«Πήγαινε στον Άγγελο και θα σε φροντίσει»

«Πήγαινε στον Άγγελο και θα σε φροντίσει» Facebook Twitter
Στα μάτια μου μοιάζει με καταφύγιο για εκείνους που τους ιντριγκάρει να νιώθουν ότι ζουν σε μια πόλη που δεν κοιμάται. Εικονογράφηση: bianka/LIFO
0



ΤA ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ
 είναι στα τέλη του καλοκαιριού, κάτι που για χρόνια με έφερνε σε αμηχανία. Στα παιδικά μου πάρτι σχεδόν δεν υπήρχαν συνομήλικοί μου, έλειπαν όλοι στα χωριά τους μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία, έτσι τα ηνία στη μουσική τα έπαιρναν οι ενήλικοι, στα τριάντα τους τότε, λίγο πάνω, λίγο κάτω, και αντί για τα «Παπάκια» έπαιζε το «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό», αντί για κάποιον ποπ σταρ της εποχής έβαζαν Μπιθικώτση να τραγούδαει Τσιτσάνη – 30 Αυγούστου, έξω ο τόπος έβραζε κι αυτοί να τραγουδάνε «Πάλιωσε το σακάκι μου». Δυσκολευόμουν πολύ, κάποιες φορές ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, γιατί και τα λίγα παιδιά που δεν είχαν γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό να τα κρατήσουν και τελικά ερχόντουσαν να μου ευχηθούν, δεν άφηναν ασχολίαστο το μουσικό χαλί, ήμουν η Ζωή που στα πάρτι της ακούνε «περίεργη μουσική για μεγάλους». 

Δεν το περίμενα, αλλά αυτά τα πάρτι με δικαίωσαν μεγαλώνοντας, όταν ήμουν φοιτήτρια και η φάση ήταν ρεμπετάδικο –ο Θεός να το κάνει– στην Πανόρμου, όταν πια δεν περνούσα τα γενέθλιά μου στην Αθήνα αλλά σε κάποια «εναλλακτική» Κυκλάδα, όπου όλο και κάποια κομπανία στήνει γλέντια τα βράδια στα ασβεστωμένα σκαλιά της Χώρας. Σίγουρα ένιωσα να με κοιτάνε με θαυμασμό όταν οργανώθηκα σε νεολαία της αριστεράς – από τότε μέχρι τώρα στην ερώτηση «πού τα ξέρεις όλα αυτά απ’ έξω» απλώς σκάω ένα μειδίαμα που μεταφράζεται ως «πού να σου εξηγώ τώρα και τι να καταλάβεις;», γιατί ούτε την ιστορία των γενεθλίων μου έχω όρεξη να λέω κάθε φορά ούτε ότι μέχρι να ανοίξει το πρώτο μεγάλο δισκοπωλείο στο Περιστέρι και να μπορώ να επιλέξω μόνη μου τι θα ακούω με το χαρτζιλίκι μου οι επιλογές που είχα σε CD στο σπίτι ήταν από τις «Μεγάλες επιτυχίες του Απόστολου Καλδάρα» μέχρι το «Στου αιώνα την παράγκα», σε πιο σύγχρονο. 

Ο Άγγελος, που έδωσε το όνομά του στο μαγαζί, το προόριζε για εστιατόριο, ήθελε κιόλας να έχει κίνηση και να δουλεύει το μεσημέρι, καθόλου δεν τον ενδιέφερε το βράδυ, αλλά όταν εκείνος έκανε σχέδια, τα Εξάρχεια γελούσαν.

