Γεννήθηκα στους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας, τον Αύγουστο του 1994. Από τα πρώτα μου χρόνια, θυμάμαι έντονα τη ζωή μου πλάι στους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Οι γονείς μου είχαν φύγει ήδη για την Ελλάδα, κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή. Ήταν η εποχή που ο ξεριζωμός δεν ήταν επιλογή αλλά αναγκαιότητα, τότε που οι οικογένειες διαλύονταν σιωπηλά, μέσα στα κύματα της μετανάστευσης. Για τρία ολόκληρα χρόνια μεγάλωνα μακριά τους. Ήμουν, όμως, από τους τυχερούς. Γιατί υπήρξαν παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να ξανασμίξουν με τους δικούς τους.
• Εκείνη την περίοδο, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω, ούτε καν να πηγαινοέρχονται. Οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Ο παππούς μου, που ήταν δάσκαλος μαθηματικών, ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Κάποια στιγμή, πήρε την απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω κι εγώ, να πάω να ζήσω με τους γονείς μου, που τότε βρίσκονταν στα Χανιά. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν μια απόφαση με το βάρος μιας ζωής, κι εγώ ένα παιδί που άφηνε πίσω τη μόνη του ασφάλεια, για να γνωρίσει τους δικούς του, που δεν τους ήξερε καν.
«Είμαι ένας άνθρωπος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, που τελικά νιώθω ξένος και εκεί και εδώ. Στην Αλβανία είμαι "ο Έλληνας" και στην Ελλάδα "ο Αλβανός". Για μένα, η πατρίδα είναι κάτι εσωτερικό, όχι απλώς ένα κομμάτι γης. Ακόμα την ψάχνω. Γι’ αυτό ασπάζομαι πλήρως τη φράση: "Πατρίδα νιώθω την κουζίνα της μάνας μου"».
• Δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να πάω στην Ελλάδα. Για ένα παιδί είναι βαθιά τραυματικό, ενώ μεγαλώνει με τον παππού και τη γιαγιά, ξαφνικά, να πρέπει να τους αποχωριστεί. Εκείνοι ήταν οι φροντιστές μου, ο κόσμος μου ολόκληρος. Η γιαγιά και ο παππούς μου ήταν η μητέρα και ο πατέρας μου. Κι έπειτα, μια μέρα, απλώς έπαψαν να είναι. Ήμουν μόλις τριών χρονών. Όλα γύρω μου ήταν θολά, σαν όνειρο, μέσα σε ομίχλη. Δεν γνώριζα τους γονείς μου. Δεν τους αναγνώριζα. Δεν είχα δει ποτέ τα πρόσωπά τους, κι όμως, πήγαινα να ζήσω μαζί τους. Θυμάμαι, φτάσαμε δύο φορές μέχρι τον Πειραιά. Και τις δύο γυρίσαμε πίσω. Έβρισκα δικαιολογίες για να μην μπούμε στο πλοίο. Μικρές, παιδικές εφευρέσεις για να μείνω κοντά στους δικούς μου, σ’ εκείνους που ήξερα. Τη μια φορά πήρα μια πέτρα, την πέταξα στη θάλασσα και είπα στον παππού μου: «Να, έτσι θα βουλιάξουμε κι εμείς. Όπως η πέτρα. Θα χαθούμε στον βυθό». Την τρίτη, όμως, δεν είχε γυρισμό. Μπήκαμε στο καράβι και φτάσαμε στα Χανιά.

• Όταν φτάσαμε στο λιμάνι και γνώρισα για πρώτη φορά τον πατέρα και τη μητέρα μου, με κατέκλυσε ο φόβος. Δεν τους ήθελα. Άλλωστε, ήταν ξένοι για μένα. Εκείνο το πρώτο βράδυ ζήτησα από τον παππού μου να κοιμηθούμε μαζί. Ήταν η μόνη μου σταθερά, η μόνη μου ασφάλεια. Όμως, όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί το κρεβάτι ήταν άδειο. Είχε φύγει. Η εικόνα αυτή χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. Ήταν σκληρό.
• Η μητέρα μου προσπάθησε με κάθε τρόπο να χτίσει μια συναισθηματική σύνδεση μαζί μου. Ο πατέρας μου, όμως, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Ίσως γιατί ο παππούς μου ήταν για εκείνον –και για μένα– ένας άνθρωπος θαυμαστός. Ένιωθε πως όφειλε κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο και ποτέ δεν διεκδίκησε τη σχέση μας, όπως έκανε η μητέρα μου. Ήταν σαν να σεβόταν τόσο βαθιά τον ρόλο του παππού μου που δεν τόλμησε να τον αγγίξει.
