Ποιος είναι ο Λεός Καράξ; Σ’αυτό το ερώτημα κλήθηκε να απαντήσει ο Γάλλος δημιουργός με τη νέα, μεσαίου μήκους φιλμική αυτοπροσωπογραφία του, που φέρει τον εύγλωττο τίτλο C’est pas moi (2024) – «δεν είμαι εγώ», δηλαδή.
Για να μην περιμένετε άσκοπα, όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, θα φύγετε από την αίθουσα με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Ο δημιουργός του παραμένει «ένας γρίφος, τυλιγμένος σε ένα μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα» – τι ωραία αυτή η αγγλοσαξονική έκφραση και πόσο χρήσιμη για να δώσουμε άφεση στην εγγενή αδυναμία μας να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα.
Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από έναν άνθρωπο συνεσταλμένο, πεισματικά δυσπρόσιτο, κατά μερικούς και δύστροπο, που επέλεξε να συστηθεί στην κινηματογραφική κοινότητα όχι με το κανονικό του όνομα, αλλά με έναν αναγραμματισμό: Λεός Καράξ δεν είναι παρά ένα γλωσσικό παιχνίδι με το μικρό του όνομα και το Όσκαρ. Ο Καράξ, κατά κόσμον Άλεξ Κριστόφ Ντιπόν, γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1960 στα προάστια του Παρισιού.
Ο πατέρας του εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε γαλλικά επιστημονικά περιοδικά, η μητέρα του είναι η κριτικός κινηματογράφου Τζοάν Ντιπόν. Θα έλεγε κανείς ότι το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά και ότι εκείνη αποτέλεσε τον λόγο που ο νεαρός Άλεξ εντάχθηκε στους κόλπους των θρυλικών «Cahiers du Cinema», ενδέχεται, όμως, αυτή του την επιλογή να την πυροδότησε ο θαυμασμός του για τους δημιουργούς της Nouvelle Vague, ίσως και η επιθυμία του να αποτελέσει συνεχιστή τους.
Το σινεμά του Καράξ αναζητά την αντίδρασή μας την ώρα που το παρακολουθούμε, όχι μετά. Και την ψάχνει διαρκώς, σε κάθε του σκηνή. Είναι ένα σινεμά ερωτευμένο με τη μαγεία της στιγμής, παραδομένο στη σαγήνη του παρόντος (του).
Όταν πέρασε πίσω από την κάμερα, ακαδημαϊκοί και κριτικοί βιάστηκαν να τον εντάξουν στην ίδια κατηγορία με ομολόγους του που εκπροσώπησαν το επονομαζόμενo cinema du look. Ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ, όμως, και πολύ περισσότερο ο Λικ Μπεσόν είχαν εγγύτερη σχέση με το pop στοιχείο – κάτι που θα πιστοποιούσε εμφατικά η λυπηρή μελλοντική πορεία του τελευταίου. Το σινεμά τους συγγένευε με τις σελίδες των γαλλικών graphic novels και πόνταρε συχνά στον (ακαταμάχητο) παράγοντα της νοσταλγίας.

Κι εδώ, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα, έγκειται η ειδοποιός διαφορά του Καράξ, όχι μόνο με τους προαναφερθέντες, αλλά με τους περισσότερους δημιουργούς που επιχειρούν διακινηματογραφικό σινεμά.
Ακόμα κι όταν κομίζεται σε νέο περιτύλιγμα, στο έργο αυτών των σκηνοθετών –και ο μεταγενέστερος Ταραντίνο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό, σχεδόν σχολικό παράδειγμα– μπορείς να διαγνώσεις μια νοσταλγική διάθεση, μια επίκληση του κινηματογραφικού παρελθόντος, συνοδευόμενη από την επίγνωση μιας αναφοράς σε καλύτερες μέρες που πέρασαν και, ενδεχομένως, δεν θα ξανάρθουν ποτέ.
Ε, λοιπόν, το σινεμά του Καράξ, σαν εκείνο των πρωτοπόρων της Nouvelle Vague, ακόμα κι αν κουβαλά στις πλάτες του τα μπαγκάζια της ευρύτερης ιστορίας του μέσου, είναι ένας οργανισμός ζωντανός και όχι νεκραναστημένος. Συμβαίνει τώρα, τη στιγμή που το παρακολουθείς. Επιτίθεται στον αμφιβληστροειδή σου με το πάθος και την έπαρση ενός γεγονότος βέβαιου πως εκτυλίσσεται για πρώτη φορά – επί της ουσίας, το έχεις δει άλλες εκατό φορές, μα ποτέ με αυτή την ορμητικότητα. Ω ναι, αν υπήρξε άξιος διάδοχος εκείνου του ρεύματος στο σύγχρονο σινεμά, αυτός είναι ο Καράξ.
Ακόμα και η πρώτη τριάδα της φιλμογραφίας του αναφέρεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στη «γαλλικότερη» των θεματικών, στον περιβόητο «amour fou», πάντα, όμως, με μια ανατροπή. Στο ασπρόμαυρο Βοy Meets Girl (1984) για παράδειγμα, δεν παρακολουθούμε ακριβώς έναν παράφορο, αυτοκαταστροφικό έρωτα, αλλά δύο αυτοκαταστροφικούς νεαρούς με ανεκπλήρωτα συναισθήματα που, μες στην παραφορά τους, ψάχνουν, αν όχι απόκριση, τουλάχιστον την ψευδαίσθησή της.

