Ήταν και παραμένει μια γυναίκα ομιλητική, επικοινωνιακή, χειμαρρώδης, πολυπράγμων. Στην κουβέντα που κάναμε μιλήσαμε για τα προβλήματα, τις προκλήσεις αλλά και τις χαρές της τρίτης ηλικίας, για την «αντιπελάργηση», για το δικαίωμα στην ελευθερία και την ανεξαρτησία για κάθε ηλικία, για τη συναισθηματική μνήμη, το θέατρο που δεν θεωρεί ότι βρίσκεται σήμερα στα καλύτερά του, για την προσωπική της Ιθάκη, που «δεν θα τη βρει φτωχική» γιατί είναι, λέει, πλούσια σε εμπειρίες, για το μέλλον που δεν την τρομάζει καθότι «“και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά δεχούμενα”, που λέμε στην Κρήτη», γι’ αυτό και συνεχίζει να κάνει σχέδια, συγγραφικά και όχι μόνο.
— Ποια ανάγκη σάς ώθησε να γράψετε την «Τρίτη άνοιξη»; Ίσως το γεγονός ότι βρίσκεστε κι εσείς πλέον στη λεγόμενη τρίτη ηλικία;
Χα χα… Γελώ όταν σκέφτομαι πως, ναι, έφτασα κι εγώ στην «τρίτη ηλικία». Τα κατάφερα και πλέον προσβλέπω σε μια «τρίτη άνοιξη». Όμως όχι! Αυτό το βιβλίο δεν έχει καμιά σχέση με το δικό μου ηλικιακό επίπεδο. Πολύ περισσότερο, γιατί δεν έχω καμιά σχέση με το προφίλ της ηρωίδας μου, της Αλεξάνδρας. Μια ηλικιωμένης, παροπλισμένης και εξαρτημένης «γιαγιούλας», δηλαδή. Η «Tρίτη άνοιξη» άρχισε να διαγράφεται στο μυαλό μου από τη συμπόνια που νιώθω προς όλους αυτούς τους ανήμπορους και εγκαταλελειμμένους γέροντες και γερόντισσες που, σε πολλές περιπτώσεις, αφήνονται στο περιθώριο, χωρίς στοργή, χωρίς φροντίδα, χωρίς ένα χάδι.
«Γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που, αν δεν έχουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, δεν είναι "ληγμένα προϊόντα". Μπορεί, αντίθετα, να είναι δημιουργικοί και χρήσιμοι μέχρι την τελευταία τους ανάσα».
Έτυχε, ξέρετε, όχι μόνο να ακούσω αλλά και να υπάρξω μάρτυρας σε πολλά δραματικά περιστατικά σε γηροκομεία, κλινικές και νοσοκομεία με γέροντες αφημένους στην τύχη τους. Πόνος είν’ αυτός!... Θυμάμαι, σε ένα δημόσιο νοσοκομείο που νοσηλευόταν κάποτε η μητέρα μου, φέρανε κάποια μέρα μια γερόντισσα αγρότισσα από την επαρχία με σπασμένο ισχίο. Τη βάλανε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, ολομόναχη. Κανείς δεν ασχολιότανε μαζί της, περίμεναν, λέει, να έρθει ο αδελφός της να την αναλάβει. Οι φτέρνες της ήταν σκασμένες, προφανώς από τις δουλειές στα χωράφια, φτέρνες που ήταν έτοιμες να ξεράσουν αίμα. Είπα σε μια νοσοκόμα να τη φροντίσει κάποιος. Καμιά δεν «άδειαζε». Πόσο τη λυπήθηκα αυτήν τη γυναίκα! Έφερα από το σπίτι μου βαζελίνη και της έβαζα κάθε τόσο στις φτέρνες για να μαλακώσουν λίγο, να μην υποφέρει. Αν ήταν μωρό ή παιδάκι, όλοι θα είχαν πέσει επάνω του, αλλά τη «γριά»… Κάπως έτσι γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που, αν δεν έχουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, δεν είναι «ληγμένα προϊόντα». Μπορεί, αντίθετα, να είναι δημιουργικοί και χρήσιμοι μέχρι την τελευταία τους ανάσα.