• Με τον πατέρα μου, απέναντι στον παππού, νιώθαμε συχνά σαν δυο αδέλφια. Κι όταν εκείνος πέθανε, ήταν σαν να χάσαμε και οι δυο τον πατέρα μας. Ήταν ένα κοινό πένθος, σχεδόν καθολικό. Ένα από τα σύνδρομα που κατατρέχουν πολλά παιδιά μεταναστών – εκείνο το αόρατο νήμα που ενώνει τις προσωπικές μας ιστορίες, όσο διαφορετικές κι αν μοιάζουν. Γι’ αυτό και εκτιμώ βαθιά σκηνοθέτες όπως ο Ένκε Φεζολλάρι, ο Μάριο Μπανούσι και ο Νεριτάν Ζιντζιρία. Γιατί στρέφονται ακριβώς εκεί, στο τραύμα, στο πένθος, στην προσπάθεια να διαχειριστείς μια απώλεια που δεν είναι μόνο δική σου αλλά και συλλογική.
• Όταν πέθανε ο παππούς μου, άρχισα να γράφω. Νομίζω πως εκείνη ακριβώς η απώλεια ήταν σαν ένα σημείο εκκίνησης. Κάτι μέσα μου μετατοπίστηκε, σαν να άνοιξε ένας δρόμος. Ο χαμός του μου αποκάλυψε για πρώτη φορά πόσα πράγματα στη ζωή χρειάζεται, τελικά, να αφήνουμε πίσω μας. Δεν με απασχολεί το αποτύπωμα που θα αφήσω, ούτε η υστεροφημία. Δεν γράφω για να με θυμούνται. Γράφω γιατί ένιωσα την ανάγκη να αφήσω ένα ίχνος. Γράφεις για να πεις την αλήθεια σου. Όχι για να σε δουν οι άλλοι, αλλά για να δεις καθαρά αυτό που ένιωσες.

• Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης. Ο πατέρας μου είναι μάστορας. Δούλευε χρόνια στις οικοδομές, βάζοντας πλακάκια. Η μητέρα μου, από την άλλη, πάντα βρισκόταν πίσω από τις κουζίνες. Σκληρή δουλειά, αθέατη πολλές φορές. Τώρα πια έχουν φύγει από την Κρήτη και ζουν στην Αθήνα. Έχω και μια αδελφή οκτώ χρόνια μικρότερη, η οποία γεννήθηκε στα Χανιά.
• Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι έντονα το αίσθημα του να είμαι αόρατος, σαν να περνούσα ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς να με βλέπουν. Ένιωθα πολλή μοναξιά τότε. Κι όμως, παρά τη σκληρότητα αυτής της εμπειρίας, η ανάμνησή της έχει μια γλυκύτητα. Σήμερα, για παράδειγμα, επιζητώ αυτήν τη μοναχικότητα και δυσκολεύομαι να τη βρω. Τα καλοκαίρια στην πόλη ήταν όμορφα. Είχαν φως, αθώους έρωτες, παιχνίδια στη θάλασσα και αρκετές βόλτες με τα ποδήλατα. Και, πάντα, εκείνο το μεγάλο λιμάνι. Το λιμάνι των αποχαιρετισμών και των επιστροφών. Δεν ξεχνώ ποτέ τους ανθρώπους που έβλεπα να έρχονται διαρκώς και να φεύγουν. Ένα κουβάρι που μπλεκόταν, άλλαζε, χανόταν. Κι εγώ, εκεί, σιωπηλός παρατηρητής αυτού του αδιάκοπου πηγαινέλα.
• Στο σχολείο, όλα περιστρέφονταν γύρω από την επίδοση. Το μόνο που φαινόταν να έχει σημασία ήταν οι βαθμοί, η απόδοση, η επιβράβευση, το μέτρημα, όχι το βίωμα, ούτε η ουσία. Κι αυτό, με έναν τρόπο, σε διαμορφώνει, σε μαθαίνει να επιδιώκεις την αποδοχή. Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο, όπου σπούδαζα μηχανικός. Νομίζω πως εκείνη την περίοδο είχα βαθιά ανάγκη να γίνω αποδεκτός. Έτσι, στο δεύτερο έτος μπήκα στη θεατρική ομάδα της σχολής και έμεινα εκεί μέχρι και το πέμπτο. Ήταν μια περίοδος ανακάλυψης. Το Πολυτεχνείο με βοήθησε να δομήσω τη σκέψη μου, να μάθω να απλουστεύω σύνθετα προβλήματα, αλλά δεν μου επέτρεψε να ονειρεύομαι. Το θέατρο, αντίθετα, μου έδωσε χώρο να υπάρχω, να φαντάζομαι, να δοκιμάζω, να νιώθω.
