Το νέο άλμπουμ του Κ. Βήτα «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη» είναι ένας ενδοσκοπικός, χαμηλόφωνος δίσκος στον οποίο διασκευάζει τραγούδια που ερμήνευσαν η Μαρίκα Παπαγκίκα και η Σωτηρία Μπέλλου, προσεγγίζοντας τον κόσμο του πρώιμου ρεμπέτικου μέσα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Σμύρνης και τον απόηχο που άφησαν οι επιρροές τους στην Αθήνα του ’40.
Τα τραγούδια αυτά, που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 2016 στην παράσταση «Σάλα Σάλα» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και στη συνέχεια στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ηχογραφήθηκαν ξανά με νέες ενορχηστρώσεις και αυτήν τη φορά ερμηνεύονται όλα από τον Κωνσταντίνο. Το άλμπουμ περιέχει ακόμα δύο δικές του συνθέσεις και μια διασκευή στον «Λαβύρινθο» του Σωκράτη Μάλαμα.
— Πώς ξεκίνησε η ιδέα να διασκευάσεις τα συγκεκριμένα ρεμπέτικα;
Από μια πρόταση που είχα το 2016 από το Ίδρυμα Ωνάση. Μου ζήτησαν να φτιάξω κάτι για το ρεμπέτικο και το τελικό αφήγημα ήταν γύρω από το ρεπερτόριο της Μαρίκας Παπαγκίκα και της Σωτηρίας Μπέλλου. Δηλαδή, κάτι ανάμεσα στα παραδοσιακά και κάποια τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου.
«Το ρεμπέτικο κουβαλά μέσα του διαχρονικές αλήθειες, την ανάγκη για ελευθερία, τον πόνο της απώλειας, την αγάπη, ακόμα και τον έρωτα χωρίς όρια. Ίσως αυτή την εποχή, επειδή πολλοί άνθρωποι νιώθουν αποξένωση, μοναξιά αλλά και αβεβαιότητα, αυτή η μουσική να μπορεί να αγγίξει ένα κομμάτι της ψυχής τους».
Αυτά ήταν τα υλικά που θα με βοηθούσαν να φτιάξω μια δική μου εκδοχή για εκείνη την περίοδο. Έγιναν δύο συναυλίες τον Ιούνιο του 2016, όπου συνεργάστηκα με εξαιρετικούς μουσικούς και με δύο φίλους εικαστικούς καλλιτέχνες, τον Ανδρέα Αγγελιδάκη και τον Άγγελο Πλέσσα. Στη συναυλία κάποια τραγούδια ερμήνευσε η Θεοδώρα Μπάκα και κάποια εγώ. Ο καιρός πέρασε και μετά από οχτώ χρόνια άνοιξα πάλι εκείνα τα αρχεία. Κράτησα λίγα από τα δεκαπέντε τραγούδια που είχα στην παράσταση, τέσσερα του Γιάννη Παπαϊωάννου και τέσσερα παραδοσιακά, και πρόσθεσα δύο δικές μου συνθέσεις και ένα σύγχρονο τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα που το αγαπούσα πολύ, γιατί πίστευα πάντα πως η γραφή του και η μελωδία του ήταν πολύ κοντά στην παραδοσιακή μας μουσική.
Αποφάσισα να τα τραγουδήσω και να κρατήσω την πρώτη φόρμα που είχαν τα ντέμο, όταν τα πρωτόπαιξα στο στούντιο το 2016. Όλα μαζί είχαν έναν πολύ ακουστικό ήχο, έναν ενιαίο ήχο θα έλεγα, και λειτουργούσαν πολύ καλά στο τελικό σύνολο. Είχα και δύο τραγούδια όπου είχα απομονώσει τη φωνή της Παπαγκίκα και τα είχα τοποθετήσει στο δικό μου ηχητικό περιβάλλον. Ήθελα να τα συμπεριλάβω στην τωρινή έκδοση αλλά βρήκα πολλά εμπόδια με τα πνευματικά δικαιώματα. Δεν τα ονόμασα «Σάλα Σάλα» όπως ήταν ο τίτλος της παράστασης το 2016, αλλά «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη», με αφορμή κάποιους πίνακες του Κλοντ Μονέ που παρατηρούσα ένα βράδυ μετά την ηχογράφηση.