— Στα προηγούμενα δύο βιβλία σας καταπιαστήκατε αφενός με την ανταγωνιστική σχέση μάνας-κόρης, και αφετέρου με την κακοποίηση που υφίστανται κάποιες γυναίκες από τον ίδιο τον σύζυγό τους. Υπάρχει κάποιο νήμα που συνδέει αυτά τα θέματα με το τελευταίο σας μυθιστόρημα;
Όχι. Κάθε βιβλίο μου έχει μια συγκεκριμένη θεματική. Στο «Ζ της Ζωής», που προαναφέρατε, ήμουν από τους πρώτους που ανέδειξα, μέσω αυτού του βιβλίου, το καυτό πρόβλημα της γυναικείας κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας εν γένει. Θεωρώ πως κάθε κακοποιητής σύζυγος ή σύντροφος είναι εν δυνάμει δολοφόνος. Κάναμε πολλές παρουσιάσεις τότε, έγιναν ημερίδες, ευαισθητοποιήθηκε κόσμος, μέχρι στη Νομική Σχολή με κάλεσαν να μιλήσω.
Στο δεύτερο βιβλίο μου στο οποίο αναφερθήκατε, στο «Κι όμως εμείς θα πάμε στον Παράδεισο», έθιξα το πρόβλημα της εξοντωτικής σχέσης μάνας και κόρης και πώς μια μάνα (ή ένας γονέας γενικώς) μπορεί να καταστρέψει τη ζωή του παιδιού του. Κι αυτό το βιβλίο προέκυψε από διηγήσεις και εξομολογήσεις που άκουγα.
Σ’ ένα άλλο βιβλίο μου, το «12 και 5 αμαρτωλές ιστορίες» ξεδιπλώνω 17 αμαρτίες του σύγχρονου πολιτισμού, όπου ενώ πιστεύουμε ότι οδεύουμε προς τα εμπρός, στην πραγματικότητα πάμε πίσω ολοταχώς. Γιατί η τεχνολογική έκρηξη δεν συμβαδίζει, δυστυχώς, με την ηθική ωρίμανση.
Αυτό το βλέπουμε και στην «Τρίτη άνοιξη». Κάποτε υπήρχαν πολλά βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, ακόμη και πτωχοκομεία, αλλά ελάχιστα, έως καθόλου, γηροκομεία. Γιατί οι γέροντες ζούσαν και τελευτούσαν κοντά στα παιδιά τους. Τώρα, τα γηροκομεία ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Είναι πολιτισμός αυτό; Είναι καιρός, νομίζω, να θυμηθούμε τη λέξη «αντιπελάργηση» και να διδαχθούμε από τη συμπεριφορά των πελαργών, που αποδεικνύονται πιο αλληλέγγυοι από εμάς τους ανθρώπους.
Κοντολογίς, κάθε βιβλίο που γράφω ξεκινά από την ανάγκη μου να επισημάνω και να στηλιτεύσω μια κοινωνική «πληγή». Κι ίσως έτσι να βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι στην ευαισθητοποίηση.

— Σε μια κοινωνία που αποθεώνει τη νεότητα έχοντας δημιουργήσει ένα ολόκληρο μάρκετινγκ γύρω από αυτή, τα γηρατειά βρίσκονται μάλλον στο περιθώριο, όταν δεν θεωρούνται περιττό «βάρος». Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να αλλάξει αυτό; Ο Γάλλος φιλόσοφος Ντιντιέ Εριμπόν λέει ότι χρειαζόμαστε ένα «κίνημα των ηλικιωμένων».
