ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ και μεγαλωμένη στη Βρετανία, η Ρέιτσελ Κασκ υπήρξε από νωρίς πολίτης του κόσμου, γράφοντας για χαρακτήρες σε διαρκή αναζήτηση προσωπικής ταυτότητας, σε μεταβατικά στάδια, διαφορετικά περιβάλλοντα και χώρες, και κερδίζοντας από νωρίς τα εύσημα των κριτικών. Η αυστηρή Τζούντιθ Θέρμαν έγραψε στο 17σελιδο αφιέρωμά της στο «New Yorker» ότι η «Ρέιτσελ Κασκ επανεφηύρε το μυθιστόρημα», ενώ αντίστοιχα θερμές ήταν και οι κριτικές στα άλλα μέσα που μιλούσαν για το φαινόμενο Κασκ.
Στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Τόπος, είχε κυκλοφορήσει το Άρλινγκτον Παρκ, ενώ πέντε, μέχρι στιγμής, βιβλία της έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina. Πρόκειται για την τριλογία Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος, το Δεύτερο σπίτι και το Περί γάμου και χωρισμού, ενώ ετοιμάζεται το νέο της μυθιστόρημα, το Parade. Συναντήσαμε την πολυβραβευμένη Κασκ από κοντά στον ωραία κρυμμένο και φιλόξενο χώρο του boutique hotel «Kuka» στο στενό της Κορυζή ένα ωραίο πρωινό, με το αττικό φως που τόσο αγαπά να την υποδέχεται με τον κατάλληλο τρόπο. Όπως της είπα, ο αγαπημένος της θεός Απόλλων δείχνει να είναι επίμονα στο πλευρό της.
— Παρότι είθισται να συνδέουν τα βιβλία σας με την αυτοβιογραφική μυθοπλασία (autofiction), διαβάζοντας την τριλογία σας είχα εντελώς την αντίθετη αίσθηση: ότι χρησιμοποιείτε τα προσωπικά σας στοιχεία για να καταδείξετε ότι, όσο πραγματική και να μοιάζει η λογοτεχνία, καμία σχέση δεν έχει ούτε με τον ρεαλισμό ούτε με την απλή εξιστόρηση (storytelling) αλλά διαμορφώνει τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες. Είναι όντως έτσι;
Σας ευχαριστώ ειλικρινά πολύ που θέτετε μια τόσο σημαντική ερώτηση, γιατί όντως ποτέ δεν έχω περιγράψει τα βιβλία μου ως αυτοβιογραφικά, ούτε καν έχω πει ποτέ ότι αυτό που κάνω εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τρέφω μεγάλο σεβασμό για την αυτοβιογραφική μυθοπλασία ως είδος και για το πώς συγκεκριμένοι συγγραφείς έχουν αξιοποιήσει αυτό το κίνημα, δίνοντας αξία στην κατηγορία της αληθοφανούς πραγματικότητας. Επιπλέον, είμαι αρκετά μεγαλύτερη ηλικιακά από συγγραφείς όπως η Σίλα Χέτι ή ο Εντουάρ Λουί, οι οποίοι έχουν αξιοποιήσει όλες τις τεχνικές του είδους και το έχουν αναδείξει ως κίνημα. Πρόκειται για μια γενιά που θίγει όλα τα προβλήματα που έθεσε η αυτοβιογραφική αφήγηση ως επιβεβλημένη αλήθεια και ως συγκεκριμένη κατηγορία που επέβαλαν καταρχάς οι Αμερικανοί συγγραφείς καταχρώμενοι, ωστόσο, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, την αφήγηση και υπάγοντας την στην υπηρεσία μιας σχεδόν πορνογραφικής έκθεσης του εαυτού. Με αυτόν τον τρόπο σαν να εξανάγκαζαν τον αναγνώστη να ακολουθήσει ένα κλειστό συμβόλαιο με τον συγγραφέα, επιβεβλημένο εκ των προτέρων.