Φτιάχνοντας αυτόν τον τίτλο, προσπαθούσα να καταλάβω πώς συνδέομαι με τον κόσμο σήμερα, αλλά και με τον κόσμο που χάθηκε οριστικά τον περασμένο αιώνα. Είναι και μια αναφορά στους γονείς μου που έφυγαν μετανάστες στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’50 και σε παιδικές θαμπές αναμνήσεις: συγγενείς, η πίσω αυλή του σπιτιού μας που είχε ένα λάστιχο νερού και ένα παγκάκι, χοροεσπερίδες, ήχοι από τραγούδια που έπαιζαν στα αυτιά μου όταν ήμουν παιδί. Όσο για τα τραγούδια, τα προσέγγισα με απλό τρόπο, έριξα κυρίως το τέμπο τους και εστίασα στη μελωδία χωρίς πολλά στολίδια, με κυρίαρχο ήχο την ακουστική κιθάρα, λίγα keyboards και ελάχιστα ηλεκτρονικά. Θα έλεγα πως είναι το πιο ακουστικό άλμπουμ που έχω κάνει ποτέ.
— Τι είναι αυτό που σε συνδέει με το ρεμπέτικο;
Το ρεμπέτικο γεννήθηκε μέσα από τις δύσκολες στιγμές του τόπου μας και μίλησε στις καρδιές των φτωχών ανθρώπων, καθώς οι στίχοι μιλούσαν για την προσφυγιά, τη φτώχεια, τον έρωτα, με έναν πολύ άμεσο τρόπο που άγγιζε την ψυχή του ανθρώπου που έχει βιώσει το αίσθημα της ματαιότητας, της λύπης, της στιγμιαίας χαράς. Από τις περιθωριακές ομάδες πέρασε στην ευρύτερη λαϊκή ψυχή. Για δεκαετίες ήταν κάτι σαν καθρέφτισμα της ψυχής. Σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας και της εφηβείας μου, μια και υπήρχε στο ραδιόφωνο, στις εκδρομές που κάναμε με τους συγγενείς μας, στα γλέντια των ανθρώπων γύρω μου.
Αυτές οι ιδιαίτερες φωνές τραγουδούσαν δυνατά, ήταν φωνές βροντερές σαν κρόταλα, λες και έσπαγαν τη σιωπή του ουρανού, σαν να έσπαγαν τα μάρμαρα στους τάφους... Πρόλαβα και είδα έφηβος τον Μπιθικώτση, την Μπέλλου, τον Τσιτσάνη στα μαγαζιά της δεκαετίας του ’70. Όταν, νέος, έφυγα στη Μελβούρνη για να σπουδάσω, είχα μαζί μου μια κασέτα με την Μπέλλου, ενώ άκουσα πρώτη φορά τη φωνή της Παπαγκίκα από έναν φίλο μου που τότε είχε μια περίεργη καφετέρια στο East End, στο κέντρο της πόλης. Ήταν μια πολύ διαφορετική φωνή, αυθεντική, εσωτερική, με μια βαθιά αίσθηση της νοσταλγίας, ενώ σε κάποια τραγούδια σού έδινε την αίσθηση ότι μια γυναίκα ψέλνει σε ένα εκκλησάκι. Σε έκανε να ανατριχιάζεις με τον τρόπο που ερμήνευε – εννοείται πως με συγκίνησε και την αγάπησα. Στη Μελβούρνη, λοιπόν, άκουσα τις ηχογραφήσεις της Νέας Υόρκης, στην Αθήνα εκείνη την εποχή δεν είχα βρει κάτι.