Έχει απόλυτο δίκιο ο κύριος Εριμπόν. Η νεότητα, σίγουρα, είναι ένα σημαντικότατο προσόν, όμως με τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πείρα και την εμπειρία. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχει παρατηρηθεί μια επιστροφή στην «ωριμότητα». Σε τεράστιες πολυεθνικές επιλέγονται ως πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι άτομα άνω των 70 ετών. Γιατί, τι ξέρει ένας σαραντάρης; Τι εμπειρία έχει για να διευθύνει έναν κολοσσό; Θα το ρίξει έξω το καράβι! Ανέκαθεν οι κοινωνίες είχαν για δασκάλους τους γεροντότερους. Αυτούς που είχαν πληρώσει με αίμα τη γνώση τους. Κι η νέα γυναίκα θα μάθει από τη μητέρα της κι απ’ τη γιαγιά της πώς να μεγαλώσει παιδιά και να κρατήσει σπιτικό. Τους πετάς, λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους;

Γωγώ Ατζολετάκη, Η τρίτη Άνοιξη, εκδόσεις Επίμετρο
— Το βιβλίο αυτό δεν αφορά μόνο τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας αλλά και τη διεκδίκηση της ελευθερίας, την απαλλαγή από κάθε «βαρίδι», από κάθε «δεσμώτη», ακόμα κι αν πρόκειται για τα ίδια σου τα παιδιά, όπως μου λέγατε στο τηλέφωνο. Δεν ακούγεται κάπως «σκληρό» αυτό ή μήπως πολύ σκληρότερη ήταν η προσπάθεια των παππούδων και των γιαγιάδων μας να ανταποκριθούν στον κοινωνικό τους ρόλο;
Η διεκδίκηση της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης είναι ένας άλλος άξονας της «Τρίτης άνοιξης». Κι αυτό ισχύει για κάθε ηλικία. Είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνουμε τρίτους ή τον περίγυρο να διαφεντεύει τη ζωή μας. Μπορεί να κάνουμε λάθη, ναι! Όμως θα πληρώσουμε για τα δικά μας λάθη και όχι για τις αστοχίες των άλλων. Αυτό είναι ένα ακόμα μήνυμα που θέλω να περάσω μέσα από το βιβλίο. Να απαλλασσόμαστε, όσο το δυνατόν, από τους τοξικούς ανθρώπους και τα «βαρίδια» − έστω κι αν αυτοί είναι τα ίδια μας παιδιά. Η ηρωίδα μου, η Αλεξάνδρα, σ’ όλη της τη ζωή ήταν η επιτομή της προσφοράς. Έδινε, έδινε… μέχρι που απέμεινε μόνη και πάμφτωχη από στοργή και φροντίδα. Κι εκεί, στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής της, αποφάσισε πως η «παροχή» τελείωσε. Δεν έχει άλλο. Είναι πολύ πικρό κι επώδυνο να συνειδητοποιείς πως οι άλλοι –και ιδίως τα παιδιά σου− σε εκμεταλλεύονται. Πως σ’ αγαπάνε και σε θέλουνε μόνο αν έχουν να επωφεληθούν από σένα.
— «Άλλοι ζητιανεύουν χρόνο κι άλλοι τον πετάνε… Ο χρόνος είναι ίσως η μόνη απόλυτα προσωπική υπόθεση του καθενός», λέει κάποια στιγμή η κυρία Αλεξάνδρα. Η δική σας σχέση μαζί του; Ισχύει πως όσο οι άνθρωποι γερνάμε ξαναγινόμαστε «παιδιά» στα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας;
Ένας Αμερικανός φιλόσοφος έχει πει: «Μπορείς να ξεγελάσεις τη μητέρα Φύση, αλλά όχι τον πατέρα Χρόνο». Όσες αισθητικές παρεμβάσεις και να κάνεις, κάπου εκεί κοντά στα 40 θα σε επισκεφθεί η ρημάδα η πρεσβυωπία! Συνεπώς, ο σώφρων άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί από νωρίς με τον χρόνο και τις φθορές του. Νομίζω κιόλας πως είναι ζήτημα εξυπνάδας. Γιατί αυτοί που εναντιώνονται στον χρόνο συχνά βασανίζονται από εμμονές, φοβίες, ανασφάλειες, κατάθλιψη. Κάθε ηλικία έχει τις χάρες και τα βάσανά της. Και, ναι! Πιστεύω πως όσο γερνούν οι άνθρωποι γίνονται πιο ευάλωτοι, πιο ευσυγκίνητοι, έρχονται πιο κοντά στον Θεό, γίνονται πιο «παιδιά». Βέβαια, για τους καλούς ανθρώπους ισχύει αυτό. Γιατί εκείνοι που υπήρξαν σ’ όλη τους τη ζωή κακοί και μίζεροι, όσο γερνούν γίνονται τρισχειρότεροι. Γκρινιάρηδες, αυταρχικοί, τσιγγούνηδες, γρουσούζηδες. Φρίκη!