Έκανα πολύ ρεμπετάδικο στα είκοσι, κάπως τα βαρέθηκα και, στ’ αλήθεια, δεν είναι ότι με ξετρέλαναν και ποτέ. Το ψηλό πάλκο μού πήγαινε περισσότερο σε μπουζούκι και το στρίμωγμα που παίζει στα τραπέζια από κάτω δεν ήταν το καλύτερό μου, το πρόγραμμα που ήταν φτιαγμένο «για να σηκωθεί ο κόσμος», όπου κάποια στιγμή έμπαιναν και τα all time classics, ο Βούδας και ο Κούδας, «κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει» και τα συναφή, όλα ήταν κάπως προβλέψιμα. Τα είχα βγάλει από το μυαλό μου ως option εξόδου εδώ και καιρό και δεν ένιωθα ότι είναι και της ηλικίας μου, η μουσική που κάποτε έλεγαν τα παιδιά που ερχόντουσαν στο πάρτι μου ότι είναι για μεγάλους ένιωθα πως ήταν για μικρούς, και ας μην είχα φτάσει καν στην ηλικία των γονιών μου. 

Στην πόλη παίζει εδώ και καιρό μια διαφήμιση από στόμα σε στόμα, «έλα, μωρέ, το μαγαζί στα Εξάρχεια που τραγουδάει η Κιτσοπούλου δεν το ξέρεις;». Το μαγαζί αυτό λέγεται Άγγελος, και οι λιγότερο περπατημένοι στο ξενύχτι το μπερδεύουν με τον Άγιο και άλλοι με τον Αρχάγγελο. Ας το ξεκαθαρίσουμε: και τα τρία είναι αφτεράδικα. Ο Άγιος και ο Αρχάγγελος παίζουν ελληνική, κυρίως παλιά λαϊκή μουσική. Στον Άγγελο η μουσική είναι λάιβ, σερβίρουν και φαΐ. Ξέρω, την έχουμε για καραμέλα τη λέξη «ιδιοσυγκρασιακός», αλλά, αν μπορεί να χαρακτηριστεί ένα μόνο μαγαζί στην Αθήνα ως τέτοιο, αυτό είναι ο Άγγελος. 

Κάποιοι είδαν φως και μπήκαν κυριολεκτικά σε αυτό το διατηρητέο σπίτι του 1886, και έμειναν, έγιναν θαμώνες. Ο Άγγελος, που έδωσε το όνομά του στο μαγαζί, το προόριζε για εστιατόριο, ήθελε κιόλας να έχει κίνηση και να δουλεύει το μεσημέρι, καθόλου δεν τον ενδιέφερε το βράδυ, αλλά όταν εκείνος έκανε σχέδια, τα Εξάρχεια γελούσαν. Γιατί αυτό που έγινε τελικά είναι ότι έβαλε μουσική στο μαγαζί για να δουλέψει – ούτε που την είχε σκεφτεί, του προέκυψε, ήταν μέσα στην κρίση, η Αθήνα καιγόταν και πίστεψε ότι τα λάιβ θα του φέρουν περισσότερο κόσμο, και όντως συνέβη. Μόνο που αυτός ο κόσμος περνούσε καλά, καθόταν λίγο παραπάνω, ζητούσε ένα τραγούδι ακόμα, κι άλλο ένα, και από κει που ήταν δέκα άτομα, χώνονταν στον Άγγελο και οι εργαζόμενοι από τα γύρω μαγαζιά που σχολούσαν και ξαναφούντωνε η βραδιά. Δεν του πήγαινε η καρδιά να τους βγάλει κάτι πρόχειρο και η κουζίνα του έκλεινε όλο και πιο αργά, μέχρι που έγινε εντελώς άφτερ – ανοίγει πια στις δέκα-δέκα και μισή, εγώ την τελευταία φορά έκανα κράτηση στις δώδεκα. 

Στα μάτια μου μοιάζει με καταφύγιο για εκείνους που τους ιντριγκάρει να νιώθουν ότι ζουν σε μια πόλη που δεν κοιμάται. Η βαθιά νύχτα έχει πεθάνει στην Αθήνα, λίγα μέρη έχουν μείνει να σε περιμένουν πλέον τα βράδια αργά, μετά τα μεσάνυχτα, όχι μόνο τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Ο Άγγελος όμως το κάνει και νομίζεις ότι σε περιμένει – έτσι μου τον περιέγραψε εκείνος που με πήγε. Είναι και από τα μέρη όπου κάποιος σε πάει, δεν παίρνεις να κάνεις κράτηση επειδή το έχουν δημοσιεύσει όλοι ή επειδή παίζει πολύ στα σόσιαλ. Kαι εκείνον που με πήγε τον είχε πρωτοπάει ένας φίλος· ένα βράδυ που δεν είχε τι να κάνει του είπε «πήγαινε στον Άγγελο, θα σε φροντίσει». 