• Αν θυμάμαι καλά, ήταν στο τέταρτο έτος των σπουδών μου που συμμετείχα στη σειρά «Η λέξη που δε λες» του ALPHA, σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Παπαδουλάκη. Τα γυρίσματα γίνονταν στα Χανιά, κι εγώ έπαιζα σε μια τοπική θεατρική παράσταση. Με είδαν εκεί. Κάποια στιγμή, ο Δημήτρης Καταλειφός, που συμμετείχε στη σειρά, μου είπε: «Γιατί δεν πας να δώσεις εξετάσεις σε μια δραματική;». Κάπως έτσι πήρα την απόφαση και πήγα να δώσω στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πέρασα τη δεύτερη φορά. Για τους γονείς μου, όμως, δεν ήταν εύκολο. Το να αφήσω τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο για να ακολουθήσω την υποκριτική, στα μάτια τους έμοιαζε με τρέλα. Το είδαν σχεδόν ως αυτοκαταστροφή.

• Η φοίτησή μου στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου ήταν μια εμπειρία που με μεταμόρφωσε. Πέρασα απίστευτα, όχι γιατί όλα ήταν εύκολα αλλά γιατί εκεί ανακάλυψα πραγματικά τον εαυτό μου. Όταν μπήκα, ήμουν γεμάτος αφέλεια. Και προσπαθώ, όσο μπορώ, να κρατώ ακόμα και σήμερα κάτι από εκείνη την αθωότητα. Ήταν μια αθωότητα που με προστάτευε, που μου έδινε καθαρό βλέμμα. Αποφοίτησα την περίοδο της πανδημίας, που δεν γίνονταν ακροάσεις, εκτός από μία, για τη σειρά της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, άρχισαν να ανοίγονται δρόμοι, η βεντάλια άνοιξε. Ξεκίνησα να δουλεύω, να δοκιμάζομαι και να υπάρχω ως ηθοποιός. Προφανώς, σημαντικός σταθμός για μένα ήταν το Βραβείο Χορν, η μόνη φορά που άφησα τον εαυτό μου να καταλάβει τι σημαίνει αυτή η επιβράβευση. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα με έναν σχεδόν αιφνιδιαστικό τρόπο και πολύ γρήγορα. Και νιώθω πολλή ευγνωμοσύνη γι’ αυτό.
• Χάρη στο θέατρο έμαθα να αναγνωρίζω, να αποδέχομαι, να αλλάζω. Μου έδωσε εργαλεία για να κοιτάζω τον εαυτό μου. Η τέχνη προσφέρει πολλά, όμως έχει κι εκείνη το τίμημά της· στην πορεία έχασα φίλους. Κι ακόμη περισσότερο, κατάλαβα πως οι σχέσεις, ιδίως οι ερωτικές, χρειάζονται υπομονή και βαθιά κατανόηση. Στην υποκριτική με γοητεύει η διαρκής αλλαγή, η μεταμόρφωση, η εσωτερική επένδυση, ο μόχθος να φτάσεις κάπου που αρχικά σού φαινόταν άγνωστο ή αδύνατο. Το θέατρο είναι ένας κόσμος όπου όλα επιτρέπονται, γιατί τίποτα δεν είναι εύκολο. Κι όμως, η μαγεία είναι ότι όλα μπορούν να γεννηθούν μέσα από τον πόνο.
• Νομίζω πως, μέχρι στιγμής, ο πιο καθοριστικός ρόλος στην πορεία μου είναι αναμφίβολα αυτός στην παράσταση «Μια άλλη Θήβα» του Σέρχιο Μπλάνκο, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Ενσαρκώνω δύο πρόσωπα ταυτόχρονα: τον Μαρτίν, έναν νεαρό πατροκτόνο, και τον Φεδερίκο, τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί τον Μαρτίν πάνω στη σκηνή. Η επιτυχία της παράστασης, πιθανολογώ, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αγγίζει μια πολύ ευαίσθητη χορδή. Πρόκειται για μια σύγχρονη σπουδή πάνω στην ανδρική ταυτότητα, στην καταπίεση, στη βία, στο έγκλημα αλλά και στη στοργή που μπορεί να υπάρχει ακόμη και μέσα στο πιο ασφυκτικό πλαίσιο. Είναι μια τρυφερή ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σε έναν κόσμο επιτήρησης και ελέγχου.