— Αναφέρεστε επίσης στην αξία της μνήμης. Υπάρχουν πράγματα στη δική σας ζωή που θα θέλατε να σας είχαν εντυπωθεί καλύτερα στο μνημονικό, όπως και άλλα που θα προτιμούσατε να έχετε ξεχάσει; Κατά τη γνώμη σας αληθεύει ότι οι καλές μνήμες κάποτε μπορεί να ξεθωριάσουν, ενώ οι κακές ποτέ;
Σίγουρα! Υπήρξαν στη ζωή μου καταστάσεις που θα ήθελα να διαγραφούν από τη μνήμη μου. Όμως τις θυμάμαι. Με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό που φροντίζω είναι να τις απωθώ από τη συναισθηματική μου μνήμη. Γιατί η συναισθηματική μνήμη διεγείρει συναισθήματα. Και χωρίς να ξαναζήσεις μια δυσάρεστη εμπειρία, ξαφνικά βιώνεις τα ίδια συναισθήματα: Φόβο, οργή, ανασφάλεια, απογοήτευση… Καλό είναι για όλους μας –για την ψυχική μας υγεία− να μη σκαλίζουμε και να μην αναμασάμε γεγονότα που μας έχουν πληγώσει ή μας έχουν γονατίσει. Η ζωή κοιτάει πάντα εμπρός! Το παρελθόν να το αφήνουμε εκεί που ανήκει. Είναι βέβαιο πως οι κακές μνήμες δεν ξεθωριάζουν. Γιατί είναι χαραγμένες στην ψυχή με πυρ και σίδερο. Οι καλές… Εντάξει, περάσαμε καλά, διασκεδάσαμε, μένει μια ωραία επίγευση για το φινάλε, και στην αναπόληση λέμε απλά: «Τι ωραία που ήταν τότε»… Χωρίς πολλά πολλά. Τις κακές εμπειρίες, όμως, τις θυμόμαστε επακριβώς.

— Υπήρξατε Σταρ Ελλάς, ηθοποιός, θιασάρχης και παραγωγός ραδιοφώνου προτού δοκιμαστείτε στη συγγραφή. Τι αναπολείτε περισσότερο από εκείνα τα χρόνια, ποιους ηθοποιούς/σκηνοθέτες από αυτούς με τους οποίους έχετε συνεργαστεί και ποιους ρόλους από όσους έχετε παίξει θα μνημονεύατε περισσότερο και γιατί;
Χα χα… Ναι, υπήρξα πολλά. Και τώρα, που βρίσκομαι κι εγώ κοντά στον απολογισμό, αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να κάνω τόσα… Γιατί με τα επαγγελματικά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την προσωπική μου ζωή. Δύο γάμους, την ανατροφή ενός παιδιού, τις υποχρεώσεις μου ως οικοδέσποινας… Δεν νιώθω κενά, ούτε έχω απωθημένα. Έζησα μια πλούσια ζωή – όχι σε χρήμα, σε εμπειρίες. Σε γνώση. Την Ιθάκη μου, δηλαδή, δεν θα τη βρω φτωχική. Και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. Όμως δεν αναπολώ. Δεν παρελθοντολογώ. Ούτε μ’ αρέσει να λέω ιστορίες από το παρασκήνιο. Στον απολογισμό, όλες μου οι συνεργασίες στο θέατρο και στην τηλεόραση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) ήταν