ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ, στις 11 Αυγούστου, έφυγε από τη ζωή στα 97 χρόνια της η φημισμένη τραγουδίστρια της τζαζ Sheila Jordan. Η Jordan είχε γεννηθεί στο Ντιτρόιτ το 1928 και είχε καταφέρει να τραγουδά, σε σκηνές και πάλκα, μέχρι τα βαθιά γεράματά της, όταν ήταν πλέον πάνω από 90 ετών.
Το ξεκίνημα της καριέρας τής Jordan, που είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, χάνεται στη δεκαετία του ’40, όταν άρχισε να εμφανίζεται μικρή ακόμη, κάτω από τα 20, σε τζαζ κλαμπ της γενέτειράς της. Και ήταν τότε, όταν θα γνώριζε τον θρύλο της τζαζ και του bebop Charlie “Bird” Parker, σε μια παρουσία του στο Ντιτρόιτ. Βασικά η Sheila, μαζί με τους φίλους της Skeeter Spight και Leroi Mitchell έγραφαν στίχους πάνω σε μουσικές του Parker, κάνοντας, ως τρίο Spight, Mitch and Jean, επιτυχία στο τοπικό κύκλωμα (Sheila Jeannette ήταν τότε το ονοματεπώνυμο της Jordan κι έτσι θα προέκυπτε το Jean). Από κει, λοιπόν, τους σύστησαν στον Bird, ο οποίος κάλεσε το τρίο να ανεβεί στη σκηνή και να εμφανισθεί μαζί του. Ήταν ένα απίστευτο βάπτισμα του πυρός για την άγνωστη ακόμη τότε τραγουδίστρια, το οποίο θα το θυμόταν, έκτοτε, σε όλη της τη ζωή.
Απίστευτη στο blues “Comes love”, ανατριχιαστική σε μπαλάντες σαν την “Don’t explain” (που αποθέωσε η Billie Holiday), μοναδική στο scat singing, όταν αποφασίζει (όχι συχνά) να δείξει κι εκεί τις ικανότητές της (στο “It don’t mean a thing” του Duke Ellington) και γενικώς αναπάντεχη και απολαυστική σε κάθε track αυτού του CD
Βασικά, γιατί η νεαρή Sheila θα γινόταν μία μεγάλη fan του Bird, ακολουθώντας τον, κατά μίαν έννοια, στη Νέα Υόρκη. Φίλη του θρύλου σαξοφωνίστα, και ακόμη, μαθήτρια των Lennie Tristano και Charles Mingus, η Sheila θα γνωριστεί με τον πιανίστα του συγκροτήματος του Charlie Parker, τον Duke Jordan, με τον οποίον θα παντρευτεί το 1952 – πριν χωρίσουν δέκα χρόνια αργότερα. Παρά ταύτα η δεκαετία του ’50 θα περάσει μάλλον απαρατήρητη γι’ αυτή τη μεγάλη τραγουδίστρια, καθώς θα πέσει πάνω στα «ιερά τέρατα» του τζαζ τραγουδιού, την Billie Holiday, την Ella Fitzgerald και την Sarah Vaughan, με αποτέλεσμα να μείνει κάπως πίσω. Ουσιαστικά η πορεία της Sheila Jordan στα στούντιο ξεκινά το 1960.
Πριν από λίγα χρόνια, το 2021, κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ της Jordan, που είχε τίτλο “Comes Love / Lost Session 1960” [CAPRI]. Πρόκειται για έντεκα ανέκδοτες ηχογραφήσεις της από ένα σέσιον της 10ης Ιουνίου 1960, που είχε λάβει χώρα στα Olmsted Sound Studios της Νέας Υόρκης. Το σέσιον εκείνο βρέθηκε δεν ξέρω σε ποια ακριβώς μορφή (κατά πάσα πιθανότητα σε promo βινύλιο) σε μια δισκοθήκη στην Νέα Υόρκη, από τους εμπόρους Jeremy Sloan και Hadley Kenslow (της SloLow Records, από την Αλμπουκέρκη του New Mexico), που πουλάνε δίσκους στο eBay και το discogs, και σ’ αυτή τη μορφή δόθηκε στον παραγωγό Thomas Burns, ο οποίος, τελικώς, το πρότεινε για να γίνει CD. Είναι η εποχή (1960-61), όταν η Sheila Jordan θα κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή της στη δισκογραφία, στο άλμπουμ του βρετανού κοντραμπασίστα Peter Ind “Looking Out” [Wave].