«Σε ποιον βαθμό μπορούμε πραγματικά, όπως το έθετε και η Γουλφ, να μιλάμε για γυναικεία λογοτεχνία; Μήπως στην πραγματικότητα έχει απλώς παραχωρηθεί ένας συμπληρωματικός σχεδόν χώρος από τους άνδρες, όπου “επιτρέπεται” να αναπτύσσεται η γυναικεία δράση;»
Αντιθέτως, για να είμαστε δίκαιοι, ο Κνάουσγκορντ ξεκινάει το magnum opus του λέγοντας πως έχει βαρεθεί την επίπλαστη αληθοφάνεια μιας πανταχού παρούσας ρεαλιστικής αφήγησης που καθορίζει τα πάντα, από τον τρόπο συγκρότησης της ταυτότητας έως τις καθημερινές μας αντιδράσεις, και πως κάνει κάτι διαφορετικό. Όλα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητά και σέβομαι το ότι η αυτοβιογραφική μυθοπλασία δίνει την ευκαιρία σε ανθρώπους που μεγάλωσαν στο περιθώριο και σε περίκλειστα, ρατσιστικά περιβάλλοντα, όπως ο Εντουάρ Λουί, να αποκαλύψουν την αναγκαστική επιβολή μιας αλήθειας που συνήθως επιβάλλεται άνωθεν. Καταφέρνοντας, δηλαδή να ορθώσει το δικό του ανάστημα από τα κατώτερα στρώματα μιας ταξικής κοινωνίας και από ένα απομακρυσμένο χωριό της Γαλλίας ο Λουί αποκαλύπτει πολλά για τις δομές αυτής της κουλτούρας και τους αποκλεισμούς που αυτή δημιουργεί.
— Από την άλλη, το γεγονός ότι η Ανί Ερνό, η οποία βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Λουί, βραβεύτηκε με Νόμπελ δεν σημαίνει ότι το autofiction και αυτοί ακριβώς οι συγγραφείς χαίρουν θεσμικής αναγνώρισης και ότι επιβραβεύονται από τους κεντρικούς πολιτισμικούς θεσμούς;
Νομίζω ότι η Ερνό χαράζει τη γραμμή μεταξύ του autofiction ως μυθιστορηματικού είδους και σε άλλες μορφές εξιστόρησης που δεν είναι ακραιφνώς λογοτεχνικές. Είναι, άλλωστε, σαφές ότι γράφει λογοτεχνία, εξού και ότι αυτό που κάνω, αν πρέπει να γειτνιάζει, εν μέρει, με κάποιο είδος, περισσότερο συνδέεται με αυτή την περιοχή της αυτοαφήγησης. Πρόκειται για μια αφήγηση άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της γυναικείας ταυτότητας, δηλαδή με το πώς προσδιορίζεται ή πρέπει να προσδιορίζεται το γυναικείο σώμα, αν πρέπει να ορίζεται σε σχέση με άλλα σώματα ή ως ξένο σώμα – όλα αυτά δεν είναι θεωρητικές κουβέντες αλλά συνιστούν πολιτική κίνηση. Ειδικά όσον αφορά τη βρετανική λογοτεχνία βλέπουμε ότι οι γυναίκες μπορεί να έχουν εξουσία, να είναι πολιτικοί ή να κατέχουν αξιώματα, να είναι ακόμα και καταξιωμένες μυθιστοριογράφοι, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ ή η Τζορτζ Έλιοτ, αλλά σε ποιον βαθμό μπορούμε πραγματικά, όπως το έθετε και η Γουλφ, να μιλάμε για γυναικεία λογοτεχνία; Μήπως στην πραγματικότητα έχει απλώς παραχωρηθεί ένας συμπληρωματικός σχεδόν χώρος από τους άνδρες, όπου «επιτρέπεται» να αναπτύσσεται η γυναικεία δράση; Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρώ ότι είναι αναπόφευκτο, γράφοντας, να μην αναφέρεσαι ως συγγραφέας στο γυναικείο σώμα ως χώρο δράσης και αυτή είναι η βάση της δουλειάς μου στον βαθμό που υπάρχει η συνειδητοποίηση ότι η αφήγηση εμπλέκει τον εαυτό μου ως γυναίκα. Επομένως, είτε γράφω αυτοβιογραφικά δοκίμια (memoirs) είτε μυθιστορήματα, κατ’ ουσίαν αναφέρομαι σε έναν διεκδικούμενο, υπό διαμόρφωση χώρο για τη γυναίκα, και αυτή ενδεχομένως θεωρείται η διαχωριστική γραμμή στο έργο μου.

