ΠΡΙΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ κυκλοφόρησε μια φήμη μέσω διαδικτύου, η οποία σχετιζόταν με την ξεχασμένη εν πολλοίς υπόθεση «Μάο». Διαδόθηκε ότι βρέθηκε ο δολοφόνος του και ότι ήταν θέμα χρόνου να υποδείξει πού είχε κρύψει το πτώμα του άτυχου 49χρονου άνδρα. Σύντομα βέβαια αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο είτε για παρεξήγηση είτε για αποκύημα της φαντασίας κάποιων. Ωστόσο, επανέφερε το ενδιαφέρον μας για το άλυτο μυστήριο της εξαφάνισης του σχεδιαστή μόδας Δημήτρη Μάο. Πόσοι όμως θυμούνται την περίπτωσή του; Πρόκειται για ένα όνομα που δεν λέει τίποτα στη σημερινή γενιά, που τότε μόλις γεννιόταν.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, η Ελλάδα ως γνωστόν ζούσε μια πολιτισμική, οικονομική και κοινωνική σύγχυση, λόγω της αυταπάτης που έτρεφαν πολλοί για μια ουρανοκατέβατη ευημερία και ευφορία. Αυτό με τη σειρά του προσκαλούσε σε ένα ξέφρενο και ατέρμονο πάρτι το οποίο προβαλλόταν μέσα από τα lifestyle έντυπα, ενώ η τηλεόραση βομβάρδιζε το κοινό με αδιανόητης ελαφρότητας εκπομπές. Ελάχιστες μέρες μετά τη γιορτή του Πάσχα του 1999, μια είδηση έμελλε να ταράξει αυτή την ανεμελιά: η εξαφάνιση ενός γνωστού σχεδιαστή μόδας, με σαφείς υπαινιγμούς ότι επρόκειτο για δολοφονία που σχετιζόταν με τη σεξουαλικότητα του θύματος. Ο Δημήτρης Μάο ήταν γκέι και γνωστός στους κοσμικούς κύκλους του Κολωνακίου της εποχής. Το σοκ ήταν ακόμα μεγαλύτερο γιατί καθώς περνούσαν οι μέρες η αστυνομία αδυνατούσε να εντοπίσει τη σορό του.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε μετά από τόσα χρόνια αν η αστυνομία κινήθηκε σωστά, αλλά το γεγονός ότι ήξερε πού σύχναζε ο νεαρός ύποπτος και το γεγονός ότι ο Μάο είχε προλάβει να πει σε φίλο του ότι ο νεαρός είχε νοικιάσει ένα δώμα επάνω από μανάβικο της Αγίου Μελετίου, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ καμία σοβαρή πληροφορία, ακόμα και τόσα χρόνια μετά, αφήνει πολλά ερωτήματα.
Ο Δημήτρης Μάο γεννήθηκε το 1951 στο Μπουρούντι της Κεντρικής Αφρικής και ήταν έξι μηνών όταν έχασε τον κυπριακής καταγωγής πατέρα του. Η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Δημήτρη και τον μεγαλύτερο γιο της, Αλέξανδρο. Πέντε χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Με τον νέο της σύζυγο, τα δύο της παιδιά και τον τρίτο γιο που απέκτησε το 1957 ζούσαν ευτυχισμένοι σε μια υπέροχη κατοικία στην Πεύκη. Ο Δημήτρης έδειξε από πολύ νωρίς τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα και ξεκίνησε μαθήματα κλασικού χορού, τα οποία μάλιστα συνέχισε στο Λονδίνο. Μια σειρά από τραυματισμούς τον οδήγησε στα 22 του να αποφασίσει ότι δεν επρόκειτο να συνεχίσει την καριέρα του στον χώρο του μπαλέτου. Ως εκ τούτου, έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Επηρεασμένος από όλα όσα έβλεπε γύρω του και κυρίως από τις νέες τάσεις της μόδας της δεκαετίας του ’70 και από νέους τότε σχεδιαστές όπως ο Μοντανά, ο Μιγκλέρ και ο Γκοτιέ, θέλησε να προχωρήσει σε ένα πρωτοποριακό για τα αθηναϊκά δεδομένα της εποχής στυλ μόδας, να φτιάξει μια φίρμα ρούχων που θα πρότεινε κάτι εντελώς νέο στις Ελληνίδες και στους Έλληνες. Κι αυτό έπραξε, σε μια παράλληλη τροχιά με όλους εκείνους τους σχεδιαστές που αναδύθηκαν με τη Μεταπολίτευση: Billy Bo, Ασλάνη, Πολατώφ και άλλους.