Τέλος πάντων εκείνο το ανέκδοτο άλμπουμ από το 1960 υπήρξε/είναι καταπληκτικό – και δείχνει, μόνο του αυτό, ποια ήταν η Jordan τη συγκεκριμένη εποχή, και ενδεχομένως, που θα κατέληγε αν συνέχιζε με την ίδια φόρα. Το άλμπουμ περιλαμβάνει μόνο στάνταρντ, δηλαδή κλασικά τραγούδια των James Shelton, Duke Ellington, Billie Holiday-Arthur Herzog, Harold Arlen-Truman Capote, Philippe Gérard-Johnny Mercer, Oscar Hammerstein-Ben Oakland, Lorenz Hart-Richard Rogers, George & Ira Gershwin κ.ά. Τραγούδια που έχουν δισκογραφηθεί και ερμηνευτεί άπειρες φορές, από γυναίκες και άντρες, και που πάντα θα βρίσκουν «κενό χώρο», σε κάθε εποχή, ώστε να τον καλύψουν.

Η πολύ καλή (σχετικώς πάντα) ποιότητα εγγραφής του session μάς δίνει, εδώ, την ευκαιρία να απολαύσουμε την Jordan, στα νιάτα της ακόμη (ήταν 32 ετών, το 1960), αλλά και σε μια εποχή όπου ήταν ήδη μια ολοκληρωμένη τραγουδίστρια (όπως θα διαπιστωνόταν απ’ όλους, εξάλλου, στο ιστορικό ντεμπούτο της στην Blue Note, λίγα χρόνια αργότερα, το 1963). Φωνή που σπάει καρδιές στα χαμηλά, με μια παιδιάστικη αφέλεια στις κορυφώσεις της και μ’ εκείνο το ανεπαίσθητο φαλσέτο της ν’ ακούγεται σχεδόν πάντα στ’ αυτιά σου σαν θρόισμα, η Jordan δίνει στο “Comes Love” απολύτως μεγάλες ερμηνείες σε οτιδήποτε αποφασίζει να τραγουδήσει.
Απίστευτη στο blues “Comes love”, ανατριχιαστική σε μπαλάντες σαν την “Don’t explain” (που αποθέωσε η Billie Holiday), μοναδική στο scat singing, όταν αποφασίζει (όχι συχνά) να δείξει κι εκεί τις ικανότητές της (στο “It don’t mean a thing” του Duke Ellington) και γενικώς αναπάντεχη και απολαυστική σε κάθε track αυτού του CD, που υπήρξε μία από τις μεγάλες προσφορές, από το χώρο των χαμένων και ανέκδοτων τζαζ ηχογραφήσεων τα τελευταία χρόνια.
Comes Love
Τον Αύγουστο του ’62 η Jordan θα τραγουδήσει το κλασικό “You are my sunshine” στο άλμπουμ “The Outer View” [Riverside] ενός ανθρώπου που θα την πίστευε όσο ελάχιστοι άλλοι εκείνα τα χρόνια τού George Russell – ο οποίος Russell (μέγας δάσκαλος και θεωρητικός της τζαζ, και άλλα πολλά) την συστήνει στην Blue Note, για να ηχογραφηθεί, λίγο αργότερα, εκεί, το πρώτο προσωπικό LP της που θα έβλεπε ποτέ το φως της δισκογραφίας. Λέω για τον ιστορικό δίσκο “Portrait of Sheila”, που κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 1963, αφήνοντας άναυδους όλους εκείνους που θα τον άκουγαν ή θα έγραφαν γι’ αυτόν (και τότε και πάντα). Ο Alfred Lion (ο άνθρωπος πίσω από την Blue Note), μπορεί να είχε ως πολιτική να μην ηχογραφεί φωνές, όμως μπροστά στο τσουνάμι των μοναδικών τραγουδισμάτων της Jordan δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο δίσκος περιέχει μόνον αριστουργήματα, με την Jordan να συνοδεύεται από την κιθάρα του Barry Galbraith και βασικά από το μπάσο του Steve Swallow και τα ντραμς του Denzil Best. Η ερμηνεία τής τραγουδίστριας στο “Hum drum blues” του Oscar Brown Jr. είναι στοιχειωτική...
