Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Αυτό που επιθυμούσε πάνω απ’ όλα ο Μπουνιουέλ, επιθυμία αδιαπραγμάτευτη και ανέφικτη, ήταν να μεταμορφώσει τον κόσμο και να αλλάξει τη ζωή. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image
0

Έχοντας ως οδηγό τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, τόσο ως προς τον πικαρέσκο τρόπο αφήγησης όσο και ως στάσης ζωής, ο Λουίς Μπουνιουέλ είχε πολλούς λόγους να ταυτίζεται νοερά με τον δημιουργό του κορυφαίου ίσως έργου της χώρας του. Γόνος και αυτός αστικής οικογένειας, έμελλε να καταστεί μάρτυρας και ρέκτης της ανακάλυψης του σύγχρονου κινηματογράφου, βιώνοντας όλες τις μεταβάσεις από τον βωβό στον ομιλούντα και από την πρωτοπορία στην άνθηση του Χόλιγουντ.

Όλες αυτές τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του περασμένου αιώνα ο Μπουνιουέλ τις έζησε άλλοτε με τεράστιο πόνο, βλέποντας καλούς του φίλους, όπως ο Λόρκα, να δολοφονούνται σε έναν αιματηρό εμφύλιο άλλοτε με περιέργεια, πάντοτε, όμως, με την πεποίθηση ότι δεν είναι τα μεγάλα γεγονότα που διαμορφώνουν τη μαγεία της ζωής αλλά οι αλλόκοτες, φευγαλέες λεπτομέρειες που «είναι βαρετές, το ξέρω. Αν όμως θες να δοκιμάσεις ν’ ακολουθήσεις βήμα-βήμα το συντυχιακό μονοπάτι μιας ζωής, να δεις από πού έρχεται αυτή η ζωή και προς τα πού οδεύει, πώς θα ξεχωρίσεις το περιττό από το ουσιώδες;».

Για τον σπουδαίο Ισπανό δημιουργό και διαρκή αποσυνάγωγο οι μικρές ψηφίδες της πολύπλοκης και πολύχρωμης αυτοβιογραφίας του είναι συνώνυμες με το αλλόκοτο βλέμμα του καλλιτέχνη που μπορεί να ξεχωρίζει αυτό που πάντοτε διαφεύγει και μας ξεπερνά, ακόμα και το πιο ασήμαντο.

Πέρα από τις διακρίσεις και τα βραβεία, τα οποία σκόπιμα δεν αναφέρει καν στο βιβλίο, αυτό που τον απασχολούσε είναι η ποιητική αίσθηση που του έμεινε από ένα διαφορετικό κυνήγι της ζωής, η δίψα για το διαφορετικό και το απρόβλεπτο.

Γι’ αυτό ακριβώς στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Η τελευταία μου πνοή που επανακυκλοφόρησε σε νέα, υποδειγματική μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή από τις εκδόσεις Δώμα η αφήγηση για τη σπουδαιότητα των μπαρ και ενός καλού ντράι μαρτίνι –ναι, δίνει και συνταγή!– καταλαμβάνει έκταση αντίστοιχη με αυτή των αιματηρών γεγονότων του Εμφυλίου.

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ:
Λουίς Μπουνιούελ,
Η τελευταία μου πνοή, Μτφρ.: Θάνος Σαμαρτζής, Εκδόσεις Δώμα

Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς, κατά τη γνώμη του, δεν έγινε σοφότερος από τα σκληρά γεγονότα της Ιστορίας και ότι οι απανωτοί πόλεμοι, τους οποίους ο Ισπανός σκηνοθέτης έζησε από πρώτο χέρι, τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση δεν έχει προοδεύσει και στη βάσιμη υποψία ότι κανένα στρατόπεδο δεν μοιράστηκε ποτέ σε καλούς και κακούς· ίσως γι’ αυτό δεν αγάπησε τις κομματικές αγκυλώσεις και τα αμερικανικά κινηματογραφικά σενάρια.

Παρότι περιγράφει με τρόπο συναρπαστικό την ενεργή εμπλοκή του στην αντίσταση στη νότια Γαλλία και στο Παρίσι, όπου κατάφερε, ενεργώντας ως κατάσκοπος, να γλιτώσει πολλούς αντιστασιακούς και να διευκολύνει την άφιξη στην Ισπανία δημοκρατών καλλιτεχνών και συγγραφέων, όπως ο Χέμινγουεϊ, ο Ντος Πάσος και ο Γιόρινς Ίβενς, δεν αρνείται τα εγκλήματα και τις προδοσίες απ’ όλες τις πλευρές του πολιτικού τόξου.

Απλώς, συμπερασματικά, καταλήγει πως «ο πλούτος και η μόρφωση που χαρακτήριζαν την άλλη πλευρά, την πλευρά των φρανκιστών, θα έπρεπε να είχαν περιορίσει την έκταση της φρικωδίας. Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Το αντίθετο. Και γι’ αυτό, μόνος μπροστά στο ντράι μαρτίνι μου, αμφιβάλλω για τις ευεργετικές συνέπειες του χρήματος και της μόρφωσης».

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Ο Μπουνιουέλ μπορεί να έβρισκε μελό το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η Ωραία της Ημέρας, αλλά την προσάρμοσε στα δικά του μέτρα. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Άλλωστε, σε έναν τέτοιο κυκεώνα βίας οι ρόλοι θύματος και θύτη είναι πάντα περιπλεγμένοι, εξού και ότι, παρότι πολέμιος των ναζί, αρνείται, όπως λέει, να δει ως απόλυτο δαίμονα τον Φράνκο, πρεσβεύοντας ότι μάλλον ήταν καλύτερος για την Ισπανία από τον Χίτλερ. Αντίστοιχα, πάλι, παρότι δεν μπορεί να ξεπεράσει την άμεση σύνδεση του άλλοτε στενού του φίλου και συνεργάτη Σαλβαδόρ Νταλί με τους φασίστες και τους φαλαγγίτες, είναι η προσωπική προδοσία που αφορούσε ένα μοιραίο περιστατικό στην Αμερική που τον έκανε να τον ξεγράψει από φίλο του και να μη θελήσει να πιει εκείνη την τελευταία σαμπάνια μαζί του.

Παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται την ύψιστη ευφυΐα του ως καλλιτέχνη και τη μαγική αίσθηση της φαντασίας που τον έχρισε μοναδικό συνοδοιπόρο του στον Ανδαλουσιανό σκύλο. Αλλά αυτόν που δείχνει να αγαπάει πραγματικά απ’ όλους τους αλλοτινούς φίλους είναι ο Λόρκα: «Απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα που συνάντησα στη ζωή μου ο Φεδερίκο κατέχει την πρώτη θέση. Δεν αναφέρομαι ούτε στο θέατρό του ούτε στην ποίησή του, αναφέρομαι στον ίδιο. Το αριστούργημα ήταν αυτός. Μου φαίνεται δύσκολο ακόμη και να φανταστώ κάποιον συγκρίσιμο άνθρωπο. Είτε καθόταν στο πιάνο για να μιμηθεί τον Σοπέν είτε αυτοσχεδίαζε μια παντομίμα, μια σύντομη θεατρική σκηνή, ήταν ακαταμάχητος. Ό,τι και να διάβαζε, από τα χείλη του ανάβλυζε πάντα μια ομορφιά. Είχε πάθος, χαρά, νιότη. Ήταν σαν φλόγα».

Ωστόσο, δεν του ήταν ποτέ εύκολο να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητα του φίλου του, παρότι, όπως ομολογεί, είχε νιώσει ως έφηβος έλξη και για τα δύο φύλα. Αποκαλύπτει, μάλιστα, μεταξύ διαφόρων ανομημάτων, ότι είχε υπάρξει άδικος απέναντι σε ομοφυλόφιλους φίλους του, έχοντας εμπλακεί σε μπούλινγκ, επειδή έτσι επέβαλε ο σκληρός, άγραφος νόμος της εποχής του. Στο τέλος, όμως, του βιβλίου επιτίθεται με δριμύτητα στον μεσογειακού τύπου ματσίσμο, που τον είδε σε όλη του την επιθετική βεβαιότητα στο Μεξικό, όπου έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.

Δεν κρύβει ότι υιοθέτησε πολλές κακές συμπεριφορές και «συνήθειες» και ότι υπήρξε συχνός επισκέπτης των πορνείων, διατηρώντας ωστόσο μια παράξενη, πλατωνική σχέση με τις γυναίκες – τρομερή η σκηνή με τις σουρεαλιστικές συζητήσεις που ανέπτυσσε με τις σεξεργάτριες, τις οποίες βοηθούσε μέσω της ύπνωσης.

Η δραματοποίηση του έρωτα μάλλον σχετιζόταν με το ανέφικτο ερωτικό στοιχείο που βίωνε από μικρός, το οποίο αντιστάθμιζε μετατρέποντας κάθε δραματική, προσωπική ιστορία, περίπου σαν τις ταινίες του, σε κωμικό ενσταντανέ. Έτσι, ένα αποτυχημένο όργιο με κοπέλες και τον Τσάρλι Τσάπλιν έδωσε την αφορμή για μια κωμική αφήγηση, όπως και οι πολλαπλές ερωτικές αρνήσεις που γνώρισε στη ζωή του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ομολογεί πως λατρεύει τον Φελίνι, αλλά αντιπαθεί την κυριολεξία της μελοδραματικής αφήγησης ή της στρατευμένης τέχνης – έναν τέτοιο συνδυασμό βλέπει στο Όσο υπάρχουν άνθρωποι. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο των ταινιών του, δουλεύοντας ή επιβλέποντας τα ούτως ή άλλως σουρεαλιστικά σενάριά του. Μπορεί να έβρισκε, για παράδειγμα, μελό το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η Ωραία της Ημέρας, αλλά την προσάρμοσε στα δικά του μέτρα. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι προτίμησε να ακυρώσει πολλές συνεργασίες και παράδοξες προτάσεις, ακόμα και σε περιόδους που είχε βρεθεί εντελώς χωρίς δουλειά. Αρνήθηκε, όπως λέει, κάποια στιγμή να παίξει τον εαυτό του στον Νευρικό εραστή του Γούντι Άλεν, μια ταινία που δεν του άρεσε καθόλου.