Το πρώτο κατάστημα με το όνομά του (που πολλοί περνούσαν για ψευδώνυμο) ήταν ένα λιλιπούτειο μαγαζάκι στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Τα shirt dresses από ελβετικά υφάσματα έκαναν αίσθηση, ενώ ανάλογης μίνιμαλ αισθητικής ήταν και τα ανδρικά του ρούχα. Η επιτυχία και η προβολή τού επέτρεψαν το 1980 να ανοίξει μαγαζί και στη Μύκονο, το οποίο λειτούργησε για δύο χρόνια, με συνεργάτη τον fashion editor Τάκη Τσαντίλη. Η Μύκονος τότε ακόμα ήταν ένα νησί εναλλακτικού τουρισμού που αποτελούσε προορισμό για πολλούς γκέι ανθρώπους· εκεί το ανάλαφρο και αποκαλυπτικό ντύσιμο ήταν μέρος της γοητείας του καλοκαιριού. Το όνομα Μάο ακουγόταν όλο και συχνότερα, τα γυναικεία και τα νεανικά περιοδικά αναφέρονταν σε αυτόν, ενώ μια επίδειξη στη «Μεγάλη Βρεταννία» (ένα από τα μοντέλα ήταν και η Ελληνο-Ιταλίδα ηθοποιός Βαλέρια Γκολίνο) επιστέγασε την επιτυχία του.
Το 1982 το κατάστημα μετακομίζει στην οδό Πινδάρου, με τον χαρακτηριστικό μεγάλο καθρέφτη με το όνομα της φίρμας να στολίζει τον τοίχο δίπλα στη βιτρίνα, ιδέα του σκηνογράφου Βασίλη Φωτόπουλου. Η αγωνία του για την εξέλιξη της αγοράς της μόδας, ωστόσο, τον οδηγεί να το μετατρέψει στην πορεία σε Café tabac, και από μπουτίκ γίνεται στέκι για καφέ εσπρέσο (από τα πρώτα στην Αθήνα) και αγορά καπνού και πούρων. Μεταξύ 1990 και 1996 πέρασαν από κει οι πάντες για έναν καφέ στο πόδι. Μέχρι που ήρθε η πρόταση του σχεδιαστή κοσμημάτων Μηνά Σπυρίδη να αναλάβει τη διεύθυνση του εργαστηρίου του στη Νέα Ιωνία. Εκείνο το Πάσχα του 1999 όλοι οι συνεργάτες του περίμεναν στη Μύκονο τον Δημήτρη Μάο για τα εγκαίνια του καταστήματος, του οποίου το στήσιμο είχε αναλάβει. Δεν εμφανίστηκε ποτέ και δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής ούτε τις επόμενες μέρες, αναγκάζοντας τη σύζυγο του Μηνά Σπυρίδη και φίλη του, Τζίνη, να αποταθεί στην αστυνομία, πράγμα που δεν οδήγησε πουθενά. Είκοσι έξι χρόνια μετά, η απάντηση δεν έχει δοθεί ακόμα και μέχρι να βρεθούν βιολογικά τεκμήρια δεν μπορεί καν να θεωρηθεί επίσημα νεκρός, παρά μόνο «εξαφανισθείς». Τα ίχνη του χάθηκαν εντελώς.
Η γκέι ζωή στα χρόνια του lifestyle Τύπου συνδύαζε δύο χαρακτηριστικά. Υπόγειες διαδρομές απ’ τη μια και τα πρώτα coming out από την άλλη. Όχι βέβαια όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ως μέρος ενός όψιμου κοσμοπολιτισμού. Τα περιοδικά μιλούσαν ήδη για γκέι κοινότητα, αλλά όχι ακόμα τότε με σύγχρονους όρους ακτιβισμού· περισσότερο σε σχέση με τον «απελευθερωμένο» τρόπο ζωής των γκέι ανδρών σε άλλες κοινωνίες και με το AIDS. Ακόμα δεν υπήρχε καν ο όρος ΛΟΑΤΚΙ+. Ο Δημήτρης Μάο, έχοντας ζήσει για ένα διάστημα στην Αγγλία, αποτελούσε μέλος της πρώτης μετα-ΑΚΟΕ εποχής και της απενοχοποίησης που είχε προσφέρει αφενός η ευμάρεια, αφετέρου οι φιλελεύθερες σε κοινωνικά θέματα αντιλήψεις της εποχής του ΠΑΣΟΚ. Θαμώνας των γκέι μπαρ του Κολωνακίου και της Ομόνοιας, ένας πετυχημένος νέος άντρας με όμορφα χαρακτηριστικά, ύψους 1,87, κομψός και καλλιεργημένος, ερωτικά ιδιαίτερα δραστήριος, εμπιστευόταν το ένστικτό του στις ερωτικές του αναζητήσεις: αταξικές, πολυεθνικές, πολυγαμικές. Συχνά οι φίλοι του επέμεναν ότι έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός με τις γνωριμίες τυχαίων και εφήμερων εραστών. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο 22χρονος Κούρδο-Ιρακινός που συνάντησε στις βόλτες του λίγο πριν από το Πάσχα του 1999.