— Ωστόσο, τόσο στην τριλογία όσο και στα υπόλοιπα έργα σας το αφηγηματικό alter ego μοιάζει σχεδόν να μην ακούγεται μέσα στην επιβλητική επικράτεια όλων αυτών των αυτοαναφορικών, ναρκισσιστικών λόγων. Γιατί, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, η σιωπηλή, σε μεγάλο βαθμό, πρωταγωνίστριά σας, όταν παίρνει τον λόγο, αναφέρεται σε κοινές αγωνίες και όχι στην προσωπική της ιστορία ή συναίσθημα. Αυτό δεν συνιστά από μόνο του ηθική στάση του τρόπου που διαχειρίζεστε τη γραφή;
Έχετε δίκιο και είναι τεράστια υπόθεση ο τρόπος που διαμορφώνονται η συμφωνία και η κοινή συναίνεση μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα· χωράει πολλές συζητήσεις, αλλά αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της γραφής, ότι δεν γράφεις με επιχειρήματα ούτε για να πείσεις κάποιον για το δίκιο σου. Με άλλα λόγια, δεν γράφεις με πειθώ αλλά με μαγεία, προσπαθώντας να δεις από τα μέσα τι συμβαίνει με αυτές τις αξίες, χωρίς, όμως, να τις επιβάλλεις. Και αυτό από μόνο του, όπως είπατε, είναι μια ηθική στάση. Προσωπικά μιλώντας, ήταν πολύ δύσκολο για μένα να δω πώς μπορώ να θίξω όλα αυτά τα θέματα από το εσωτερικό του μυθιστορήματος, αναποδογυρίζοντας ουσιαστικά τους όρους του, σαν να βγάζω τη φόδρα της αφήγησης προς τα έξω, καθιστώντας τους πάντες υπεύθυνους για την πράξη τους.

— Εννοείτε ότι με αυτό τον τρόπο καθιστάτε υπεύθυνο και τον αναγνώστη για την ερμηνεία του;
Ναι, προφανώς. Η γλώσσα είναι ένα αληθινά πολυδιάστατο ηθικό σύστημα και μου πήρε πολύ χρόνο να το αντιληφθώ και να το πιστέψω γιατί ξεκίνησα με το κλασικιστικό πρότυπο που μου επεβλήθη από νωρίς. Σύμφωνα με αυτή την καταναγκαστική οπτική, το μυθιστόρημα οφείλει να βρει έξωθεν τους όρους του, να επικαλεστεί συγκεκριμένες εξωτερικές αξίες για να ορίσει τους καλούς και τους κακούς πρωταγωνιστές του, τις αγαθές ή μη προθέσεις. Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν το βικτοριανό μυθιστόρημα και η βρετανική λογοτεχνία, όπου όλα μοιάζουν σχεδόν κατηγοριοποιημένα και σαφώς τοποθετημένα. Μου πήρε, λοιπόν, πολύ χρόνο να αποστασιοποιηθώ, να κόψω τον ομφάλιο λώρο και να γράψω το Parade, δίνοντας την ευκαιρία στην εικόνα να διαμορφώσει τη δική της γλώσσα και ένα δικό της ηθικό σύστημα. Αρκεί, ωστόσο, να διαθέτεις πίστη για να διαμορφώσεις ένα έργο τέχνης περίπου όπως οι καλλιτέχνες και οι ζωγράφοι, που θα αποκτήσει ισχύ και θα αυτονομηθεί, συμπαρασύροντας πολλά άλλα πράγματα. Άλλωστε, το έργο ξέρει να βάζει τους όρους από μόνο του, αρκεί να του έχεις εμπιστοσύνη.