— Γιατί μπορούν αυτά τα τραγούδια να συγκινήσουν και σήμερα;
Κοίταξε, είναι μια δύσκολη εποχή η σημερινή και φαντάζομαι πως θα υπάρχει πολύς κόσμος που δεν ξέρει τι είναι το ρεμπέτικο. Όμως, πιστεύω ότι και σήμερα ακόμα αυτή η μουσική μπορεί να συγκινήσει, και ίσως πιο βαθιά από όσο φαίνεται. Το ρεμπέτικο κουβαλά μέσα του διαχρονικές αλήθειες, την ανάγκη για ελευθερία, τον πόνο της απώλειας, την αγάπη, ακόμα και τον έρωτα χωρίς όρια. Ίσως αυτή την εποχή, επειδή πολλοί άνθρωποι νιώθουν αποξένωση, μοναξιά αλλά και αβεβαιότητα, αυτή η μουσική να μπορεί να αγγίξει ένα κομμάτι της ψυχής τους που δεν το πιάνει ούτε η ποπ μουσική, ούτε και η απρόσωπη διασκέδαση. Το να νιώθεις δεν έχει εποχή.
Πριν από λίγες μέρες, την Κυριακή των Βαΐων, βρέθηκα σε μια συναυλία που έγινε στο προαύλιο του Μουσείου της Ακρόπολης, όπου η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε τα τραγούδια του Τσιτσάνη με τον δικό της δωρικό και μοναδικό τρόπο. Παρατηρούσα τα πρόσωπα του κόσμου, πώς είχαν συγκινηθεί και τραγουδούσαν μαζί της αυτά τα αριστουργήματα. Στ' αλήθεια, έμοιαζαν με προσευχές που έφερναν το Πάσχα. Ναι, τα τραγούδια αυτά συγκινούν και σήμερα, ίσως όχι όλους τους ανθρώπους, αλλά σίγουρα αν αφεθούμε, μπορούν να μιλήσουν μέσα μας και να μας συγκινήσουν.
— Πόσο διαφορετικές είναι οι εκτελέσεις του άλμπουμ από της παράστασης «Σάλα Σάλα»;
Θα έλεγα ότι είναι αρκετά διαφορετικές από την παράσταση, είναι οι ακουστικές εκδοχές και επίσης λείπουν κι άλλα παραδοσιακά τραγούδια που είχα φτιάξει ειδικά γι' αυτήν τη συναυλία. Νομίζω πως μετά από όλα αυτά τα χρόνια αυτή είναι η πιο σωστή προσέγγιση και εκδοχή που μπορούσα να κάνω για αυτό τον μουσικό κύκλο.
— Θα μου κάνεις μερικά σχόλια για κάθε κομμάτι του δίσκου;
«Ατμόπλοιο»: Είναι η έναρξη του άλμπουμ, μια δική μου σύνθεση από ηλεκτρονικούς ήχους. Είναι ο μετανάστης και είναι η εικόνα του ωκεανού, μια ηχητική προσέγγιση στο αίσθημα αυτού του ανθρώπου που ταξιδεύει για μια άγνωστη γη. Είναι επίσης και μια δική μου εικόνα που είχα φεύγοντας παιδί με το πλοίο από την Αυστραλία για να έρθω Ελλάδα με τη μάνα μου.