Ο τελευταίος που τον είδε ήταν ο στενός του φίλος Τάκης Τσαντίλης, ο οποίος τον πήγε με το αυτοκίνητό του στο μοιραίο ραντεβού με τον νεαρό άντρα. Η συνάντηση είχε οριστεί για το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μετά τον Επιτάφιο, στο Everest της Αγίου Μελετίου. Ο Τσαντίλης θυμάται ότι πήγε τον φίλο του στο σημείο συνάντησης· εκείνος, λίγο πριν κατέβει, του είπε «να, αυτός είναι», αλλά ο Τσαντίλης δεν πρόλαβε να τον δει. Το πρόγραμμα του Μάο ήταν την επομένη να επισκεφθεί στην Αίγινα τον φίλο του Μηνά Κωνσταντόπουλο (τον ηθοποιό που έφυγε το 2000), και ο τελικός του προορισμός ήταν η Μύκονος. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Δεν εμφανίστηκε ούτε στην Αίγινα ούτε στη Μύκονο. Παρ’ όλα αυτά, τις τρεις μέρες αργίας, δηλαδή Μεγάλο Σάββατο, Κυριακή του Πάσχα και Δευτέρα του Πάσχα, εξαφανίστηκαν από τον τραπεζικό του λογαριασμό 1.500.000 δραχμές με τμηματικές αναλήψεις από υποκατάστημα μεγάλης τράπεζας στο Σύνταγμα, όπου δεν υπήρχε κάμερα ασφαλείας. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι δράστες ήταν περισσότεροι από ένας, εξανάγκασαν το θύμα να αποκαλύψει το pin της κάρτας του και κατόπιν το δολοφόνησαν και εξαφάνισαν το πτώμα. Ο Δημήτρης Μάο δεν βρέθηκε ποτέ.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε μετά από τόσα χρόνια αν η αστυνομία κινήθηκε σωστά, αλλά το γεγονός ότι ήξερε πού σύχναζε ο νεαρός ύποπτος και το γεγονός ότι ο Μάο είχε προλάβει να πει σε φίλο του ότι ο νεαρός είχε νοικιάσει ένα δώμα επάνω από μανάβικο της Αγίου Μελετίου, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ καμία σοβαρή πληροφορία, ακόμα και τόσα χρόνια μετά, αφήνει πολλά ερωτήματα. Η αδελφική φίλη του εξαφανισμένου σχεδιαστή, κ. Μαίρη Γιαννακοπούλου, θυμάται: «Ήταν ένας αγαπητός άνθρωπος, οι δικοί μου τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Ο Δημήτρης ήταν ένα πολύ γλυκό, όμορφο και ταλαντούχο αγόρι. Ως εργασιομανής που ήταν, δεν τον ενδιέφερε να διατηρεί δεσμό με κάποιον, όπως γνωρίζαμε για άλλους γκέι. Δυστυχώς ήταν ριψοκίνδυνος στα ερωτικά του. Παράλληλα, ήταν πολύ κοινωνικός, δεν έχανε θεατρικές παραστάσεις, σινεμά, τα πάντα. Την εξαφάνισή του την πληροφορήθηκα από ανακοίνωση στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη. Ο ίδιος ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένος που εργαζόταν στον Μηνά, γιατί δεν είχε πια επιχειρηματικές αγωνίες. Αλλά ήταν ένα πολύ άδοξο τέλος».