Η Κιτσοπούλου όμως πώς ήρθε και κόλλησε με όλα αυτά; Τον Αύγουστο κλείνει δεκαπέντε χρόνια λειτουργίας το μαγαζί, και αυτή είναι εκεί και τραγουδάει κάθε Σάββατο καμιά δεκαριά χρόνια τώρα – τα σχήματα δεν αλλάζουν, έχουν συνέπεια, το καθένα από αυτά έχει τη μέρα του για χρόνια. Μπαίνει μέσα στο μαγαζί σκαστή από το «Και λέγε λέγε» με ένα λεοπάρ αθλητικό μπλουζάκι, ένα κολιέ με πέρλες περασμένο σαν βραχιόλι στο χέρι και βινύλ κοθόρνους, κάθεται και βγάζει μια σέλφι, με τη θήκη του κινητού της να είναι γεμάτη στρας – είναι larger than life φιγούρα, όπως και το βράδυ που θα ακολουθήσει. «Η Λένα… εγώ έτσι την ξέρω, αν και δεν γνώριζα καν ποια ήταν, μέχρι που άρχισε να έρχεται με έναν μπουζουξή που του άρεσαν τα oνόματα που είχα. Μια μέρα έπαιξε λίγο αυτός, τραγούδησε κι εκείνη. Μου λέει ο Αινείας Τσαμάτης “αυτή είναι η Κιτσοπούλου”, “ποια είναι αυτή, δεν την ξέρω” του απάντησα, “για ρώτα την αν τη λένε Λένα”, και πήγα. Λίγο μετά άρχισε να τραγουδάει εδώ. Είμαστε φίλοι πια, είναι πολύ καλό παιδί. Εγώ τη Λένα δεν μπορώ να την πληρώσω, τραγουδάει εδώ γιατί γουστάρει, την αγαπάω, με αγαπάει κι έρχεται για την όλη φάση, περνάει καλά». 

Την πρώτη φορά που πήγα στον Άγγελο δεν την πιάνω για κανονική, κάπου είχα βγει, σε ένα εντελώς άλλο σκηνικό μουσικά, μπήκα στο μαγαζί στις τρεις. Ήταν χειμώνας, τα λίγα του τραπέζια ήταν γεμάτα κι έκατσα στο χολ, πάνω σε έναν μπουφέ με μια μπίρα. Όταν άδειασε ένα τεσσάρι, περιμέναμε εγώ, μια φίλη και άλλοι δύο που μας ήταν άγνωστοι. Εκείνοι πήραν μια ποικιλία με κρεατικά, θα είχε πάει η ώρα τέσσερις παρά. Ζήτησαν τέσσερα πιάτα, απλώς μας συστήθηκαν, μας είπαν «πάρτε, μην ντρέπεστε» και μοιραστήκαμε το τραπέζι μέχρι να τελειώσει η μουσική. 