— Νομίζω ότι αυτού του είδους η υπέρβαση που κάνετε φαίνεται στο Parade, όταν ο ζωγράφος G λέει πως θέλει να ξεφύγει από τα αδιέξοδα της τέχνης καθώς νιώθει πραγματικά παγιδευμένος «ανάμεσα στην ανεκδοτολογική φύση της αναπαράστασης και την αποδέσμευση της αφαίρεσης». Έχω την αίσθηση ότι αυτό που λέτε για το έργο τέχνης το εννοείτε και για τη γραφή, δεν είναι έτσι;
Ναι, και έχω και ένα άλλο παράδειγμα, όπου ο G, που στο μυαλό μου θα μπορούσε να είναι ένας καλλιτέχνης όπως ο Νόρμαν Λιούις, όταν του λένε πως πρέπει να είναι καλλιτεχνικά στρατευμένος γιατί έχει ευθύνη απέναντι στην κοινότητά του και να μη ζωγραφίζει αφηρημένα γιατί εκφράζει τους περιθωριοποιημένους καλλιτέχνες. Κάτι αντίστοιχο ένιωσα ως γυναίκα συγγραφέας: δεν ήθελα να νιώθω αναγκασμένη να γράφω με συγκεκριμένο τρόπο ή ιδιότητα, όπως θεωρώ ότι θα συνέβαινε με τον Λιούις όταν σχεδόν τον εξανάγκαζαν να υιοθετεί συγκεκριμένο παραστατικό τρόπο ως Αφροαμερικανός. Προσφεύγοντας, παρ’ όλα αυτά, στην αφαιρετική τέχνη, δεν εγκατέλειψε την επικράτεια ή τον χώρο του, όπως του καταλόγιζαν, αντιθέτως το εξέλισσε και διεύρυνε τους ορίζοντες του. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο και θαρραλέο βήμα. Το βλέπω να συμβαίνει διαρκώς και στον δικό μου τομέα, όσον αφορά τις γυναίκες συγγραφείς. Δεν είναι τυχαίο ότι αντίστοιχο ερώτημα είχε θέσει η Βιρτζίνια Γουλφ όταν αναρωτιόταν αν οφείλει να γράφει δανειζόμενη τους όρους της γραφής από τους άνδρες, γράφοντας όπως οι άλλοι θα προσδοκούσαν ή αν θα έπρεπε να χαράξει κάποια μοναχική πορεία. Πραγματικά, δεν ξέρω αν τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε γιατί σίγουρα τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.

— Ωστόσο, δυστυχώς, οι κραταιά ριζωμένες πεποιθήσεις δεν αλλάζουν και αυτό φαίνεται ήδη από τον τρόπο που περιγράφετε την πατριαρχία στα μεσογειακά περιβάλλοντα, ειδικά στην Ελλάδα: αρκεί να διαβάσει κανείς τον μονόλογο του Έλληνα συνταξιδιώτη της Φαίης στον πρώτο τόμο της τριλογίας σας, στο Περίγραμμα, για να δει πώς περιγράφει τις πρώην συντρόφους του. Αλήθεια, πως αντιληφθήκατε όλες αυτές τις λεπτομέρειες των κοινωνικών σχέσεων στη χώρα μας;
Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίζεις τη δική σου, υποκειμενική πρόσληψη των πραγμάτων και να προσπαθείς να περιγράψεις τα πράγματα από τη θέση του παρατηρητή: μου πήρε χρόνο, από τις πρώτες επισκέψεις μου στην Ελλάδα, με αυτή την ένταση που ένιωθα, και με αυτά τα συναισθήματα, να βρω τη θέση μου στο ελληνικό σύμπαν. Επιπλέον, έπρεπε να ξεπεράσω και το πρόβλημα της γλώσσας που έθετε ούτως ή άλλως αποστάσεις. Ήταν σαν να είχα απέναντι μου μια σειρά από παγόβουνα τα οποία έπρεπε να φέρω κοντά για να μπορέσω να βρω την άκρη τους: δεν αρκούσε ούτε ο ενθουσιασμός ούτε η έκσταση που μπορεί να ένιωθα. Έπρεπε να έχω την ικανότητα να είμαι ουδέτερη και όσο μπορώ αντικειμενική. Ακόμα και η αγάπη που έχω για την Ελλάδα και την Αθήνα θάμπωνε την καθαρή ματιά που έπρεπε να έχω για να περιγράψω αντικειμενικά την πραγματικότητα. Οπότε, η μόνη λύση για μένα ήταν η φωτογραφική απεικόνιση των πραγμάτων γιατί μέσω αυτής μπορείς να προσεγγίσεις τον κόσμο μέσα από αυτό που συμβαίνει στον χωρόχρονο και με βάση ακριβώς αυτό που βλέπεις, όχι μέσα από τις ιδέες ή τις αφηγήσεις άλλων. Οπότε άρχισα να γράφω, αποτυπώνοντας τα πράγματα φωτογραφικά, δίνοντας προσοχή σε καθετί ελάχιστο. Βάσει αυτού έχτισα το σύστημά μου, όχι βάσει πεποιθήσεων.