• Μια ακόμη καθοριστική στιγμή για μένα υπήρξε ο ρόλος του Τζακ Τουίστ στην ελληνική θεατρική διασκευή του Brokeback Mountain, δίπλα στον Μιχαήλ Ταμπακάκη που υποδύθηκε τον Ένις ντελ Μαρ. Η παράσταση, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, ανέβηκε στο θέατρο Κνωσός και από την πρώτη στιγμή πυροδότησε έντονες αντιδράσεις. Η θεματολογία της –δύο άντρες ερωτευμένοι σε μια κοινωνία που δεν τους χωρά–, σε συνδυασμό με τις σκηνές γυμνού, έφεραν ομοφοβικά σχόλια και επιθέσεις, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι όμως, όλο αυτό για μένα επιβεβαίωσε τη σημασία που έχει το να λέγονται τέτοιες ιστορίες. Το γυμνό είναι μέρος της δουλειάς μας. Γυμνοί γεννηθήκαμε, γυμνισμό κάνω το καλοκαίρι στην παραλία και είναι όμορφο να νιώθεις ευάλωτος.

• Συγχρόνως, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μας για την παράσταση, αποφασίσαμε με τον Μιχαήλ να ταξιδέψουμε μαζί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα από τα πιο όμορφα ταξίδια της ζωής μου. Πήγαμε σε ροντέο, παίξαμε τους καουμπόηδες, ζήσαμε στιγμές που φάνταζαν σαν να βγήκαν από μια άλλη εποχή. Ήταν μια κοινή ανάγκη να κατανοήσουμε την κουλτούρα και το περιβάλλον των ανθρώπων που υποδυόμασταν. Αυτόν τον ρόλο, τελικά, τον βίωσα σαν μια βαθιά προσωπική βουτιά, ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Είμαι ένας straight άνδρας και μέσα από αυτήν τη διαδικασία έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο που μου είχαν αφήσει η κοινωνία και το περιβάλλον. Παράλληλα, ανακάλυψα μια άλλη πτυχή του εαυτού μου, μια εξουσιαστική διάθεση απέναντι σε έναν άλλον άνδρα, κάτι διαφορετικό από τη σχέση μου με το φύλο που έχω μάθει να αγαπώ, τις γυναίκες. Αυτή η πλευρά, που για καιρό παρέμενε κρυφή, μου φανέρωσε μια τοξική τάση που ίσως είχα χωρίς να το γνωρίζω.
• Η συζήτηση γύρω από τον ρατσισμό νομίζω πως έχει μετατοπιστεί με τα χρόνια. Κάποτε οι «ξένοι» ήταν οι Αλβανοί, τα φθηνά εργατικά χέρια. Σήμερα είναι οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί, άλλες ομάδες που γίνονται αποδέκτες των προκαταλήψεων και του φόβου. Κι όμως, η απάντηση παραμένει ίδια, εκεί επωάζεται το αυγό του φιδιού, στον φόβο του διαφορετικού, στην άρνηση της αλλαγής. Πάντα πάλευα να γίνω κομμάτι αυτής της κοινωνίας, να ενσωματωθώ. Όταν μπήκα στη θεατρική ομάδα της σχολής μου ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικά ότι ανήκω κάπου, ότι είμαι μέρος μιας ομάδας. Συχνά σκέφτομαι πως είμαι ένας άνθρωπος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, που τελικά νιώθω ξένος και εκεί και εδώ. Στην Αλβανία είμαι «ο Έλληνας» και στην Ελλάδα «ο Αλβανός». Το αποτέλεσμα; Νιώθεις ξένος παντού. Για μένα, η πατρίδα είναι κάτι εσωτερικό, όχι απλώς ένα κομμάτι γης. Ακόμα την ψάχνω. Γι’ αυτό ασπάζομαι πλήρως τη φράση: «Πατρίδα νιώθω την κουζίνα της μάνας μου».