Το παράδοξο στον Άγγελο δεν είναι ότι απλώς βγάζει κανονικό φαγητό τις μεγάλες ώρες, είναι ότι είναι και καλό. Ας μην κρυβόμαστε, στην Αθήνα ακούς ρεμπετάδικο και φαντάζεσαι κεφτεδάκια σαν τρελομπαλάκια που μπορεί να τα πετάξεις στον τοίχο και να σου γυρίσουν πίσω, τηγανιές που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς το βράδυ, σαλάτα-σπεσιαλιτέ με το όνομα του μαγαζιού και τυρολουκουμάδες – καμία σχέση. Έχει ωραία τηγανητή πατάτα κομμένη σαν πατατάκι, το κεμπάπ του και το συκώτι του είναι σωστά, το χωριάτικο λουκάνικό του είναι φυσικής ωρίμανσης και από κρεοπώλη εμπιστοσύνης, από τον κουμπάρο του. Ο Άγγελος ασχολείται προσωπικά με το φαγητό του μαγαζιού, του αρέσει πολύ το ψάρεμα και έχει λόξα με τα άγρια χόρτα και τα μανιτάρια – βγαίνει, τα μαζεύει, τα σερβίρει. Έχει, λοιπόν, ένα στάνταρ μενού, αλλά τις προάλλες είχε να βγάλει και φούσκες. Πηγαινοέρχεται συνέχεια στην Εύβοια και ό,τι πιάνει το σερβίρει – δύο και τρεις το ξημέρωμα πού θα βρεις φρέσκο ψάρι και θαλασσινά στην Αθήνα; Μόνο εκεί. Κάνει μόνος του αυγοτάραχο, έβγαλε και μια κολοχτύπα και πήρε τηλέφωνο πελάτη που ήξερε ότι θα την εκτιμούσε αν του την έκανε μακαρονάδα. Και αν θέλετε και επιδόρπιο, βάζει τη μαμά του να κάνει τις κανθαρέλες γλυκό του κουταλιού.

Αν και είναι εκεί που είναι, ο Άγγελος είναι ένα μέρος αταξικό. Έχει ελάχιστη κατανάλωση, ένα εικοσάρικο –γιατί ακούς και μουσική και κάπως πρέπει να βγει όλο αυτό–, αλλά αυτά τα λεφτά δεν είναι τίποτα αν κάτσεις εκεί τέσσερις ώρες, που θα το κάνεις. Και παρότι μπορεί κάποιοι να τη βγάλουν μόνο με αυτό το εικοσάρικο, εκεί μέσα θα δεις και κόσμο που το ρολόι του μόνο κοστίζει κάποια χιλιάρικα. Οι φοιτητές συνυπάρχουν με τους μεγαλοδημοσιογράφους, οι πιο indie συντάκτες με βουλευτές από το Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ που έχει τα γραφεία του πιο πάνω, οι ηθοποιοί από τις «σχολές» Καραθάνου - Καραντζά - Κιτσοπούλου με τα παιδιά του Κολεγίου και του Μωραΐτη που συχνάζουν εκεί κάθε Τετάρτη, οι τριαντάρηδες με τους γονείς τους, και όλοι αυτοί μπλέκονται με τον κόσμο που μπαινοβγαίνει στο μαγαζί, χώρια αυτοί που έχουν φροντίσει για την κράτησή τους. 

«Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη / Απόψε κάνεις μπαμ / Λαός και Κολωνάκι / Τέτοια κούκλα και τσαχπίνα / Είπα να σβήσω τα παλιά / Άλλα μου λέν’ τα μάτια σου / Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ / Είναι το κρύο τσουχτερό / Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ / Και όταν ακούω Μπιρ Αλλάχ», κάπως έτσι κύλησε ένα Σάββατο. Αν και το πρόγραμμα δεν είναι πότε το ίδιο, σε γενικές γραμμές τα προπολεμικά ρεμπέτικα δεν τα παίζουν ιδιαίτερα, λίγο Μάρκο μόνο, αλλά μέχρι εκεί. Το πρόγραμμα κινείται πιο λαϊκά, με τραγούδια από το ’50 και μετά. Και όλη αυτή η ετερόκλητη ανθρωπογεωγραφία τα ξέρει και τα τραγουδάει, ενώ χορεύουν ζεϊμπέκικο μια βερμούδα με χαβανέζικο πουκάμισο κι ένα μαύρο φόρεμα με λεοπάρ Vans. 