καλές. Γιατί κι εγώ είμαι συνεργάσιμος και συγκαταβατικός άνθρωπος. Δεν μου αρέσουν οι εντάσεις. Γιατί στη δουλειά μας κάθε ένταση χαλάει τις σχέσεις, βγαίνει στην επιφάνεια κι αυτό έχει αντίκτυπο στο αποτέλεσμα. Πώς να λειτουργήσεις σωστά μ’ έναν συνάδελφο στη σκηνή, όταν –πριν από λίγο− έχεις «σφαχτεί» στο καμαρίνι;
— Τι θυμάστε εντονότερα από τα πρώτα σας βήματα στο θέατρο; Πώς βλέπετε τη σημερινή του άνθηση;
Από τα πρώτα μου βήματα θυμάμαι το τρακ. Ίδρωνα, στέγνωνε το στόμα μου, έτρεμαν τα χείλια μου. Σιγά σιγά, βέβαια, με τα χρόνια, απαλλάχτηκα απ’ αυτά τα «συμπτώματα». Α! και το δέος που αισθανόμουνα κάθε φορά που έβγαινα στη σκηνή. Δεν το πίστευα… ότι ναι! έγινα τελικά ηθοποιός. Μου φαινότανε άπιαστο όνειρο. Όσο για την «άνθηση» του θεάτρου σήμερα −μετά την κρίση− όπως λέτε, θα διαφωνήσω. Δεν είναι άνθηση αυτό που συμβαίνει στο θέατρο. Κατακερματισμός είναι. Ένας πλουραλισμός που αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας. Θυμίζει το χρήμα επί Κατοχής, όταν χρειαζόσουν πέντε εκατ. δραχμές για ν’ αγοράσεις ένα αυγό. Χιλιάδες παραστάσεις κάθε σεζόν –1.600 ανέβηκαν μόνο πέρσι, από τις οποίες είναι ζήτημα αν 50-60 από αυτές είχαν απήχηση και έκαναν ταμείο–, ένα θέατρο περιορισμένων δυνατοτήτων να φιλοξενεί πέντε και δέκα παραστάσεις την εβδομάδα… άλλο έργο τη Δευτέρα, άλλο την Τρίτη, άλλο ή άλλα δύο την Τετάρτη. Έργα που ανεβαίνουν για δέκα ή είκοσι παραστάσεις, έργα που παίζονται μία ή δύο φορές τη εβδομάδα, τα περισσότερα με ένα, δύο το πολύ τρία πρόσωπα. Κι ένα κοινό μετέωρο, να μην ξέρει πού να πρωτοπάει. Έπειτα ακούμε και διαβάζουμε συνέχεια για sold out παραστάσεις, όμως το ζήτημα δεν είναι να γεμίσεις θέσεις με ποπούς αλλά να εξασφαλίσεις εισιτήρια! Ελάχιστα θέατρα δουλεύουν όλη την εβδομάδα με ένα έργο. Όλο αυτό το σκηνικό μού θυμίζει το «πάμε κι όπου βγει». Βεβαίως, ελεύθερη αγορά είμαστε, όποιος έχει χρήματα να επενδύσει και να ρισκάρει έχει όλη την άνεση να το κάνει. Να παίξει και να χάσει. Γιατί κανείς δεν κερδίζει ουσιαστικά απ’ όλη αυτή την πανσπερμία. Μόνο ο διαχειριστής του θεάτρου. Κάθε χρόνο χάνονται στα θέατρα πολλά χρήματα. Λίγες είναι οι παραστάσεις που πάνε καλά κι έχουν κέρδος. Και το κέρδος είναι απαραίτητο. Ωραία η τέχνη, αλλά και «δει δη χρημάτων».