— Ωστόσο αναφέρεστε σε κοινωνικές καταστάσεις που δεν αρκεί η φωτογραφική αντίληψη για να τις καταγράψει. Είναι σαφές ότι έχετε μελετήσει τους αρχαίους μύθους για να μεταγράψετε τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Στο «Περί γάμου και χωρισμού» είδαμε να αναφέρεστε στην Κλυταιμνήστρα, ενώ έχετε διασκευάσει τη Μήδεια στο θέατρο, σε εκείνη τη θρυλική παράσταση στο Almeida. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σχέση σας με την ηρωίδα του Ευριπίδη;
Πάνε πολλά χρόνια που δούλεψα τη διασκευή της Μήδειας, αλλά πάντοτε επιστρέφω στον Ευριπίδη και στους μεγάλους τραγικούς. Είναι άλλο να αντιλαμβάνεσαι τη μοίρα σε σχέση με τον εαυτό και άλλο να προσεγγίζεις την αρχαία κοινή αντίληψη περί μοίρας. Πρόκειται για μια διαφορετική πρόσληψη του κόσμου και ίσως για την εντελώς αντίστροφη από αυτήν που έχει, για παράδειγμα, ο χριστιανισμός για το πεπρωμένο, καθώς προσεγγίζει τα πράγματα μέσα από την ενοχή και την ντροπή, αυτή τη διαρκή αίσθηση ότι φέρεις προσωπικά τις αμαρτίες του κόσμου. Οι Αρχαίοι Έλληνες αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα όταν μιλούν για συλλογική ντροπή, αναφέρονται σε ένα άγραφο σύστημα κανόνων. Είναι ουσιαστικά σαν να προϋποθέτουν την ύπαρξη μέσα από την κοινή μοίρα, που σε κάνει να εκλαμβάνεις τον εαυτό σου ως μέρος ενός κόσμου γεμάτου νόημα. Ακόμα και η γλώσσα δεν είναι τυχαία, καθώς οι Αρχαίοι έχουν πολύ διαφορετικό τρόπο να λένε ότι κάποιος είναι καταδικασμένος από τη μοίρα (doomed) απ’ ό,τι οι χριστιανοί. Αντιλαμβανόμενη, όμως, ότι δεν μπορούσα να αντιγράψω την αρχαιοελληνική λογική, προτίμησα να αλλάξω το περιεχόμενο της Μήδειας και να κρατήσω τη μορφή: θεώρησα ότι, μένοντας πιστή στη δομή, θα μπορέσω να συνομιλήσω άμεσα με το έργο. Ήταν, δηλαδή, σαν το ίδιο το έργο να με καθοδήγησε και να με βοήθησε να ξεπεράσω τους σκοπέλους. Χάρηκα που στο τέλος λειτούργησε, ίσως γιατί αντιλαμβανόμουν τον τρόπο που ο Ευριπίδης έβλεπε τη Μήδεια, με συγκατάβαση και με συμπάθεια.
— Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τη σώζει στο τέλος και της επιτρέπει να αναληφθεί στους ουρανούς με το άρμα του Ήλιου, το οποίο σέρνουν ανίεροι δράκοι.
Ναι, ακριβώς. Έχω την αίσθηση ότι χαιρόταν γι’ αυτό, ότι ταυτιζόταν μαζί της. Πιστεύω ότι γινόταν γυναίκα στην προσπάθειά του να καταλάβει αρκετές από τις τραγωδίες του. Ακόμα και οι Βάκχες δεν είναι παρά η προβολή που έκανε ο Ευριπίδης στο μέλλον, στη δυναμική της απελευθέρωσης των γυναικών. Έχει υποφέρει πολύ από τους κλασικιστές που προσπάθησαν να τον ερμηνεύσουν εκ των υστέρων, εμμένοντας στην κυριολεξία αντί στη συμβολική και μεταφορική δύναμη των λόγων του. Νομίζω ότι πολύ θα ήθελε οι γυναίκες να απελευθερωθούν, απλώς ανησυχούσε τι θα γίνουν μετά τα τέκνα τους.
—Πάντως, στον Ευριπίδη υπάρχει το δίπολο «ομορφιά - τραγικότητα» που βλέπουμε να διαπερνά τα βιβλία σας. Θυμάμαι μια πρωταγωνίστριά σας να λέει ότι το να γράφεις είναι κάτι μεταξύ διασκέδασης και τρόμου. Είχαμε μια αντίστοιχη συζήτηση πρόσφατα με την Αμάντα Μιχαλοπούλου, όταν λέγαμε πως νιώθω τρόμο κάθε φορά που ακούω, διαβάζοντας δυνατά, το Parade, αλλά, πιστέψτε με, η συγγραφή του ήταν από τις πιο ωραίες εμπειρίες της ζωής μου. Θυμάμαι τον σύζυγό μου να μου λέει ότι με άκουγε κυριολεκτικά να γελάω όταν το έγραφα. Και τώρα που το συζητάμε αναρωτιέμαι αν τελικά οι κανόνες του παιχνιδιού ισχύουν και στη γραφή, γιατί φαντάζομαι την ίδια χαρά να νιώθουν τα παιδιά όταν παίζουν ένα παιχνίδι.