• Ζούμε σε μια εποχή έντονου συντηρητισμού. Αυτό το μουδιασμένο βίωμα της κοινωνίας, αυτή η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας με ενοχλεί βαθιά. Με εκνευρίζει που δεν μπορούμε πια να εκφραστούμε ελεύθερα, ειδικά για ζητήματα τόσο σοβαρά όσο αυτά που εκτυλίσσονται στη Γάζα. Με ενοχλεί αφάνταστα το πώς τα media διαστρεβλώνουν τη στάση διαμαρτυρίας, πώς πολιτικοποιούν αυθαίρετα την άποψη, πώς φιμώνουν κάθε προσπάθεια να σταθείς απέναντι στο άδικο. Σαν να είναι έγκλημα πλέον το να νοιάζεσαι. Κι όλα αυτά χτίζονται πάνω σε μια υποδόρια παραδοχή, ότι ο κόσμος ξεχνά, ότι όλοι ποντάρουν στη λήθη, σαν να περιμένουν απλώς να σιωπήσουμε.

• Τα Εξάρχεια είναι η γειτονιά που με έκανε να αγαπήσω την Αθήνα. Έχω αμέτρητες αναμνήσεις από εκεί, όμορφες στιγμές ελευθερίας. Είναι μια περιοχή με χαρακτήρα, που δεν χωράει εύκολα σε ταμπέλες. Αυτό που λατρεύω στην Αθήνα είναι η ζωντάνια της, η ενέργειά της, η αίσθηση ότι κάθε μέρα μπορεί να σε ξαφνιάσει, ότι έχει πάντα κάτι το απρόβλεπτο. Αυτό που με κουράζει, όμως, είναι ο υπερβολικός θόρυβος και, πιο πολύ, αυτή η διάχυτη συσσώρευση θυμού. Παντού νεύρα.
• Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ο ίδιος ο φόβος, αυτός που πολλές φορές στάθηκε εμπόδιο και με κράτησε πίσω, που δυσκόλεψε τα βήματά μου. Για μένα, ευτυχία είναι ένας χώρος που μπορεί να χωρέσει εμένα και τους ανθρώπους μου. Ένας χώρος όπου νιώθω ότι ανήκω, χωράω μέσα στους άλλους και εκείνοι χωράνε μέσα μου. Είμαι άνθρωπος που έχει μεγάλη ανάγκη τον έρωτα. Με τροφοδοτεί, με γεμίζει ενέργεια και πάθος. Θέλω να είμαι ερωτευμένος με όσα κάνω, να με εμπνέουν, να με συγκινούν, να με καυλώνουν πραγματικά. Αντίθετα, η αγάπη σημαίνει φροντίδα, ένα τρυφερό χάδι που σε κρατά ασφαλή.
• Η περίοδος που έφυγα από τα Χανιά και ήρθα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό ήταν ίσως η πιο μοναχική στιγμή της ζωής μου. Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι – ένιωθα μόνος, πιο μόνος από ποτέ. Δεν προσπάθησα να ξεγελάσω τον εαυτό μου, δεν έκανα πως δεν ένιωθα αυτήν τη μοναξιά· την αποδέχτηκα, την αντιμετώπισα και σιγά σιγά ήρθαν και οι παρέες. Μια πληγή που με ακολουθεί πάντα είναι η απώλεια του παππού μου. Θα ήθελα τόσο πολύ να ανταλλάξω μερικές ακόμη κουβέντες μαζί του, να έβλεπε την πορεία μου και να μοιραστώ μαζί του όσα έχω ζήσει.
• Κάθε φορά που επιστρέφω στους Αγίους Σαράντα, αντικρίζω έναν τόπο γεμάτο αντιφάσεις. Μια γη πλούσια και γόνιμη, μα ταυτόχρονα ρημαγμένη και ανεκμετάλλευτη. Μαζί με τη φύση, όμως, έχουν καταπατηθεί και οι ψυχές των ανθρώπων από συμφέροντα και απληστία. Αισθάνονται προδομένοι κι αυτό βαραίνει την ατμόσφαιρα. Στη ζωή μας, το σημαντικό είναι να μη φοβόμαστε τη στενοχώρια, τον πόνο και τη μοναξιά. Είναι συναισθήματα που μας κάνουν πιο σύνθετους, πιο ανθεκτικούς, χρήσιμα και απαραίτητα για να δυναμώσουμε. Και το πιο βασικό είναι να μη μετανιώνουμε ποτέ για τις επιλογές μας, γιατί μέσα από αυτές χαράσσουμε τον δικό μας δρόμο.
Ο Δημήτρης Καπουράνης πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Μια άλλη Θήβα», θα παίξει στην «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία του Γερμανού σκηνοθέτη Ούλριχ Ράσε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, καθώς και στην παράσταση «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Μια άλλη Θήβα» εδώ.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Αντιγόνη» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.