Ο Άρχοντας της Μάντσας: Για τον «Δον Υπαστυνόμο» του Δημήτρη Καρακίτσου

Ο Άρχοντας της Μάντσας: Για τον «Δον Υπαστυνόμο» του Δημήτρη Καρακίτσου Facebook Twitter
Το βιβλίο του Καρακίτσου, το έβδομό του, είναι «ένα σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα», όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλός του, και αυτό είναι ταυτόχρονα μια ακριβέστατη περιγραφή και ένα κατάφωρο ψέμα. Φωτ.: Παναγιώτης Κεχαγιάς
0



ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ, τον προηγούμενο αιώνα ή τον προ-προηγούμενο, ένας από τους κύριους στόχους της λογοτεχνίας ήταν η κατασκευή μιας πιστευτής πραγματικότητας. Τις περισσότερες φορές αυτή η πραγματικότητα ήταν αναγνωρίσιμη ως η δική μας. Είχε σαλόνια, δάση, κινέζικα παραβάν, ταξίδια στην Ινδία.

Από ένα σημείο και μετά όμως, χάρη στις καινοτομίες που εισήγαγαν οι συγγραφείς εκείνοι που ξόδεψαν την καριέρα τους ολόκληρη –τη ζωή τους– εφορμώντας ξανά και ξανά στους κυκλώπειους ανεμόμυλους του «αναγνωστικού κοινού», υπάρχουν πλέον κι άλλοι τρόποι για να κάνει κανείς λογοτεχνία. Τα πιο ενδιαφέροντα έργα σήμερα δεν είναι αυτά που προσποιούνται ότι λαμβάνουν χώρα σε κάποιον πραγματικό κόσμο, αλλά αυτά που δημιουργούν εντάσεις μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού, ανάμεσα στον ρεαλισμό και το αχανές πλέον συμβολικό σύστημα της τέχνης.


Σε αυτό εδώ το σημείωμα θέλω να αναφερθώ σε ένα τέτοιο βιβλίο, τον Δον Υπαστυνόμο του Δημήτρη Καρακίτσου, που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Αντίποδες. Είναι ένα βιβλίο που περίμενα να το διαβάσω καιρό, και με κάθε νέο πράγμα που μάθαινα γι' αυτό οι προσδοκίες μου μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο, παρότι η αναγνωστική εμπειρία μου έχει διδάξει –συχνά με υπέρμετρη σκληρότητα– πως οι μεγάλες προσδοκίες για ένα βιβλίο σπάνια δικαιώνονται. Τις περισσότερες φορές έπεται μια χλιαρή απογοήτευση. Οφείλω λοιπόν να παραδεχτώ ότι οι προσδοκίες μου για τον Δον Υπαστυνόμο έφτασαν να έχουν το μέγεθος της ιβηρικής χερσονήσου.

Ο Δον Υπαστυνόμος είναι ένα υπέροχο, γενναίο, μεγαλόψυχο, σπουδαίο βιβλίο που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, αψηφά την περιγραφή. Θα πρέπει να με εμπιστευτείτε, κι όσοι από εσάς το κάνετε, σας ζηλεύω. Θα 'θελα κι εγώ να μπορούσα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο για πρώτη φορά.


Το βιβλίο του Καρακίτσου, το έβδομό του, είναι «ένα σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα», όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλός του, και αυτό είναι ταυτόχρονα μια ακριβέστατη περιγραφή και ένα κατάφωρο ψέμα.

Ο Δον Υπαστυνόμος ξεκινά με τον φόνο του Τίο Αρμελίνο, ενός εύπορου κατοίκου σ' ένα χωριό της Μάντσας, το σωτήριο έτος 1942: «Ξημερώνει και ο ξυλοπόδαρος Τίο Αρμελίνο κοιμάται σ' ένα στρώμα από καλαμποκόφυλλα. Η αγαπημένη του κουκουβάγια τσιμπά σκουλήκια από την ανοιχτή του χούφτα. Ένα θαμπό κάρβουνο στο μαγκάλι ρίχνει τις τελευταίες του κοφτερές σαϊτιές».

Κατόπιν, ο υπνοβάτης Ιαβέρης Κούγκατ Περφίντια, ο ανιψιός του δολοφονημένου, προσλαμβάνει, ενώ υπνοβατεί, τον Αστόλφο, έναν φτωχό αγρότη και λάτρη των φτηνών αστυνομικών μυθιστορημάτων, για να διαλευκάνει το έγκλημα. Ακολουθεί μια εντελώς αξιοπρεπής αστυνομική πλοκή στο πνεύμα του Ρέιμοντ Τσάντλερ ή του Ζορζ Σιμενόν, με τις αναμενόμενες ανατροπές, τα κυνηγητά και τους πυροβολισμούς, τις μοιραίες γυναίκες, τα σπίτια, τους κήπους και τα δωμάτια, τα ποτά, τα μπαρ βυθισμένα στον καπνό, καθώς και τα πολυτελή λασπόλουτρα που περιμένουν βαθιά μέσα στα έγκατα της γης – όλες εκείνες τις μάσκες και τα σκηνικά δηλαδή που κάποιο δαιμόνιο, μάλλον γαλλικό πρακτορείο ενοικιάζει έναντι λογικού αντιτίμου στους απανταχού συγγραφείς αστυνομικών.

Το βιβλίο έχει αρχή, μέση και τέλος, και στέρεους καλοσχηματισμένους χαρακτήρες. Όμως, ακούω ήδη από τις τελευταίες σειρές, στο πίσω μέρος της αίθουσας, κάποιον οξυδερκή αναγνώστη ή αναγνώστρια να λέει: «Συγγνώμη, μπορείτε να επαναλάβετε λίγο αυτό που είπατε για τα πολυτελή λασπόλουτρα;», στο οποίο εγώ απαντάω: «Μα βεβαίως, πρόκειται για το σημείο στο οποίο ο Αστόλφος έχει πάει να παρακολουθήσει τον υπηρέτη Κάντογκαν, και είναι τότε που–». Όμως παραφέρομαι. Αυτά που συμβαίνουν στο βιβλίο θα πρέπει να τα ανακαλύψει ο αναγνώστης από μόνος του.


Ο Δον Υπαστυνόμος χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο ο Καρακίτσος στήνει την σκακιέρα: ο Τίο Αρμελίνο δολοφονείται. Ο Αστόλφος προσλαμβάνεται και πιάνει δουλειά. Ο νεκρός κηδεύεται και οι παρευρισκόμενοι μεταβαίνουν στο κέντρο πένθιμων εκδηλώσεων Το Μουντό Ποίημα. Στο δεύτερο μέρος τα πιόνια αναπτύσσονται στη σκακιέρα. Ο Αστόλφος ερωτεύεται, παίρνει προαγωγή, επιδιορθώνει κάτι υδραυλικά, πάει για κυνήγι. Στο τρίτο μέρος όμως... στο τρίτο μέρος κάποιος σηκώνει τα κομμάτια, καλύπτει τη σκακιέρα με ένα μεταξωτό ύφασμα που πάνω του οι πούλιες μιμούνται τους αστερισμούς.

Συμβαίνει κάτι συγκινητικό: οι πεσσοί ελευθερώνονται, η αφήγηση εκτινάσσεται στον νυχτερινό ουρανό σαν φλεγόμενη σερπαντίνα, η μεγάλη λογοτεχνία κρυφοκοιτά τον αναγνώστη πίσω από τη μαρμάρινη προσωπίδα της. Ας πω μόνο ότι συμμετέχει ένα μηχανικό μέντιουμ, από αυτά που λειτουργούσαν με κερματοδέκτη, κι ότι, αντίθετα με τη συντριπτική πλειοψηφία της λογοτεχνίας, το τρίτο μέρος δεν είναι γραμμένο ούτε στον παρελθόντα ούτε στον ενεστώτα χρόνο. Ας πω μόνο αυτό.


Πάνω στον σκελετό του αστυνομικού μυθιστορήματος, ο Καρακίτσος έχει κρεμάσει αναρίθμητα πανέμορφα πέπλα, καρφίτσες με ημιπολύτιμους λίθους, τουρμπάνια με φτερά, μαντίλια που τραγουδάνε, σαγιονάρες από δέρμα κροκόδειλου, γιλέκα από άψητο κεραμίδι, ράχες ολομέταξων πουλαριών, ιβίσκους και κυκλάμινα κρεμασμένα σε μουστάκια, έχει στήσει ένα πανηγύρι των αισθήσεων τέτοιας έντασης και επινοητικότητας που σπάνια συναντά κανείς στη λογοτεχνία. Με κάποιον ακατανόητο τρόπο οι περιγραφές του –που χρησιμοποιούν τις μεθόδους των υπερρεαλιστών περνώντας τις μέσα από την κρησάρα των πικαρέσκων αφηγημάτων– από στολίδια γίνονται οργανικό μέρος του πράγματος, αξεδιάλυτο μέρος της λογοτεχνικής του ουσίας.