«Λένα, θέλουμε τη Δραπετσώνα», θα πει κάποιος και η παραγγελιά του θα εισακουστεί. Στο «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» μπορεί και να σείστηκε το μαγαζί ή εγώ το ένιωσα έτσι, κάποιος συμπλήρωσε και ένα «γαμώτο» στον στίχο και έδειξε σαν να το έβγαλε από μέσα του. Δυο τραπέζια που στην αρχή της βραδιάς έμοιαζαν να έχουν κάνει κράτηση χώρια ενώθηκαν. Ακούγεται κλισέ, και το λέμε συνήθως για καλό ότι σε ένα μαγαζί γίνονται όλοι μια παρέα, αλλά στον Άγγελο αυτό πράγματι συμβαίνει. Είναι μικρό το μαγαζί και το ενώνει η μουσική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα τους συμπαθήσεις όλους. Εγώ έφυγα από εκεί μετρώντας μια βαθιά συμπάθεια και μια φοβερή αντιπάθεια το τελευταίο Σάββατο που βρέθηκα εκεί, αλλά δεν πειράζει, μπορούμε και να μη μοιραστούμε τις μπίρες μας αν συναντήθουμε ξανά. 

Από το πουθενά, δίπλα στο μπουζούκι και στην κιθάρα εμφανίστηκε ένα κλαρίνο για να πει η Κιτσοπούλου το «Ένα χειμωνιάτικο πρωί» και να βυθιστεί το μαγαζί σε κατάνυξη. Μικρόφωνο δεν έχει μπει ποτέ στον Άγγελο, είναι ψηλοτάβανο το σπίτι και όταν επικρατεί ησυχία στον χώρο κάνει ηχείο. Όπως είπε και ένας φίλος, «είναι λες και είσαι στο Ηρώδειο όταν μπαίνει το μπουζούκι» – υπερβολή, αλλά είχε point. Πιάνουν Πάνο Γαβαλά, μπαίνει το «την καρδιά μου πλήγωσες, μ’ έκανες και πόνεσα», η Κιτσοπούλου το απογειώνει. Και όπως τραγουδάω μαζί της αυτό που κάποτε δεν άντεχα να ακούω στα γενέθλιά μου, συνειδητοποιώ ότι το να τραγουδάς δυνατά με κλειστά τα ματιά, χωρίς να ντρέπεσαι για το πώς ακούγεσαι, μπορεί να είναι πιο απελευθερωτικό και από το να ουρλιάξεις.

Ζωοδόχου Πηγής 19, Εξάρχεια 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στo φανζίν Ταβέρνα

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κ. Βήτα: «Στο ρεμπέτικο τραγουδούσαν κι έσπαγαν τα μάρμαρα στους τάφους»

Μουσική / Κ. Βήτα: «Στο ρεμπέτικο τραγουδούσαν κι έσπαγαν τα μάρμαρα στους τάφους»

Στον νέο του δίσκο «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη», ο Κ. Βήτα διασκευάζει εννιά τραγούδια της Μαρίκας Παπαγκίκα και της Σωτηρίας Μπέλλου, αναδεικνύοντας τη διαχρονική δυναμική του ρεμπέτικου, που συνεχίζει να συγκινεί βαθιά μέχρι και σήμερα.
M. HULOT
Δημήτρης Παπαδημητρίου - Βερόνικα Δαβάκη: «Στο ρεμπέτικο έχουν ειπωθεί πράγματα πιο καίρια και πιο λακωνικά απ’ ό,τι στην υψηλή ποίηση»

Μουσική / «Στο ρεμπέτικο έχουν ειπωθεί πράγματα πιο καίρια απ’ ό,τι στην υψηλή ποίηση»

Με αφορμή τη νέα τους μουσική παράσταση με εντελώς άγνωστα τραγούδια των Παπαϊωάννου και Τούντα, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και η Βερόνικα Δαβάκη μιλάνε για όσα οραματίζονται για το «Ελληνικό Σχέδιο» που βρίσκεται στην υπηρεσία της ελληνικής μουσικής και των δημιουργών της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γλυκιά Σύρος: Ζαχαροπλάστες, συνταγές και μνήμες από το παρελθόν της Ερμούπολης

Γεύση / Γλυκιά Σύρος: Παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και συνταγές από την Ερμούπολη

