάτω από τα πλατάνια, πιείτε έναν καφέ, αγοράστε τοπικά προϊόντα και αν πεινάσετε δύσκολα θα απογοητευτείτε, όπου κι αν καθίσετε.
Για εκείνους που προτιμούν τη θάλασσα παρά το βουνό, τότε τα Πούλιθρα είναι ό,τι πρέπει. Παραθαλάσσιος οικισμός κοντά στο Λεωνίδιο –από αυτούς τους υπέροχους, τους «παλιομοδίτικους», που όλο και πιο δύσκολα βρίσκουμε πια– με καθαρή θάλασσα με ψιλό βότσαλο, ταβέρνες και café, προσφέρεται για όσους έχουν ανάγκη να «αδειάσει» το κεφάλι τους από την καθημερινότητα της πόλης.
Στο λιμανάκι του χωριού, στο τέλος του δρόμου πάνω στη θάλασσα, θα βρείτε την Αποθήκη, ένα καθαρόαιμο μαγικό μπαράκι με ωραίες μουσικές και τέλεια θέα, που ξενυχτά «αλά παλαιά». Προσωπικά, ένα ποτό εκεί είναι το πρώτο πράγμα που ανυπομονώ να κάνω, όταν επιστρέψω στο Λεωνίδιο.

Μια ακόμα παραλία, υπέροχη και μακρινή αλλά με κάπως ευκολότερη πλέον πρόσβαση, είναι το Φωκιανό, από τις ωραιότερες παραλίες του Μυρτώου, πνιγμένη στο πράσινο, απάνεμη, βοτσαλωτή, με διαυγή νερά, δύο διακριτικά beach bars, καθώς και μερικά ταβερνάκια. Όταν πήγαμε ήμασταν σχεδόν μόνοι μας, υποθέτω ότι κάπως έτσι θα τη βρουν και οι κολυμβητές του φθινοπώρου –σκέφτεστε τίποτα καλύτερο;
Καθώς αποχαιρετούμε πλήρεις και ευτυχείς το Λεωνίδιο, το βλέμμα μας πέφτει σε μια ακόμα πινακίδα:
«Όρεγι π’ εκάνερε ξένε θα ράρε πρεσσά τσαι θα νιάρε πλέτερα. Αλέσι τσαι σ’ άλλοι να μόλωι τσ’ έτεοι τον Αγιελίδη».
Εδώ που ήλθες, ξένε, θα δεις πολλά και θ’ ακούσεις περισσότερα. Πες τα και σ’ άλλους να έλθουν κι αυτοί στο Λεωνίδιο.