Hum Drum Blues
Και όμως, ενώ όλα φαίνονταν να λειτουργούν επιτέλους στην εντέλεια για την Jordan, η ίδια θα κάνει πίσω, θα αποτραβηχτεί από το κύκλωμα για πολλά χρόνια, χωρίς να εξαφανιστεί πάντως (συμμετείχε, για παράδειγμα, στο ακρογωνιαίο “Escalator Over the Hill” της Carla Bley, το 1971), ρίχνοντας βάρος στο μεγάλωμα της κόρης της. Και κάπως έτσι η επόμενη, ολοκληρωμένη, παρουσία της στη δισκογραφία θα συμβεί 12-13 χρόνια αργότερα, το 1975, όταν το LP της “Confirmation” [East Wind], ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, θα κυκλοφορούσε μόνο στην Ιαπωνία – κάτι που σημαίνει πως θα το έπαιρναν πολύ λίγοι χαμπάρι, στον καιρό του. Κάτι συμβαίνει με την τραγουδίστρια; Ποιος ξέρει... Η ουσία είναι πως μετά από το 1978, όταν πλέον θα βρισκόταν στα 50 της, θα άνοιγε μπροστά της το πιο μεγάλο ξέφωτο.

Εκείνη τη χρονιά η Jordan δεν κυκλοφορεί μόνο ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της πορείας της, το “Sheila” [Steeplechase], έχοντας δίπλα της μόνο το μπάσο του Arild Andersen (το σχήμα μπάσο-φωνή είναι μάλλον εκείνο που πήγαινε περισσότερο στο ταμπεραμέντο της), αλλά εμπλέκεται ουσιαστικά και με την εκπαίδευση, ως δασκάλα-καθηγήτρια του τζαζ τραγουδιού στο City College of New York, μένοντας σ’ αυτή τη θέση έως το 2005. Άπειρες ώρες διδασκαλίας και σεμινάρια για την Jordan, από τα χέρια της οποίας θα περάσουν πάμπολλες φωνές, από κάθε μεριά του κόσμου (ακόμη και από την Ελλάδα).
Δισκογραφικά, έκτοτε, θα υπάρξουν ποικίλες δουλειές της, που σήμερα θεωρούνται must have, για όλους τους jazz fans. Ανάμεσά τους θα τοποθετούσα το άλμπουμ της “Home” [ECM, 1980] με τον κοντραμπασίστα Steve Swallow, τον πιανίστα Steve Kuhn και άλλους, που ήταν βασισμένο στην ποίηση του Robert Creeley, τα δύο άλμπουμ της με τον Steve Kuhn, επίσης στην ECM, το “Playground” (1980) και το “Last Year’s Waltz” (1982), το “One for Junior” [Muse, 1993] με τον συνάδελφό της τραγουδιστή Mark Murphy, το “I’ve Grown Accustomed to the Bass” [HighNote, 2000] με τον κοντραμπασίστα Cameron Brown και άλλα πολλά και διάφορα – μεταξύ των οποίων δεν γίνεται να μην σημειώσεις τις εγγραφές της με τον άσσο τρομπονίστα Roswell Rudd, σε διάφορους δίσκους μέσα στις δεκαετίες σαν τους “Numatik Swing Band” [JCOA, 1973], “Flexible Flyer” [Arista/Freedom, 1975], “Blown Bone” [JAP. Philips, 1979] (εδώ και με τον σοπρανίστα Steve Lacy) και ακόμη το “Broad Strokes” στην Knitting Factory, από το 2000.