Αμυγδαλωτά, χαλβαδόπιτες, νουγκατίνες, σφολιάτσες και πολλά ακόμη παραδοσιακά γλυκά, μαζί με μια ιστορία 200 χρόνων, αναδεικνύουν την Ερμούπολη σε βασίλισσα της ζαχαροπλαστικής.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Η Ταβέρνα «Πλάτων» στο Βούπερταλ

Γεύση / «Kάθε φορά που μυρίζω ούζο, θυμάμαι την ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ»

Ο Παύλος και η Ελένη, μετανάστες στη Γερμανία, δημιούργησαν μια αυθεντική ελληνική ταβέρνα, που εδώ και τρεις δεκαετίες σερβίρει απλά αλλά πεντανόστιμα πιάτα και είναι διάσημη για τον λεπτοκομμένο χειροποίητο γύρο της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η αγκινάρα

Γεύση / «Ο καλύτερος μεζές είναι η κεφαλή της άγριας αγκινάρας»

Χοιρινό με αγκιναρόφυλλα κοκκινιστά στη Σητεία, κεφαλές αγκινάρας γεμιστές με ρύζι στην Κάσο και αγκινάρες-μουσακά στην Άνδρο: η αγκινάρα δίνει τόσο πολλά τη στιγμή που διεκδικεί μόνο το ελάχιστο.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Aspasia: Πώς η Σταυριανή Ζερβακάκου έστησε ένα εστιατόριο-προορισμό

Γεύση / Aspasia: Ένα εστιατόριο που ανταμείβει κάθε στροφή του δρόμου προς τη Μάνη

Στο απόγειο της φήμης της, η Σταυριανή Ζερβακάκου αποφάσισε να επιστρέψει σε έναν τραχύ τόπο και να στήσει ένα εστιατόριο-προορισμό σε έναν μικρό ορεινό οικισμό, αξιοποιώντας στην κουζίνα της όσα άγρια της δίνει το μέρος.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η άνοιξη και το καλοκαίρι της ρίγανης

Γεύση / H ρίγανη που δίνει γεύση στα καλοκαίρια μας

Είναι το πιο δημοφιλές μυριστικό της Aνατολικής Μεσογείου και δίνει ιδέες για μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά καλοκαιρινά εδέσματα, όπως η ριγανάδα, ο ντάκος, η χωριάτικη σαλάτα και οι ριγανάτες σαρδέλες.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Quinn’s: Γιατί όλοι πίνουν Dry Martini «στου Ηλία» Μαρινάκη 

Γεύση / Quinn’s: Γιατί όλοι πίνουν Dry Martini στου Ηλία Μαρινάκη 

Στην πιάτσα των Ιλισίων, σε ένα μέρος όπου όλα είναι μελετημένα, ένας πολύπειρος και προσγειωμένος μπάρμαν μας καλεί να χαθούμε στον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», συζητώντας και πίνοντας κλασικά αλλά αναβαθμισμένα κοκτέιλ.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΠΑΚΑΛΙΚΑ, DELI

Γεύση / Ο μεγάλος οδηγός του Αθηναίου καλοφαγά: Τα 51 πιο νόστιμα σημεία της πόλης

Εξειδικευμένα παντοπωλεία, deli με αλλαντικά και τυριά από την Ελλάδα και τον κόσμο, χασάπικα για κρέατα άριστης ποιότητας, κάβες και φούρνοι με ψωμιά παραδοσιακά αλλά και νέας εποχής, σε μια λίστα που μπορεί να είναι ο παράδεισος του foodie.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία στην Αθήνα;

Γεύση / Είναι η τούρτα αμυγδάλου του Μπόζα η πιο ωραία τούρτα της Αθήνας;

Όσο και αν η τέχνη της ζαχαροπλαστικής έχει κάνει άλματα στη χώρα μας, δεν έχουμε πάψει ποτέ να αγαπάμε τα «παλιά γλυκά» που μας θυμίζουν παιδικά χρόνια, οικογενειακές συγκεντρώσεις, γενέθλια και γιορτές.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