— Τι έχει χαθεί –ενώ θα άξιζε ίσως να διατηρηθεί– από την ελληνική κοινωνία που εσείς προλάβατε νεότερη και τι έχει αντίστοιχα κερδηθεί στο μεταξύ;
Από τα παλιότερα χρόνια έχουν χαθεί νομίζω ο σεβασμός, η ευγένεια και η πειθαρχία. Τώρα βιώνουμε μια μάλλον «χύμα» εποχή. Πληθώρα νόμων που δεν εφαρμόζονται, ασυδοσία, απληστία, κυνήγι του εύκολου πλουτισμού. Χάσαμε τη «νοικοκυροσύνη» μας. Και το αποτέλεσμα, έκδηλο στην κοινωνία. Διαλυμένες οικογένειες, παιδιά αφημένα στην τύχη τους, μπούλινγκ, βία στα γήπεδα, συμμορίες ανηλίκων, απαιδευσία… Πώς θα μαζευτεί όλο αυτό; Όσο για το τι έχει κερδηθεί… μόνο στην τεχνολογία θα απέδιδα κάποιο κέρδος. Η ταχύτητα με την οποία κάνουμε αρκετές απ’ τις δουλειές μας. Θυμάμαι, πριν από χρόνια που συνεργαζόμουνα με το θέατρο Κνωσός, στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που ήθελα κάποιες φωτογραφίες για να τις στείλω για δημοσίευση σε εφημερίδες. Κατέβηκα από την Αγ. Παρασκευή −όπου έμενα τότε− στα Πατήσια, πήρα τις φωτογραφίες, άντε να τις βάλω μετά σε φακέλους μαζί με τα δελτία Τύπου που είχα φωτοτυπήσει, άντε να πάω στο ταχυδρομείο να τις στείλω… Ολόκληρη διαδικασία. Ενώ τώρα, όλα αυτά τα κάνουμε ταχύτατα μέσω υπολογιστή χωρίς να μετακινηθούμε ρούπι. Το ερώτημα, όμως, είναι: Κερδίσαμε πράγματι ελεύθερο χρόνο μ’ αυτές τις διευκολύνσεις; Είμαστε πιο χαλαροί; Έγινε πιο άνετη η ζωή μας; Φοβάμαι πως όχι.
— Αν μπορούσατε να μιλήσετε με τη νεαρή Γωγώ, τι θα της λέγατε;
Αχ, θα είχα πολλά να της πω, αλλά δεν ξέρω αν θα με άκουγε! Ήμουνα κάπως αντιδραστική ως παιδί. Δεν άκουγα συμβουλές. Τις θεωρούσα αναχρονισμούς μιας παλιότερης γενιάς. Θαρρώ, όμως, πως στη νεαρή Γωγώ θα έλεγα κατ’ αρχάς να προσέχει λίγο τους ανθρώπους. Πως αυτοί που έρχονται κοντά σου δεν έχουν πάντοτε καλές προθέσεις. Και το δεύτερο σημαντικό, θα την προετοίμαζα για το ότι η ζωή δεν είναι πικνίκ με αίθριο καιρό. Έχει σκαμπανεβάσματα και κύματα δυσθεώρητα που θα πρέπει να τα παλέψει. Όπως όμως είπα, δεν θα με άκουγε, οπότε τζάμπα ο κόπος.
— Παρότι πολυπράγμων, υπήρξε κάποιο μεγάλο σας όνειρο που δεν καταφέρατε να πραγματοποιήσετε; Γενικότερα, θα λέγατε ότι ευτυχήσατε στη ζωή σας, ότι είστε ικανοποιημένη έτσι όπως εξελίχθηκε;
Δεν ήταν πάντα εύκολη η ζωή μου, αγαπητέ. Έζησα ωραίες προσωπικές στιγμές, γεύτηκα μεγάλες επιτυχίες στην καριέρα μου, δεν λέω, όμως γεύτηκα και πίκρες. Σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να διαχειριστώ δύσκολες καταστάσεις και δεν ήμουν πάντα έτοιμη γι’ αυτό. Όμως, γυρνώντας πίσω, θα ’λεγα πως ναι, μέχρι τώρα, έζησα μια καλή ζωή. Με τα πάνω της και τα κάτω της, όμως τα «κάτω» ήταν αυτά που με ωρίμασαν και με διαμόρφωσαν. Στις δοκιμασίες είναι που οφείλουμε πολλά, όχι στην καλοπέραση.
— Σας τρομάζει άραγε το αύριο ή λέτε «καλοδεχούμενο»;
Μετά από πολλά παθήματα και μαθήματα, δεν θα ’λεγα ότι με τρομάζει το αύριο. Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, που λέμε στην Κρήτη. Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε. Άμα είναι να σε βρει η ανάστροφη, θα τη φας και θα πεις κι ένα τραγούδι! Και δεν το λέω αυτό με διάθεση μοιρολατρίας… Αλλά θεωρώ πως τα καθοριστικά γεγονότα της ζωής μας συμβαίνουν ερήμην μας. Έρχονται ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση.