Σε μία περίοδο που οι κλασικές σπουδές απαξιώνονται διεθνώς, βιβλία εκλαϊκευτικής θεωρίας που επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση το αρχαιοελληνικό θαύμα δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέα. Κάποιοι συγγραφείς και ακαδημαϊκοί, μάλιστα, τολμούν να υπερβούν το θεωρητικό πεδίο τους παραπέμποντας στις πολλαπλές επιρροές των κλασικών σπουδών σε διαφορετικές εκφάνσεις του καθημερινού βίου, από σίριαλ, θεατρικά έργα και ταινίες (βλέπε την «Οδύσσεια» του Νόλαν αλλά και το ντοκιμαντέρ για τον Μέγα Αλέξανδρο στις διάφορες πλατφόρμες), εξηγώντας γιατί οι αρχαίοι Έλληνες εξακολουθούν να καθορίζουν με ποικίλους τρόπους τη ζωή μας. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και χωρίς να εξιδανικεύει, εντάσσεται το άκρως διαφωτιστικό και συναρπαστικό –παρά τα προβληματικά σημεία του– βιβλίο του Τόνι Σπόφορθ «Τι οφείλουμε στους αρχαίους Έλληνες», σε μετάφραση του Ανδρέα Παππά.
Καταρχάς, ο συγγραφέας του βιβλίου φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο του – άλλωστε είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νιούκασλ και εμβριθής μελετητής της αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας και κουλτούρας. Επιπλέον, όπως αποκαλύπτει σε αυτό το άκρως πρωτότυπο βιβλίο του, έχει εργαστεί ως αρχαιολόγος σε ανασκαφές στην Ελλάδα και ως εκ τούτου έχει εμπειρική γνώση των τόπων και των μνημείων που περιγράφει. Παρότι φροντίζει να ανατρέψει τις εσφαλμένα εδραιωμένες πεποιθήσεις, όπως η ακροδεξιά ανάγνωση για τους αυστηρά πολεμοχαρείς Σπαρτιάτες ή η σύνδεση των Δωριέων με βόρεια φύλα, αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να καταδείξει ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα βρίσκεται παντού, από τον τρόπο που μιλάμε στον δημόσιο βίο, από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, έως τα επιτεύγματα της ιατρικής ή τον τρόπο σκέψης μας.
Σύμφωνα με τον Σπόφορθ, όσο φυσική ήταν η ομοφυλοφιλία, η αμφιφυλοφιλία ή η λογική της μεταμόρφωσης, άλλο τόσο ήταν και η παράδοξη εμμονή των αρχαίων Ελλήνων με το μελαμψό δέρμα των ανδρών ως δείγμα ομορφιάς, σε αντίθεση με την επιβεβλημένα λευκή επιδερμίδα των γυναικών.
Είναι επομένως σαφές ότι τα παραδείγματα είναι ανεξάντλητα, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση εντοπίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στην επιρροή της αρχαίας Ελλάδας στην Αγγλία και την Αμερική, και όχι τόσο στην υπόλοιπη, τη λεγόμενη ηπειρωτική παράδοση. Σε αυτό το συγκείμενο εδράζεται το ενδιαφέρον του συγγραφέα, ο οποίος υποστηρίζει πως η επαναφορά του αρχαιοελληνικού πνεύματος δεν οφείλεται μόνο στους σπουδαίους αντιγραφείς της Αναγέννησης αλλά και σε Βρετανούς συγγραφείς και ποιητές, όπως ο Σαίξπηρ και πολύ αργότερα ο Όσκαρ Oυάιλντ, καθώς και σε εμβληματικούς καλλιτέχνες, όπως οι Προραφαηλίτες. Μας πληροφορεί επίσης ότι ήδη από τον 16ο αιώνα, στα λιγοστά τότε ακόμα υφιστάμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι μαθητές διδάσκονταν αρχαία ελληνικά και πως τον 18ο αιώνα γνώριζαν απέξω αποσπάσματα από τα ομηρικά έπη. Προκειμένου να υπογραμμίσει ότι ήδη από τον 19ο αιώνα η κλασική παιδεία αποτελούσε ένδειξη ανώτερου κοινωνικού στάτους, ο συγγραφέας αναφέρει ότι το 1853 οι «Times» υποστήριζαν πως η γνώση των κλασικών γλωσσών –εννοώντας φυσικά τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά– ήταν χαρακτηριστικό του μορφωμένου τζέντλεμαν. Κατά την άποψή του, σε αυτή την κυρίαρχη αντίληψη συνέβαλαν οι πλείστες μεταφράσεις των αρχαιοελληνικών κειμένων στα αγγλικά, στις οποίες είχε σχεδόν αποκλειστικά πρόσβαση η αστική τάξη. Ήταν ακριβώς αυτοί οι μεταφραστές αλλά και ευπατρίδες σαν τον φιλέλληνα τραπεζίτη Τζορτζ Γκρόουντς που άρχισαν να κάνουν γνωστές τις αξίες της αρχαίας Ελλάδας, όπως την αγάπη για τη δημοκρατία και την ελευθερία.


Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την επικύρωση από την κοινή γνώμη θεμελιακών κειμένων όπως είναι ο «Επιτάφιος» του Περικλή, που εκφωνήθηκε το 430 π.Χ. και εξακολουθεί να θεωρείται το κείμενο του Θουκυδίδη το οποίο επικαλούνται οι περισσότεροι πολιτικοί, για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικές κατευθύνσεις, σήμερα. Αναφέρει μάλιστα ότι το έργο του Θουκυδίδη βοήθησε στο να τονωθεί το ηθικό των Βρετανών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και είναι πολύ συγκινητικό το σχετικό εύρημα του συγγραφέα από το μακρινό 1915: πρόκειται για μια αφίσα στο μετρό του Λονδίνου στην οποία αναγραφόταν ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Περικλή.

Σελ.: 504
Εκτός, όμως, από τη ρομαντική ενατένιση, εντοπίζεται και μια υποβόσκουσα ρατσιστική αντίληψη στην επαναφορά του αρχαιοελληνικού πνεύματος κατά τον 19ο αιώνα, που, κατά τον Σπόφορθ, σχετίζεται με την πλεονεκτική κυριαρχία του «πολιτισμένου» δυτικού μοντέλου έναντι των άλλων. Οι Βρετανοί, οι οποίοι υποστήριζαν την υπεροχή του Δυτικού, μορφωμένου ανθρώπου, μελετούσαν, για παράδειγμα, τον Αριστοτέλη αποσιωπώντας τις θέσεις του για τη φυσική κατάσταση των δούλων και των γυναικών, ενώ αντίστοιχα λάτρευαν και λατρεύουν τον Μέγα Αλέξανδρο, αδιαφορώντας για τη νομιμοποίηση που προσέφερε η δράση του στις μετέπειτα κατακτητικές βλέψεις ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Σπόφορθ, μάλιστα, υπάρχει μια μακρά ευρωπαϊκή παράδοση που βλέπει τον Αλέξανδρο ως τον πρώτο «Ευρωπαίο» και το ταξίδι του ναυάρχου του, του Νέαρχου, ως το πρώτο οικουμενικής αξίας γεγονός στην ιστορία της ναυσιπλοΐας με σκοπό τη μετάδοση του κραταιού ελληνικού πολιτισμού στους απολίτιστους βάρβαρους. «Ο τρόπος με τον οποίο οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν τους τοπικούς ηγεμόνες βασιζόταν εν πολλοίς σε αυτή την –αμφιλεγόμενη από ιστορική άποψη– παράδοση, η οποία τους επέτρεπε να βλέπουν τον εαυτό τους σαν κάτι περισσότερο από απλούς κατακτητές, ιμπεριαλιστές ή εκμεταλλευτές, κάτι σαν επιγόνους του “ένδοξου οράματος” του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Αυτές οι ρατσιστικές, κατά τον Σπόφορθ, αντιλήψεις εντοπίζονται όχι μόνο στα κλασικά κείμενα αλλά και στις διάφορες παραστάσεις αγγείων, και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ο συγγραφέας αναφέρει μια αναπαράσταση σε ένα αγγείο της κλασικής εποχής, στην οποία ένας αρχαίος Έλληνας απεικονίζεται να είναι έτοιμος να σοδομίσει έναν «βάρβαρο» Ασιάτη τοξότη, και φέρει την άκρως υποτιμητική επιγραφή «Είμαι ο Ευρμέδων και έχω σκύψει». Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικά φλεγματικό παράδειγμα του συγγραφέα το οποίο, ωστόσο, έχει στόχο να καταδείξει όχι μόνο τις ρατσιστικές αντιλήψεις αλλά και τις λανθασμένες σημερινές πεποιθήσεις, που επιμένουν να εκλαμβάνουν την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα ως κατάσταση εξαίρεσης αγνοώντας, όπως τονίζει, ότι η ομοφυλοφιλία ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι το βρετανικώς οριζόμενο ως gay. Στο σχετικό κεφάλαιο, ο Σπόφορθ μιλάει αναλυτικά για τις διαφορετικές πρακτικές της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα τον διαμηρισμό και τη διείσδυση, και αντί για τις διαδεδομένες θεωρίες του Ντόβερ και το βιβλίο του «Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα», εκείνος προκρίνει ως επικρατέστερες αυτές του Τζέιμς Ντάβιντσον και τη θεωρία του περί greek homobesottedness (ομοφυλοφιλικό ξεσάλωμα).