Οι πιστοί αναγνώστες του Καρακίτσου γνωρίζουν ότι είναι ένας μεγάλος ποιητής που τυχαίνει να υπηρετεί την πεζογραφία, και στον Δον Υπαστυνόμο ξεδιπλώνει το πλήρες εύρος της μουσικότητας και της δύναμης του μοναδικού του ύφους. (Σκέφτομαι τώρα πως ίσως το «Ζαΐρ», εκείνη η τιτάνια μινιατούρα στις Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, ήταν η σχισμή μέσα από την οποία έσκυψα και κοίταξα για να δω στην άλλη πλευρά του τοίχου τον Δον Υπαστυνόμο να αστράφτει).

Ο Γουίλλιαμ Γκας έχει πει ότι η λογοτεχνική γλώσσα είναι γλυπτική με λέξεις, και λίγες φορές έχω συναντήσει έργα που επαληθεύουν αυτήν την ιδέα σε τέτοιο βαθμό, όπως ο Δον Υπαστυνόμος. Οι Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου του Ευγένιου Αρανίτση είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό, με τις ανελισσόμενες μεταλλικές του σπείρες, ή το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, με τις τραχιές πέτρινες επιφάνειές του.

Ο Άρχοντας της Μάντσας: Για τον «Δον Υπαστυνόμο» του Δημήτρη Καρακίτσου Facebook Twitter
Σκίτσο: Χρήστος Καρακίτσος


Όμως ο Δον Υπαστυνόμος δεν είναι ένα μεγάλο βιβλίο μόνο και μόνο επειδή ο Καρακίτσος αναμειγνύει με τα σουρεαλιστικά στοιχεία με τη φόρμουλα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ούτε επειδή είναι ένα γνήσια κωμικό βιβλίο που στιγμές-στιγμές ολισθαίνει και γίνεται απολαυστική φαρσοκωμωδία (ακούγεται πάλι ο οξυδερκής αναγνώστης από το βάθος της αίθουσας: «Απολαυστική φαρσοκωμωδία; Contradictio in terminis!» «Κι όμως», απαντάω, «κι όμως...»). Ούτε επειδή μέσα σ' όλα αυτά εμφανίζεται και ο συγγραφέας να μας πει δυο κουβέντες για τον ήρωά του. Ούτε ακόμα επειδή κάτω από όλα αυτά τα πέπλα, στο κέντρο της σκαλωσιάς, το βιβλίο κρύβει μια μεγάλη καρδιά, μια βαθιά ανθρωπιά που αποδεικνύεται πέρα ως πέρα συγκινητική. Ένα μόνο από τα παραπάνω θα ήταν μια δύσκολη αποστολή για οποιονδήποτε συγγραφέα.

Όλα μαζί κανονικά θα έπρεπε να έχουν ως αποτέλεσμα μια διασκεδαστική, ίσως και έντιμη αποτυχία, μια παράφωνη ορχήστρα που παίζει τη Σουίτα σε ρε μινόρε του Μπουξτεχούντε πάνω σε μονόκυκλα, την οποία το κοινό χειροκροτά με μεγαλοψυχία καθώς τα μέλη της πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, για την προσπάθεια και μόνο, για την τόλμη. Για να πετύχει ένα τέτοιο σχέδιο, με όλα αυτά τα συστατικά στις ιδανικές αναλογίες, απαιτείται ένας αριστοτέχνης μαέστρος συγγραφέας, που δεν νιώθει φόβο, που ενώ διευθύνει παίζει τούμπα και τίμπανι, πρώτο βιολί, τσέμπαλο και βιόλα ντα γκάμπα – με τα μάτια κλειστά και το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη του: ο Δημήτρης Καρακίτσος που γράφει τον Δον Υπαστυνόμο.

Υπάρχει η άποψη ότι ένα βιβλίο για να είναι σπουδαίο πρέπει να αναγνωριστεί, να καταξιωθεί σε κοινό και κριτικούς. Αυτή είναι μια θέση με την οποία κάποιες μέρες συμφωνώ – υπό όρους. Όμως πιστεύω επίσης ότι ένα βιβλίο είναι αυθύπαρκτα σπουδαίο. Όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το κάνουν σημαντικό είναι εκεί, ενυπάρχουν στο κείμενο, τυπωμένα με την αλφάβητο που μάθαμε στην Α΄ δημοτικού. Ο οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, αύριο, μεθαύριο ή εφτά δεκαετίες μετά, μπορεί να ανοίξει το βιβλίο – κι αν έχει μάτια, θα δει.

«Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια», έχει γράψει ο Ευγένιος Αρανίτσης, και, όπως πάντα άλλωστε, έχει απόλυτο δίκιο. Κι εγώ, από λαχτάρα και λύσσα και μόνο, θα προσθέσω: «Και τυχερές εκείνες που διαβάζονται ενώ λάμπουν ολοκαίνουργιες, δροσερές και φρέσκιες, ανέγγιχτες από την αργή φθορά του χρόνου».

Κι εδώ είναι που φτάνουμε επιτέλους σε εσάς, αγαπητοί αναγνώστες αυτού του προπαγανδιστικού σημειώματος. Μιλάμε συχνά για το «αναγνωστικό κοινό» και τις ανεξιχνίαστες προτιμήσεις του, τα αργά του αντανακλαστικά, τα αστραπιαία του αντανακλαστικά, τους διάφορους τρόπους προσέλκυσης της μακάριας προσοχής του, λες και το αναγνωστικό κοινό είναι μια αγελάδα με χρυσό πέλος που βόσκει αμέριμνη στα λιβάδια της λογοτεχνίας. Πολύ θα ήθελα λοιπόν να μπορούσα να πάω να τη βρω και να στρέψω το ήρεμο και σοφό της βλέμμα σε αυτό το βιβλίο, γιατί πιστεύω ότι το δικαιούται.

Όμως αυτό το όσιο κτήνος δεν υπάρχει. Το αναγνωστικό κοινό δεν υπάρχει. Υπάρχουν αναγνώστες και αναγνώστριες που κάνουν τις λιγοστές επιλογές της κάθε αναγνωστικής χρονιάς με γνώμονα το γούστο, την τύχη, τις συστάσεις φίλων ή κριτικών. Ο Κουρτ Βολφ, ο θρυλικός εκδότης που μεταξύ των πολλών άλλων περγαμηνών του είναι και αυτή που γράφει πάνω ότι ήταν ο πρώτος που εξέδωσε τον Κάφκα, είχε πει ότι υπάρχουν δύο ειδών βιβλία: αυτά που αρέσουν στο κοινό, και αυτά που θα έπρεπε να αρέσουν στο κοινό – και ότι μόνο αυτά τα τελευταία τον ενδιέφεραν.

Αυτός είναι ένας τρόπος να δει κανείς τα πράγματα. Υπάρχουν μέρες που συμφωνώ, και άλλες –όπως σήμερα– που έχω πίστη στους αναγνώστες. Που πιστεύω ότι τελικά αυτό που χρειάζεται είναι κάποιος να πει στους αναγνώστες απερίφραστα τη γνώμη του, χωρίς αστερίσκους και ναι μεν αλλά.

Μίλησα πιο πάνω για τις μεγάλες αναγνωστικές προσδοκίες και πόσο επικίνδυνες είναι. Συνειδητοποιώ επίσης ότι εδώ και περίπου 1.400 λέξεις τις καλλιεργώ, ρίχνω μπόλικο λίπασμα. Όμως θέλω να πω αυτό: Κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια δεν είναι απλώς να επαληθευτούν οι προσδοκίες μας, αλλά οι προσδοκίες που είχαμε και τις νομίζαμε μεγάλες σαν την ιβηρική χερσόνησο να αποδειχτούν τελικά μικρές, όσο ένα φρανκικό κωλοχώρι έξω από τη Μαδρίτη, και ο συγγραφέας να έχει κρύψει πίσω από το εξώφυλλο του βιβλίου του ένα έργο που ξεπερνά και την πιο άγρια αναγνωστική φαντασία – μια Αλάμπρα που πολλαπλασιάζεται σε ολόκληρη τη Γη.

Ένα τέτοιο έργο είναι και ο Δον Υπαστυνόμος, ένα σπάνιο βιβλίο που φτερουγίζει χρυσόφτερο στις κορυφές των δέντρων της λογοτεχνίας, ενώ από κάτω κυλιούνται στα χαμόκλαδα και γκαρίζουν κάτι ασημοπούπουλοι γάιδαροι όπως εγώ τώρα εδώ. Ο Δον Υπαστυνόμος είναι ένα υπέροχο, γενναίο, μεγαλόψυχο, σπουδαίο βιβλίο που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, αψηφά την περιγραφή. Θα πρέπει να με εμπιστευτείτε, κι όσοι από εσάς το κάνετε, σας ζηλεύω. Θα 'θελα κι εγώ να μπορούσα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο για πρώτη φορά.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