«Ας παν να δουν τα μάτια μου» (παραδοσιακό Πελοποννήσου που τραγούδησε η Μ. Παπαγκίκα): Συνήθως το λένε στα πανηγύρια στα χωριά μας στην Πελοπόννησο, είναι ένα εύθυμο τραγούδι που το λένε στους γάμους. Εγώ το έκανα μια αργή μπαλάντα και έβγαλα όλη τη μελαγχολία του μπροστά, αυτή την αμφιβολία μέχρι και την τελευταία στιγμή πως μπορεί ο άλλος να φύγει, να σε εγκαταλείψει. Περιέχει, επίσης, την αγωνία που έχουν οι άνθρωποι πριν από τον γάμο, αλλά και την περίπτωση που μέσα στην αναστάτωση των ημερών αυτών μπορεί να δημιουργηθεί μια παρεξήγηση ή μια σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει επεισόδιο στον γάμο. Γι' αυτό και οι στίχοι περιγράφουν την αγωνία του ζευγαριού…
«Άνοιξε γιατί δεν αντέχω» (στίχοι και σύνθεση του Γιάννη Παπαϊωάννου που ερμήνευσε η Σ. Μπέλλου): Ένα τραγούδι αγάπης αλλά και αγωνίας που έχει δραματικά στοιχεία γι’ αυτόν που βιώνει το συναίσθημα του αποκλεισμού από κάποιον. Έντονα δραματικό τραγούδι, που ο κόσμος το αγάπησε και ως θέμα παραμένει πάντα επίκαιρο, σε κάθε εποχή. Δεν θέλησα να το αποδομήσω, το έκανε με μαγευτικό τρόπο ο Μάνος Χατζιδάκις στα «Λειτουργικά» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, το έκανε να μοιάζει με ψαλμό. Εγώ κράτησα το αρχικό τέμπο και το έκανα όπως θα το έκανε ίσως η Δήμητρα Γαλάνη ένα βράδυ στη βεράντα της με την κιθάρα.
«Οι ψαράδες» (παραδοσιακό που ερμήνευσε η Μ. Παπαγκίκα): Όταν άκουσα πρώτη φορά την Παπαγκίκα να τραγουδά τους «Ψαράδες», νόμιζα πως έβλεπα τον Χριστό να μιλά στους ψαράδες της Γαλιλαίας και να τους λέει να τον ακολουθήσουν… Είναι ένα πολύ απλό παραδοσιακό τραγούδι που έχει μια φυσική καλοσύνη, αθωότητα, στοιχεία που χάθηκαν από τον κόσμο μας και το κάνουν να ακούγεται σήμερα σαν παιδικό. Έχει μια πανέμορφη μελωδία και μια εμμονή, και αυτό προσπάθησα να βγάλω από το τραγούδι, αυτόν τον κυματισμό και τη δύναμη της επανάληψης.
«Κάνε κουράγιο, καρδιά μου» (σύνθεση και στίχοι του Γιάννη Παπαϊωάννου που ερμήνευσε η Σ. Μπέλλου): Με τι λόγια να μιλήσει κανείς για τον κόσμο του Γιάννη Παπαϊωάννου, για το μουσικό σύμπαν που είχε στην καρδιά του, για τον τρόπο που εκφραζόταν μουσικά και στιχουργικά; Έχω πάντα ένα ερώτημα μέσα μου γι' αυτόν τον μουσικό. Είναι ένα βαθιά συγκινητικό τραγούδι, έχει ένα αίσθημα που το έχει ζήσει όλος ο κόσμος όταν βρίσκεται δίπλα στον αγαπημένο του άνθρωπο και τον βλέπει να χάνει το χαμόγελό του απ’ την ασθένεια και τον πόνο. Υπέροχο τραγούδι, θα μπορούσε να συγκριθεί με τον πίνακα του Έντβαρντ Μουνκ «Το άρρωστο παιδί». Ένα από τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια.
«Σάλα σάλα» (Παραδοσιακό που ερμήνευσε η Μ. Παπαγκίκα): Πασίγνωστο παραδοσιακό τραγούδι με διάφορες εκδοχές στον στίχο. Εγώ κράτησα λίγους στίχους από την ηχογράφηση της Παπαγκίκα και κάποιους στίχους από την εκδοχή ενός άγνωστου μετανάστη στη Νέα Υόρκη. Είναι ένα τραγούδι για τον συμβιβασμό μεταξύ δύο ανθρώπων ή ακόμη και για έναν γάμο συμφέροντος. Παρότι είναι δημοφιλές και χαρούμενο, κρύβει, θαρρώ, πίσω του μια σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου χαρακτήρα. Στη δική μου εκδοχή έριξα το τέμπο πολύ κάτω και προσπάθησα να φτιάξω έναν ήχο τεμπέλικο και χαλαρό, σε αντίθεση με την ιστορία.