"She Was Young... "
Η Sheila Jordan στην Ελλάδα
Το κεφάλαιο «Η Sheila Jordan στην Ελλάδα» έχει κι αυτό τη σημασία του, με την αρχή του να τοποθετείται τον Ιούλιο του 1980, στο τριήμερο ECM στο Θέατρο Ολύμπια (Χάνσεν και Πατησίων). Τότε (14 Ιουλίου) θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά η αμερικανίδα τραγουδίστρια στην Αθήνα, μαζί με το γκρουπ τού Steve Kuhn (ο ίδιος στο πιάνο, ο Harvie Swartz στο μπάσο, ο Bob Moses στα ντραμς). Η συναυλία είχε τεχνικά προβλήματα και κακό ήχο, όπως είχε γράψει ο Κώστας Γιαννουλόπουλος στο περιοδικό «ΤΖΑΖ» της εποχής.

Η Jordan θα μας επισκεπτόταν κι άλλες φορές στην πορεία και μια τέτοια ήταν τον Ιανουάριο του 2003, καθώς από 9-16/1 θα εμφανιζόταν στο Half Note Jazz Club, έχοντας ως backing γκρουπ το κουαρτέτο του Λάκη Τζήμκα (Oleg Chaly πιάνο, Μάκης Στεφανίδης κιθάρα, Λάκης Τζήμκας μπάσο, Χρήστος Γερμένογλου ντραμς). Επίσης στις 13 Μαρτίου του 2004 θα εμφανιζόταν στον Μύλο της Θεσσαλονίκης και στις 15 στην Κοζάνη, έχοντας για συνοδούς της ξανά τους Chaly, Στεφανίδη, Τζήμκα, αλλά και τον πρόωρα χαμένο Κώστα Κουβίδη, τώρα, στα ντραμς. Μ’ αυτήν ακριβώς τη σύνθεση, και από εκείνη την συνάντηση στην Κοζάνη, το στάνταρντ “Everything happens to me” θα συμπεριλαμβανόταν στο άλμπουμ τού Τζήμκα “Different Faces” [Κρουστόφωνο, 2004] –και μάλιστα σε μία 10λεπτη εκτέλεση, με ωραίο scat singing– στη μοναδική, πρωτότυπη, αποτύπωση της Jordan στην ελληνική δισκογραφία. Η Αμερικανίδα θα επανερχόταν και την επόμενη χρονιά (Ιανουάριος 2005), για εμφανίσεις στο Bar Guru Bar / Jazz Upstairs, μαζί με τον κοντραμπασίστα Cameron Brown (26-28/1), πηγαίνοντας μαζί του και στην Θεσσαλονίκη (Μύλος/Ξυλουργείο) στις 30/1.
Όμως και τα πιο πρόσφατα χρόνια η Sheila Jordan θα ερχόταν στην Ελλάδα, σε μεγάλη ηλικία, στα 90 της, για να εμφανισθεί στο 1ο Corfu Jazz World (24-29 Ιουλίου 2017) στην Κέρκυρα (θα την συνόδευαν ο Δήμος Δημητριάδης σαξόφωνο, ο Γιώργος Κοντραφούρης πιάνο και δύο ολλανδοί μουσικοί στο rhythm section), ενώ θα εμφανιζόταν ξανά και στο Half Note Jazz Club, μετά από δέκα έξι χρόνια, στο διάστημα 15-18 Φεβρουαρίου 2019, έχοντας για συνοδούς της τους Royal Bopsters (δηλαδή το φωνητικό σχήμα των Amy London / Hollie Ross / Dylan Pramuk / Pete McGuiness), συν το τρίο του Γιώργου Κοντραφούρη (Γιώργος Κοντραφούρης πιάνο, Ντίνος Μάνος κοντραμπάσο, Σπύρος Παναγιωτόπουλος ντραμς).

Επίσης να σημειωθεί πως οκτώ από τα δώδεκα τραγούδια του ιστορικού άλμπουμ τής Sheila Jordan στην Blue Note, από το 1963, τα είχε συμπεριλάβει ο αείμνηστος Γιώργος Χαρωνίτης στο premium CD τού περιοδικού «Jazz & Τζαζ», που είχε μοιραστεί με το τεύχος #243, τον Ιούνιο του 2013.
Μια μεγάλη φωνή λοιπόν (και μαζί δασκάλα και εν γένει προσωπικότητα), που έφυγε από κοντά μας, αφήνοντας παρακαταθήκη σπουδαίες ερμηνείες. Lennon / McCartney για το τέλος. «Άλλη» εκτέλεση...
Little Song / Blackbird