ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΟΡΑ που είχε εμφανιστεί στα μέρη μας, ήταν ακόμα «η» Τζούντιθ Μπάτλερ, η επιφανής Αμερικανίδα καθηγήτρια-φιλόσοφος με το σημαντικό έργο στις σπουδές φύλου και μια από τις πιο αναγνωρίσιμες αυθεντίες στα πεδία του φεμινισμού, της queer θεωρίας, της συγκριτικής λογοτεχνίας, της πολιτικής φιλοσοφίας και της ηθικής.
Πριν από μερικές μέρες όμως, πολλά από τα επίσημα μέσα και σύσσωμα σχεδόν τα κοινωνικά, έκαναν λόγο για «το» Τζούντιθ Μπάτλερ που ήρθε, μίλησε με αφορμή την ελληνική έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Ποιος φοβάται το φύλο;» και απήλθε, λειτουργώντας με την παρουσία του, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, ως εστία ενδυνάμωσης και ως ασφαλής χώρος, παρότι υπήρξαν και αρνητικές αντιδράσεις, για τον αμφιλεγόμενο αφορισμό «Υπάρχουν δύο φύλα: οι φασίστες και οι αντιφασίστες» ή για τις αναφορές στις «τρανσοφοβικές» (TERFs) φεμινίστριες ή για την μπηχτή που έριξε στην «πατριαρχία της αριστεράς».
Ως γνωστόν, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, είναι όμως επίσης ο κοινός μας τόπος που εξελίσσεται διαρκώς, ασχέτως αν εμείς μπορεί να μένουμε πίσω και να διστάζουμε να τον εξερευνήσουμε.
Πέραν όλων των άλλων, θα πρέπει να είναι το πρώτο επώνυμο πρόσωπο που κέρδισε το δικαίωμα να υπερβεί τον πατροπαράδοτο φράχτη της δυαδικότητας – και της… έμφυλης ελληνικής γλώσσας – και να προσδιορίζεται (ή να «μην» προσδιορίζεται) επίσημα στα μέσα ως «το». Είμαι παλιόγερος ίσως, αλλά αυτή η ουδέτερη αντωνυμία ενικού ως απόδοση του μη δυαδικού they/them, μου κάθεται λίγο στον λαιμό. Με δυσκολεύει. Είναι σαν να αναφέρεται σε νήπιο, κατοικίδιο ή πράγμα.

Judith Butler, Ποιος φοβάται το φύλο;
Μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Αλλά επίσης μοιάζει και λάθος, από τη στιγμή που το «It» δεν παίζει στην ορολογία των «ταυτοτήτων». Καταλαβαίνω ότι είναι μια κάποια λύση (θα μπορούσε το μη δυαδικό «they» να αποδίδεται ως «οι» αλλά η αιτιατική πώς θα ήταν; «τις» ή «τους»;) αλλά και πάλι, δεν μπορώ εύκολα να το καταπιώ. Είναι βαριά η πατριαρχία που κουβαλά ο λόγος από γενιά σε γενιά, από την άλλη όμως το γραμματικό γένος είναι σχετικά ευέλικτο στα ελληνικά: η γάτα μπορεί να είναι αρσενική, ο πελεκάνος θηλυκός, ο Γιώργος καλή ψυχή και η Μαρία ωραίος τύπος. Ο άνθρωπος είναι αρσενικό, η προσωπικότητα θηλυκή. Όπως και η πατριαρχία.
Ακόμα πιο αχώνευτο, παρότι επίσης κατανοώ την χρηστικότητα, ακόμα και την φουτουριστική ευρηματικότητά του, είναι το ψηφιακό σύμβολο γνωστό ως «παπάκι» που χρησιμοποιείται ως κατάληξη (π.χ. «όλ@»), προκειμένου να αποφευχθεί η αναφορά σε φύλο, που συνήθως καταλήγει να είναι το αρσενικό. Πέρα από την ιερογλυφική του ασχήμια, είναι κάτι που δεν μπορεί να μεταφερθεί στον προφορικό λόγο. Κυριολεκτικά, δεν ακούγεται.
Είναι όμως ένα ευκαιριακό εφεύρημα που βολεύει «ψηφιακά» και αποτελεί μια προσπάθεια – έστω και αβασάνιστη – ανταπόκρισης σε νέες ορολογίες, σε νέες ευαισθησίες και σε νέες ανάγκες. Ως γνωστόν, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, είναι όμως επίσης ο κοινός μας τόπος που εξελίσσεται διαρκώς, ασχέτως αν εμείς μπορεί να μένουμε πίσω και να διστάζουμε να τον εξερευνήσουμε.