Σύμφωνα με τον Σπόφορθ, όσο φυσική ήταν η ομοφυλοφιλία, η αμφιφυλοφιλία ή η λογική της μεταμόρφωσης, άλλο τόσο ήταν και η παράδοξη εμμονή των αρχαίων Ελλήνων με το μελαμψό δέρμα των ανδρών ως δείγμα ομορφιάς, σε αντίθεση με την επιβεβλημένα λευκή επιδερμίδα των γυναικών. Είναι σημαντικό ότι ο συγγραφέας του βιβλίου, αναφερόμενος στο θέμα της εμφάνισης, δεν παραλείπει –πράγμα σπάνιο για Βρετανό ακαδημαϊκό– να παραπέμψει στη θεωρία του Black Athena, δηλαδή στο βιβλίο του Μάρτιν Μπερνάλ που άνοιξε μια τεράστια συζήτηση στους πανεπιστημιακούς κύκλους για το κατά πόσο ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός –και κατ’ επέκταση ο δυτικός πολιτισμός– προερχόταν στο σύνολό του από τους Φοίνικες, με το επιχείρημα ότι οι κύριοι εκπρόσωποί του δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο λευκοί ή πρόγονοι των Ευρωπαίων. Πρόκειται για θεωρίες που, όπως υποστηρίζει ο Σπόφορθ, αντιπαρατίθενται ευθέως στις γερμανικές ακροδεξιές αντιλήψεις για την υπεροχή της λευκής αρχαίας Αθήνας – και, ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Σε μια εκτενή ανάλυση περί «λευκότητας», ο συγγραφέας επιμένει ότι ρατσιστικές ήταν οι αντιλήψεις όχι μόνο για την εμφάνιση των αρχαίων Ελλήνων αλλά και για την επιβεβλημένη όψη των μαρμάρων. Κατά συνέπεια, δεν θεωρεί διόλου τυχαία την άποψη του σερ Τζόζεφ Ντιβίν, μεγάλου δωρητή αρκετών βρετανικών μουσείων, περί λευκότητας, που οδήγησε στον υπερβολικό «καθαρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα που δεσπόζουν στην αίθουσα η οποία φέρει το όνομά του. Ωστόσο, ως παραδοσιακός Βρετανός ο Σπόφορθ αποφεύγει να πάρει θέση στο κρίσιμο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι εκείνοι που υποστηρίζουν το σχετικό αίτημα αρνούνται την καθολική διάσταση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και επιμένουν ότι πρέπει να επανενωθεί ένα μνημείο που ούτως ή άλλως, όταν έφτασε ο Έλγιν, ήταν ήδη διαλυμένο.

Αυτή όμως δεν είναι η μόνη περίπτωση που ο Σπόφορθ παρουσιάζει στοιχεία καθαρής βρετανικής αντίδρασης. Για παράδειγμα, είναι κάπως απλουστευτική και άκρως αναχρονιστική η δικαιολόγηση εκ μέρους του της κριτικής που έχουν ασκήσει στον Όμηρο τόσο η Μπίαρντ όσο και η μεταφράστρια των ομηρικών επών Γουίλσον για επίδειξη πατριαρχικού πνεύματος, αν και ο συγγραφέας, σε μια προσπάθεια να βρει τη χρυσή ισορροπία, επιχειρεί να παραθέσει όλο το εύρος των υφιστάμενων απόψεων γύρω από τα αρχαιοελληνικά κείμενα και την επίδρασή τους. Τέλος, υποστηρίζει πως, παρά τις απόψεις αυτές, είναι σημαντικό να ενστερνιστούμε ξανά τα καθολικά αιτήματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού για δημοκρατία, φιλοσοφική ενατένιση των πραγμάτων και ομορφιά, έχοντας κατά νου ότι πρόκειται για έναν αξιακό κόσμο πολύ ευρύτερο από ό,τι φανταζόμαστε, ο οποίος παραμένει, με καθαρά πολιτισμικούς όρους, «διάχυτος». Γι’ αυτό πιστεύει πως, αν ακόμα σαγηνευόμαστε από την πολύπλοκη αρχαιοελληνική σκέψη που γέννησε υψηλής ποιότητας δημιουργήματα, όπως ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, τούτο οφείλεται ακριβώς σε αυτό το πολύπτυχο, αξιοθαύμαστο και ακραία ετερόκλητο πνεύμα που εκτείνεται πέρα από σύνορα και οριοθετημένες αντιλήψεις.