Και στις τρεις πρώτες ταινίες του ο ήρωας λέγεται Άλεξ και στις τρεις τον υποδύεται ο Ντενί Λαβάν, αυτός ο sui generis ερμηνευτής της ακανόνιστης κινησιολογίας και της σωματοποιημένης συναισθηματικής εκδήλωσης. Το όνομα του ήρωα και οι ερωτικές σχέσεις του σκηνοθέτη με τις πρωταγωνίστριές του προκαλούν για προσωπικές αναγνώσεις του έργου του, αλλά αν περιμένετε να συναινέσει σ’ αυτές, καλή τύχη. «Τα κορίτσια μού έλεγαν να μην περιπλέκω τα πράγματα και το προσπαθούσα, αλλά ήταν δύσκολο», θα δήλωνε. Μπορεί, όμως, αυτή να ήταν απλώς μια αποπροσανατολιστική δήλωση – στις σπάνιες συνεντεύξεις που δίνει για να προωθήσει τις ταινίες του, ο σκηνοθέτης συνηθίζει να παίζει με τους δημοσιογράφους.
Κι εδώ έγκειται άλλη μια διαφορά, ενδεχομένως και μια παρεξήγηση του «τρόπου Καράξ», από εκείνον άλλων «τρομερών παιδιών» που ακολούθησαν. Ο Καράξ δεν κάνει σινεμά με το βλέμμα στη μεταγενέστερη υποδοχή του και στο φεστιβαλικό σούσουρο, δεν ανάγει την πρόκληση σε αυτοσκοπό και ποτέ δεν θα υποστηρίξει το έργο του με εριστική συμπεριφορά – δεν έχει καμία σχέση με δημιουργούς τύπου Γκασπάρ Νοέ, δηλαδή, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Μόνο στην περίπτωση της ατυχέστατης Pola X (1999) νιώθεις να πλησίασε επικίνδυνα προς αυτή την περιοχή – μα η προβοκατόρικη φύση της ταινίας θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί από τη δεδηλωμένη οργή του για τη χλιαρή κριτική υποδοχή των Amants du Pont-Neuf (1991) και για την αδυναμία του να βρει πόρους για να γυρίσει τα εγχειρήματά του.

Το σινεμά του Καράξ αναζητά την αντίδρασή μας την ώρα που το παρακολουθούμε, όχι μετά. Και την ψάχνει διαρκώς, σε κάθε του σκηνή. Είναι ένα σινεμά ερωτευμένο με τη μαγεία της στιγμής, παραδομένο στη σαγήνη του παρόντος (του). Στην πραγματικότητα εκεί έγκειται το «amour fou» της υπόθεσης, όχι στο θέμα και στη χαρακτηρολογία, αλλά στον τρόπο που ο σκηνοθέτης γυρίζει και αντιλαμβάνεται το σινεμά. Και, μοιραία, ο τρόπος του Καράξ έρχεται σε σύγκρουση με την παραδοσιακή αφηγηματικότητα, που προκρίνει την αιτιοκρατία έναντι του χάους.
Όχι τυχαία, η καλύτερη ταινία του, το Holy Motors (2012), έχει την καταλληλότερη φόρμα για τη φιλμική του ιδιοσυγκρασία: απαρτίζεται από βινιέτες, αφιερωμένες στις όσιες μηχανές που προβάλλουν 24 καρέ το δευτερόλεπτο, σε εκείνες τις κινούμενες αγιογραφίες που προσκυνούμε ευλαβικά εμείς, οι πιστοί του σινεμά, αυτοί που παρακολουθούμε λαίμαργα, επειδή δεν μπορούμε να εννοήσουμε τη ζωή μας αλλιώς, όσοι κατοικούμε «σε ένα νησί που λέγεται σινεμά», όπως εύστοχα το θέτει και ο ίδιος ο Καράξ.
Ίσως γι’ αυτό στο C’est Pas Moi, αυτό το παράδοξο, υβριδικό, περήφανα γκονταρικό φιλμικό κολάζ διπλοτυπιών, υπότιτλων, μεσότιτλων και υπέρτιτλων, αυτό το σταυροδρόμι «υψηλής» και pop κουλτούρας, το προσωπικό αρχείο διαπλέκεται με το κινηματογραφικό, όταν ο δημιουργός αναφέρεται στην οικογένειά του: «Εδώ είμαι εγώ με την αδελφή μου», δηλώνει, αλλά στην οθόνη βλέπουμε καρέ με τα παιδάκια της θρυλικής Νύχτας του Κυνηγού (1955) του Τσαρλς Λότον.

Σας προειδοποιήσαμε και στην εισαγωγή, μην περιμένετε να μάθετε περισσότερα για τον Καράξ παρακολουθώντας την ταινία. Για εκείνο που δεν σας ενημερώσαμε είναι ότι, εντελώς «καραξικά», δεν θα έχετε μάθει περισσότερα ούτε φτάνοντας στο τέλος αυτού του κειμένου. Βλέπετε, δεν γνωρίζουμε καν αν η αλήθεια για την ταυτότητά του κρύβεται στις ταινίες του.
«C’est pas moi», μας λέει και πιθανότατα κυριολεκτεί, μα αυτή του η δήλωση μπορεί να ερμηνευτεί κι αλλιώς: σαν εκείνο το «δεν ήμουν εγώ» που λένε τα μικρά παιδιά για να μεταθέσουν την ευθύνη όταν έχουν κάνει μια σκανταλιά. Ίσως τελικά ο Καράξ να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας μέγιστος κινηματογραφικός σκανταλιάρης και να διαβάζει μέσα στο παριζιάνικο διαμέρισμά του όσα γράφουμε γι’ αυτόν και το έργο του και να γελά κελαρυστά, ακούγοντας το «Modern Love» του Μπόουι στη διαπασών.
It's Not Me / C'est pas moi (2024) - Trailer (English Subs)
Η ταινία «C’est Pas Moi» κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 22 Μαΐου από τη Weird Wave.