Για την κ. Γιαννακοπούλου, η εκπομπή της Νικολούλη που ακολούθησε, η οποία έγινε με την προτροπή γνωστού ντετέκτιβ της εποχής στον οποίο είχαν απευθυνθεί οι οικείοι του Δημήτρη Μάο, και που πληρώθηκε αδρά χωρίς κανένα αποτέλεσμα πέρα από το να δώσει το θέμα στην τηλεοπτική εκπομπή, ήταν μεγάλο λάθος. Είναι πιθανόν οι δράστες να έμαθαν για τις διαστάσεις που είχε πάρει η υπόθεση και να συνειδητοποίησαν ότι λόγω της διασημότητας του Μάο κινδύνευαν να εντοπιστούν. Από την άλλη, στοιχεία δεν υπήρχαν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Ελληνική Αστυνομία ενδιαφέρθηκε για την –πιθανή– δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου άντρα. Άλλωστε, δεν είναι και η μόνη που έμεινε ανεξιχνίαστη.

Ο ετεροθαλής αδελφός του, κ. Γιάννης Φεγγουδάκης, θυμάται: «Ο αδελφός μου ζούσε σε διαμέρισμα της οδού Δερβενίων στα Εξάρχεια. Ο Εισαγγελέας μπήκε μέσα μετά την εξαφάνισή του, αλλά δεν βρήκε τίποτα το ενοχοποιητικό. Είδε επάνω στο τραπέζι τσουρέκια και κόκκινα αυγά, τα οποία είχε αγοράσει προφανώς για να τα πάρει μαζί του στην Αίγινα. Ο δικηγόρος του ιδιοκτήτη, χωρίς να ειδοποιηθούμε εμείς, τρεις μήνες μετά κατέβασε την κορδέλα της αστυνομίας και μπήκε μέσα. Βέβαια, έπρεπε κι εμείς να έχουμε φροντίσει πριν από αυτούς. Πού πήγαν στερεοφωνικό, πανάκριβη τηλεόραση, προσωπικά αντικείμενα, τα κοσμήματα της μάνας μας που είχε –εκείνη είχε φύγει μερικά χρόνια πριν–, δεν το μάθαμε ποτέ. Και όχι μόνο αυτό! Κάτι που μάθαμε επτά χρόνια αργότερα, όταν τον κηρύξαμε σε αφάνεια, ήταν ότι, εξαιτίας του πρώτου εκείνου τριμήνου που έτρεχαν τα νοίκια μέχρι να απελευθερωθεί το σπίτι, ο ιδιοκτήτης υποθήκευσε δύο ακίνητα του αδελφού μου στην οδό Ερμού, τα οποία είχε αγοράσει και τα οποία σκόπευε να ενώσει και να τα κάνει ενιαία κατοικία. Αν δεν υπήρχαμε εμείς, θα τα είχε καρπωθεί εκείνος. Με τον αδελφό μου μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά της η αστυνομία, αλλά μας καλούσαν κάθε τόσο στο νεκροτομείο να δούμε ανθρώπους που απείχαν πάρα πολύ από την περιγραφή που είχαμε δώσει για τον αδελφό μου. Επίσης, εμένα και του μεγαλύτερου αδελφού μου, του Αλέκου, δεν μας πήραν ποτέ DNA, λες και θα είμαστε πάντα εδώ. Ο Αλέκος έφυγε πριν από ενάμιση χρόνο. Αν βρεθεί η σορός, με ποιανού το DNA θα τη συγκρίνουν, αν φύγω κι εγώ; Η υπόθεση πήγε στα αζήτητα. Γενικά, μας έλεγαν κάτι απίστευτες ανοησίες.

Στην εκπομπή της Νικολούλη πήγα ο ίδιος. Μίλησαν οι φίλοι του και κάποιοι που έλεγαν τάχα ότι τον είδαν. Οι άνθρωποι είναι μυθομανείς, λένε ό,τι τους κατέβει. Όπως τώρα με αυτό που διέρρευσε. Έβαλα δικηγόρο να ρωτήσει στη ΓΑΔΑ, αλλά φυσικά δεν υπήρχε καμία πληροφορία, γιατί δεν ίσχυε τίποτα. Πάντως ήταν εγκληματική ενέργεια, εφόσον έκλεψαν τα χρήματα, δηλαδή δεν πήρε τα βουνά ο Δημήτρης. Εξαφανίστηκε. Τελευταία φορά τον είδα Μεγάλη Πέμπτη του 1999. Ήταν να πάει για Πάσχα στην Αίγινα και στη Μύκονο. Δεν πήγε πουθενά. Τραγικά πράγματα».
Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια για να περιμένει κανείς να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία για την υπόθεση του Δημήτρη Μάο. Παρ’ όλα αυτά, ας το ελπίσουμε, γιατί ως «αφανή», η οικογένειά του δεν μπορεί ούτε μνημόσυνο να του κάνει.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 25.6.2025