«Το ’χει η κατεργάρα μπλέξει» (σύνθεση και στίχοι Γιάννη Παπαϊωάννου που ερμήνευσε η Σ. Μπέλλου): Είναι αυτό που λέει ο τίτλος, μια κλασική ιστορία, ένας από τους δύο είναι ο χαμένος σε μια υπόθεση· ένα τραγούδι για τη συναισθηματική χειραγώγηση. Ήταν το πρώτο τραγούδι που επέλεξα όταν ξεκίνησα το 2016 να κάνω τις ενορχηστρώσεις, τραγούδι του 1948, όπως και τα άλλα του Παπαϊωάννου. Πολύ παλιά είχα βιώσει μια σχέση τέτοια και είναι ένα από τα τραγούδια που με αγγίζουν.
«Λαβύρινθος» (μουσική και στίχοι Σωκράτης Μάλαμας): Το τραγούδι αυτό δεν υπήρχε στην παράσταση του «Σάλα Σάλα», αλλά ήταν ένα από τα τραγούδια που ήθελα να έχω σε αυτή την έκδοση γιατί ταιριάζει με τα παραδοσιακά και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και αυτό γιατί πιστεύω πως ο Σωκράτης έχει μια βαθιά σχέση με την παράδοση. Είναι από τους σύγχρονους τραγουδοποιούς που εκτιμώ βαθύτατα, ενώ η φωνή του μού θυμίζει δέντρα και αέρα. Ο «Λαβύρινθος» είναι ένα τραγούδι αγάπης, ειλικρίνειας, ένα τραγούδι όπου ο άνθρωπος μέσα από την αγνή αγάπη μπορεί να αναστηθεί. Υπέροχο τραγούδι, χαίρομαι πολύ που το προσπάθησα και που βρίσκεται σε αυτήν τη συλλογή.
«Αϊδίνικος χορός» (παραδοσιακό που ερμήνευσε η Μ.Παπαγκίκα): Ένα παραδοσιακό τραγούδι. Οι στίχοι του είναι αυτοί: «Απ’ τα γλυκά σου μάτια τρέχει αθάνατο νερό και σου ζήτησα λιγάκι, και δε μού ’δωσες να πιω». Είναι ένα τραγούδι παραμυθένιο και ταυτόχρονα σκληρό. Και εδώ έριξα το τέμπο για να βγει το παράπονο που υπάρχει στο δεύτερο μέρος, όπως στα παραμύθια, όπου το παιδί, αφού περνάει διάφορες περιπέτειες, φτάνει στο τέλος της διαδρομής του και δεν βρίσκει αυτό που πίστευε πως θα βρει.
«Πριν το χάραμα» (σύνθεση του Γιάννη Παπαϊωάννου σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη που ερμήνευσε η Σ. Μπέλλου): Ένα τραγούδι αδυναμίας και αγάπης, ένα τραγούδι για τα πισωγυρίσματα, αλλά και αυτό το λιμάνι της αγκαλιάς, μιας σχέσης που ποτέ δεν χορταίνει. Μια κλασική μελωδία από τον Γιάννη Παπαϊωάννου και ένα τραγούδι που αγαπήθηκε από τον κόσμο και έκλεισε μέσα του μια ολόκληρη εποχή. Και σε αυτό το τραγούδι το τέμπο είναι κατεβασμένο για να αναδειχτεί η μελωδία του Παπαϊωάννου.
«Το λιμάνι»: Είναι μια δική μου μουσική σύνθεση που κλείνει τα «Νούφαρα», πιάνο και φωνές σε μια σύνθεση που έφτιαξα με αφορμή τον τελικό σταθμό του πλοίου, εκεί που φτάνει ο μετανάστης σ’ αυτήν τη ζωή.
Βρείτε το άλμπουμ του Κ. Βήτα «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη» στο Spotify.
Το άλμπουμ του Κ. Βήτα «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη» κυκλοφόρησε ψηφιακά από τη Sky Vector Music στις 2 Μαΐου. Αργότερα θα κυκλοφορήσει και σε βινύλιο.