Να μάθουμε να πεθαίνουμε καλά

ΕΠΕΞ Να μάθουμε να πεθαίνουμε καλά Facebook Twitter
Το στοίχημα για μια σύγχρονη ars morendi– είναι η εύρεση νέων τρόπων διαχείρισης του θανάτου που να μη βασίζονται στη θρησκεία. Εικονογράφηση: bianka/LIFO
0


«ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ Μ' ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ», δήλωνε κάποτε ο Ντελέζ, «τα ζώα, και όχι οι άνθρωποι, ξέρουν πώς να πεθαίνουν». Υπονοούσε ότι ο άνθρωπος στον δυτικό, καπιταλιστικό και «ορθολογικό» κόσμο έχει χάσει κάθε ουσιαστική σχέση με το μυστήριο του θανάτου, το οποίο μετατρέπεται σε κοινωνικό φαινόμενο και στατιστική –μα και σε φόβητρο, «κακό» που πρέπει ν’ απωθηθεί–, και πως, όταν πεθαίνει ο Δυτικός, πεθαίνει μόνος του, μηχανικά, μετά τις αποτυχίες των γιατρών και τον οργανωμένο εξευτελισμό που αποτελούν τα γηρατειά σε μια εποχή που αγαπά μονάχα τη νεότητα, την ενεργητικότητα και την ομορφιά.

Συνέχιζε, έτσι, ο Ντελέζ, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο ένα ζώο –μια γάτα, για παράδειγμα– διαισθάνεται τον θάνατο και δημιουργεί μια περιοχή, εφευρίσκει μια τελετή, κάποια ιδανική γωνιά για να ξεψυχήσει.¹

Φυσικά, δεν είναι μόνο τα ζώα που ξέρουν πώς να πεθαίνουν καλά. Παρελθοντικές κουλτούρες στη Δύση και σύγχρονες μη δυτικές κουλτούρες, οι οποίες δεν έχουν ακόμα υποστεί την απομάγευση του εμπορικού ορθολογισμού, βρίθουν από παραδείγματα «καλών» τρόπων να πεθαίνεις.

Μια κοσμική (μια ελευθεριακή;) τέχνη του θανάτου θα διατηρούσε τον συλλογικό χαρακτήρα των θρησκειών –τη σημασία της κοινότητας για τους μελλοθάνατους– χωρίς να προετοιμάζει τον άνθρωπο για την αιώνια ζωή.

Αρκεί να επισκεφτούμε τη μεσαιωνική πόλη την εποχή της βουβωνικής πανώλης για να συναντήσουμε τα κείμενα του χριστιανικού ars morendi, πρακτικούς οδηγούς αφιερωμένους στην «τέχνη του θανάτου». Γραμμένοι τόσο για τους πιστούς όσο και για τους πιο «κοσμικούς», οι οδηγοί υποστήριζαν πως πεθαίνουμε καλά μόνο όταν έχουμε τους άλλους κοντά μας, και ενθάρρυναν τα μέλη της κοινότητας να επισκέπτονται όσους βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους.

Στο προσκέφαλο των μελλοθάνατων, οι κοντινοί και οι μακρινοί τους άνθρωποι δεν έπρεπε να προσφέρουν φρούδες ελπίδες ανάρρωσης και μακροζωίας, παρά μόνο να τους συντροφεύσουν, να συζητήσουν μαζί τους, ν’ αναπολήσουν, να γελάσουν και να κλάψουν, ν’ αποχαιρετιστούν, να προσπαθήσουν να βρουν την κάθαρση, ζητώντας και δίνοντας συγχώρεση και λαμβάνοντας συμβουλές.²

Η χριστιανική τέχνη του θανάτου έχει χαθεί, μα υπάρχουν ακόμα μέρη όπου οι άνθρωποι ξέρουν πώς να πεθαίνουν. Μπορούμε, για παράδειγμα, να δούμε τους σημερινούς ινδουιστές, οι οποίοι προτιμούν να αποφεύγουν τα «επιθετικά» ιατρικά μέτρα (όπως η διασωλήνωση και η εκτενής νοσοκομειακή φροντίδα για τους ηλικιωμένους). Πιστεύουν πως η «φυσική» στιγμή του θανάτου απορρέει από το καρμικό πεπρωμένο τού καθενός και, στο πλευρό των μελλοθάνατων, επιτελούν μια σειρά από τελετουργικά τα οποία εγγυώνται την επιτυχή μετενσάρκωσή τους (ψέλνοντας στο αυτί τους, αλείφοντάς τους με ιερό βασιλικό και προσφέροντάς τους νερό από τον Γάγγη).³

Μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, οι Anishinaabe ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής προετοιμάζουν τους ηλικιωμένους και τους βαριά αρρώστους για τη μετάβασή τους στον κόσμο των πνευμάτων. Υπό την καθοδήγηση του πνευματικού αρχηγού της κοινότητας, ο μελλοθάνατος καπνίζει ιερό καπνό, ενώ η οικογένειά του καίει κομμάτια υφάσματος και φαγητού. Τις μέρες πριν από τον θάνατο η οικογένεια του μελλοθάνατου (και, αν γίνεται, ο ίδιος) επισκέπτονται την «καλύβα του εξαγνισμού», όπου προσεύχονται εκτενώς, ιδρώνοντας και αποβάλλοντας τ’ αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος κι ο θυμός.[4]

Το πρόβλημα μ’ αυτές τις κουλτούρες «καλού» και αξιοπρεπούς θανάτου είναι ότι βασίζονται στη θρησκευτική υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βοηθάνε τον άνθρωπο να πεθαίνει καλύτερα μέσα από πεποιθήσεις που τον οδηγούν στο να ζει χειρότερα. Εγγυώνται, δηλαδή, έναν «καλό θάνατο» με το να αναιρούν τις προϋποθέσεις για μια «καλή ζωή», αφού η θρησκευτική υπόσχεση της αιωνιότητας παράγει αυταπάρνηση, ασκητισμό, αυθαίρετους κανόνες, αμαρτίες και ταμπού, διαίρεση των ανθρώπων σε εκλεκτούς κι αμαρτωλούς, και πολλά άλλα δεινά.

Το ζήτημα, συνεπώς, για εμάς σήμερα –το στοίχημα για μια σύγχρονη ars morendi– είναι η εύρεση νέων τρόπων διαχείρισης του θανάτου που να μη βασίζονται στη θρησκεία. Μια κοσμική (μια ελευθεριακή;) τέχνη του θανάτου θα διατηρούσε τον συλλογικό χαρακτήρα των θρησκειών –τη σημασία της κοινότητας για τους μελλοθάνατους– χωρίς να προετοιμάζει τον άνθρωπο για την αιώνια ζωή.

Η προετοιμασία για τον θάνατο θα μπορούσε να είναι περισσότερο αναστοχαστική, εξετάζοντας την πορεία τού ατόμου, τις εμπειρίες του, τις λύπες και τις χαρές του. Στον βαθμό που αναφέρεται στο μέλλον, μια νέα ars morendi δεν θα επικεντρωνόταν στην αιωνιότητα παρά μόνο στην επιβίωση του ατόμου μέσω αυτών που αφήνει πίσω: ανθρώπους και έργα, και στιγμές και ιστορίες κι εντάσεις.

Φυσικά, μια τέτοια τέχνη θα απαιτούσε την επαναξιολόγηση των γηρατειών στη Δύση. Τα γηρατειά, που κάποτε έχαιραν σεβασμού λόγω της εμπειρίας, της σοφίας –αλλά και της ευαλωτότητας– που επιφέρουν, έχουν πια αποκαθηλωθεί, υποβαθμιστεί ως μη λειτουργική, σχεδόν νεκρή ζωή. Μια ματιά στα γηροκομεία και τα διαμερίσματα όπου οι ηλικιωμένοι ζούνε (μόνοι τους ή με κάποια οικιακή βοηθό) είναι αρκετή για να σε γεμίσει μ’ απελπισία.

Εξυπακούεται ότι αυτό το φαινόμενο έχει κοινωνικές ρίζες. Η επιλογή «πολλών ηλικιωμένων Αμερικανών να θυσιαστούν για την οικονομία»[5] τον καιρό της πανδημίας δεν δείχνει μόνο την εσωτερίκευση του ageism από τα θύματά του αλλά και την αδυναμία να σεβαστούμε πραγματικά τους ηλικιωμένους όσο έχουμε ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην άκριτη λειτουργικότητα, στην αχαλίνωτη παραγωγικότητα, στο θέαμα και στον ατομικισμό.


[1] Ζιλ Ντελέζ, Abécédaire: A comme animal (HD), στο 20:32-21:12.
[2] Lydia Dugdale, To die well: Learning the lost art of dying, 2020, Κεφάλαιο 2.
[3] Susan Thrane, «Hindu end of life care: Dying, suffering, and karma», 2010.
[4] Dianne M. Longboat, «Indigenous perspectives on death and dying», 2002.
[5] Λόγια του αντικυβερνήτη του Τέξας, Dan Patrick. Την ίδια εποχή, η βρετανική «Telegraph» έγραφε ότι ο Covid-19 μπορεί να αποδειχθεί οικονομικά «ευεργετικός, καθώς εξολοθρεύει δυσανάλογα τα ηλικιωμένα και εξαρτημένα άτομα».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σου με ένα κλικ.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μαμντάνι είναι ο αντίπαλος που θέλει ο Τραμπ