— Κάτι αντίστοιχο, πάντως, λέει και ο Μαξ Μπροντ για τον Κάφκα, ότι τον θυμάται να γελάει όταν έγραφε τις ιστορίες του. Αλλά μια και αναφέρομαι στον Κάφκα, νομίζω ότι ακολουθείτε την ίδια λογική, όσον αφορά τα αρχικά και τα ακρωνύμια, τα οποία χρησιμοποιείτε κατά κόρον στα βιβλία σας αντί για τα ονόματα. Μήπως, όπως, και εκείνος το κάνετε γιατί αναφέρεστε σε συμπαντικές αξίες και όχι σε συγκεκριμένα πρόσωπα;
Ναι, είναι η ίδια λογική, δεν με ενδιαφέρει να αναφερθώ σε κάτι μιλώντας προσωπικά, γιατί πιστεύω ότι το βίωμα διοχετεύεται έτσι κι αλλιώς σε κάτι συμπαντικό και καθολικό που είναι η γραφή, ακόμα και όταν δεν το αντιλαμβάνεσαι πλήρως. Αρκεί να σας πω την πρόσφατη ιστορία μου από την τελευταία επίσκεψή μου στην Ύδρα, μαζί με τον άνδρα μου, πριν από λίγους μήνες. Καταφύγαμε εκεί, σε ένα μικρό σπιτάκι, για να βρούμε ησυχία, καθώς εκείνος ανάρρωνε από μια ασθένεια. Επειδή ακριβώς ήταν έτσι οι συνθήκες, είχα αποφασίσει να δώσω σ’ εκείνον προτεραιότητα και να μη διαταράξω την ησυχία του. Ωστόσο, δοκιμάζοντας να γράψω κάτι, κατέληξα να έχω 10.000 λέξεις, παρότι δεν ήταν κάτι που είχα στο πλάνο μου. Διαβάζοντάς το συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι εντελώς ψεύτικο και άτοπο και το διέγραψα. Το μόνο που κράτησα απ’ όλο αυτό ήταν μία μόνο παράγραφος, η οποία ουσιαστικά συνόψιζε όλο αυτό το άγχος που ένιωθα με την κατάσταση, την αγωνία για την υγεία του άνδρα μου, τον θυμό με τον εαυτό μου, χωρίς καν να το έχω συνειδητοποιήσει. Το βίωμα δηλαδή ήταν εκεί, με τρόπο που μόνο η γραφή μπορούσε να ορίσει. Ήταν σαν να έσπαζα ένα πιάτο και αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα σε κάτι που μπορεί να είναι ωραίο αλλά ψεύτικο και σε κάτι που μπορεί να είναι βίαιο, σύντομο, αλλά αληθινό. Πρέπει να νιώθεις ότι μπορεί να διαρρήξει το σύμπαν, αλλιώς δεν έχει νόημα.
— Οπότε, με έναν τρόπο, όλα τα μοιραία συμβαίνουν στην Ελλάδα για εσάς;
Ναι, αν το σκεφτεί κανείς, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η παράγραφος λειτούργησε ως η κινητήριος δύναμη, η αρχή γι’ αυτό που γράφω τώρα, το νέο μου βιβλίο. Είναι κάτι διαφορετικό από τα υπόλοιπα, ίσως γιατί έχει αλλάξει η ποιότητα της εμπειρίας μου.
— Μιλώντας για τη σχέση σας με την Ελλάδα, βλέπουμε να επιστρέφετε σταθερά στη χώρα μας για τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παραδίδετε στην Καρδαμύλη μαζί με την Αμάντα Μιχαλοπούλου.
Ναι, και χαίρομαι πάρα πολύ. Νιώθω πολύ ωραία κάθε φορά που επιστρέφω εδώ, παρότι δεν μιλάω τη γλώσσα και παρά τις δυσκολίες λόγω του καιρού κ.λπ. Απολαμβάνω πραγματικά τη διδασκαλία, είναι από τα πιο ωραία πράγματα που κάνω. Εκτός των άλλων, είναι πραγματικά μεγάλη απόλαυση να διαβάζεις τις ιστορίες των άλλων.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΡΕΪΤΣΕΛ ΚΑΣΚ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.