Οπτική Γωνία / Ο Μαμντάνι είναι ο αντίπαλος που θέλει ο Τραμπ

Ο Ζοχράν Μαμντάνι θα ορκιστεί στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης την 1η Ιανουαρίου. Οι κάτοικοι των πέντε μεγάλων διαμερισμάτων θα τον παρακολουθούν. Το ίδιο κι ένας πρώην Νεοϋορκέζος, περίπου 200 μίλια νοτιότερα.
THE LIFO TEAM
Λειψυδρία: ο οδικός χάρτης για την υδατική ασφάλεια της Αττικής

Ρεπορτάζ / Το νερό τελειώνει. Πώς θα αντιμετωπίσει τη λειψυδρία η Αττική;

Υπό την πίεση της σταδιακής μείωσης των υδατικών αποθεμάτων, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι η υδροδότηση της Αττικής τις επόμενες δεκαετίες θα διασφαλιστεί με τεχνικά έργα και θεσμικές παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του συστήματος.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
ΜΑΜΝΤΑΝΙ

Οπτική Γωνία / Τζέφρι Σακς στη LiFO: «Ο Μαμντάνι στέλνει μήνυμα ελπίδας έναντι του αυταρχισμού του Τραμπ»

Μια άμεση ανάλυση της νίκης του νέου δημάρχου της Νέας Υόρκης και ένα σχόλιο από τον διακεκριμένο καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Αν νικήσει ο Μαμντάνι, θα αλλάξει η Νέα Υόρκη, και ίσως η Αμερική»

Οπτική Γωνία / «Αν νικήσει ο Μαμντάνι, θα αλλάξει η Νέα Υόρκη, ίσως και η Αμερική»

Η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, Νένη Πανουργιά, μιλά για το τεταμένο πολιτικό κλίμα εν όψει των δημοτικών εκλογών, την άνοδο του Ζοχράν Μαμντάνι ως φωνής των «από τα κάτω» και τη σύγκρουση μεταξύ μιας νέας γενιάς ακτιβιστών και των παλιών κέντρων εξουσίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πιστεύει στ' αλήθεια η Gen Z πως η ΑΙ θα της λύσει το γκομενικό;

Οπτική Γωνία / Πιστεύει στ' αλήθεια η Gen Z πως η ΑΙ είναι η λύση σε όλα; Ακόμη και στον έρωτα;

Η Gen Z μεγαλώνει σε έναν κόσμο γεμάτο πληροφορίες, αλλά με λιγότερη πραγματική επαφή. Πόσο μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να βοηθήσει; Και τι σημαίνει τελικά υγιής σεξουαλικότητα σήμερα; Η ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος Αντιγόνη Γινοπούλου εξηγεί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μικροπλαστικά: «Μέχρι και μια ολόκληρη πιστωτική κάρτα καταπίνουμε κάθε εβδομάδα»

Μικροπλαστικά / Μικροπλαστικά: «Μέχρι και μια ολόκληρη πιστωτική κάρτα καταπίνουμε κάθε εβδομάδα»

Είναι μικρά όσο ένας κόκκος ρυζιού και κάθε χρόνο παράγονται εκατομμύρια τόνοι. Ποιες είναι οι εξελίξεις για τη μείωση της μικροπλαστικής ρύπανσης; Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Πώς φτάνουν από το εργοστάσιο στο στομάχι μας;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Δημήτρης Παρασκευής: «Φέτος, έπειτα από καιρό, ο κορωνοϊός παρουσιάζει έξαρση»

Οπτική Γωνία / «Φέτος, έπειτα από καιρό, ο κορωνοϊός παρουσιάζει έξαρση»

Ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής, εξηγεί γιατί κάθε φθινόπωρο αυξάνονται οι ιώσεις του αναπνευστικού, ποια είναι η εικόνα του Covid-19 στην Ελλάδα και ποια μέτρα πρέπει να πάρουμε εν όψει του χειμώνα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Στέλιος Νέστωρ: «Ό,τι έκανα, δεν το έκανα για να ρίξω τη δικτατορία αλλά γιατί ντρεπόμουνα» 

Θεσσαλονίκη / Στέλιος Νέστωρ: «Δεν ήμουν από αυτούς που κάθονται σπίτι τους, βγάζουν λεφτά, τρώνε και πίνουνε» 

Μια πολιτική φυσιογνωμία που έδινε πάντα ηχηρό «παρών» στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα της Θεσσαλονίκης. Μιλώντας στη LiFO, ζωντανεύει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της πόλης, από την Κατοχή και τη χούντα μέχρι την ίδρυση του Μεγάρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