Επίσης, δεν δείχνει να αποκλείει καλλιτεχνικά ή πολιτικά ρεύματα, παρότι δηλώνει, για παράδειγμα, καχύποπτος απέναντι στις χαοτικές προθέσεις των στρατευμένων κινημάτων ή τον Μάη του ’68. Δεν αρνείται ότι έτρεφε μεγάλες αυταπάτες όσον αφορά τον Κομμουνισμό που υποστήριζε εξαρχής, αρνούμενος την πραγματικότητα όπως είχε διαμορφωθεί στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τις αγαθές προθέσεις των σουρεαλιστών φίλων του.

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Σε κάθε περίπτωση, προσπαθούσε να παραμένει πιστός στις αρχές όχι ενός κομματικού ντετερμινισμού αλλά της τυχαιότητας «που χωρίς να εκμηδενίζεται ποτέ, ολοζώντανη και απρόβλεπτη, παλεύει να συμφιλιωθεί με την κοινωνική αναγκαιότητα», ομολογώντας πως «εφόσον είμαστε τέκνα της τύχης, η γη και το σύμπαν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς εμάς μέχρι το τέλος του χρόνου».

Η άρνησή του να συνδεθεί με στερεοτυπικές ιδέες, μένοντας πιστός σε ένα μεγαλεπήβολο όραμα, προφανώς σχετιζόταν με την ανάγκη για ελεύθερη και πάντοτε δημιουργική έκφραση ακόμα και πέρα από την τέχνη, σαν ένα περίεργο μείγμα μυστικού βιταλισμού. Εξού και ο λόγος που συντάχθηκε με το σουρεαλιστικό κίνημα ήταν ακριβώς επειδή «ελάχιστα τον ενδιέφερε να λάβει τιμητική θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας ή της ζωγραφικής. Αυτό που επιθυμούσε, πάνω απ’ όλα, επιθυμία αδιαπραγμάτευτη και ανέφικτη ήταν να μεταμορφώσει τον κόσμο και να αλλάξει τη ζωή». Το επιχείρησε, άλλωστε, και ο ίδιος το σινεμά του, με την προκλητικά πρωτότυπη Χρυσή Εποχή και τη Βιριδιάνα του, την πολιτικά σατιρική Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, τους εμβληματικούς Λος Ολβιδάδος και, φυσικά, με το κύκνειο άσμα του, το Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.

Αλλά, πέρα από τις διακρίσεις και τα βραβεία, τα οποία σκόπιμα δεν αναφέρει καν στο βιβλίο, αυτό που τον απασχολούσε είναι η ποιητική αίσθηση που του έμεινε από ένα διαφορετικό κυνήγι της ζωής, η δίψα για το διαφορετικό και το απρόβλεπτο. Αυτή η φαντασιακή αναζήτηση του ανέφικτου, ένας ερωτικός πόθος που διαπερνούσε κάθε του κίνηση, τον κάνει να συγκρατεί κάπως αποσπασματικά τις εικόνες από τη ζωής του, υιοθετώντας αντίστοιχες παρεκτροπές στην αφήγηση.

Αναπολεί έτσι με νοσταλγία τις νύχτες στο Λος Άντζελες, τις μυρωδιές από το Λόρελ Κάνιον αλλά και από το χώμα στο χωριό του στις Καντάκες Αραγονίας, τις βραδινές κουβέντες με τον Λόρκα και τον Νταλί στη Φοιτητική Εστία της Μαδρίτης, το ιταλικό εστιατόριο στην Αμερική όπου έπινε κρυφά αλκοόλ σε φλιτζανάκια του καφέ και τις συναντήσεις με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ στο σπίτι του στην Καλιφόρνια(!), όπου είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά διάφορα είδωλά του, όπως ο Αϊζενστάιν.

Στη Νέα Υόρκη πέρασε δύσκολα, πάντως, ειδικά όταν βρέθηκε χωρίς δουλειά αμέσως μετά τον πόλεμο. Θα αναγκαζόταν να κάνει έξτρα μεροκάματα στην κουζίνα ενός ξενοδοχείου, αν δεν τύχαινε ένας χορηγός να του εξασφαλίσει θέση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Στη Νέα Υόρκη είχε, επίσης, την τύχη να ξαναβρεθεί με φίλους όπως ο Σεντ Εξιπερί και ο Κλοντ Λεβί-Στρος.

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα της ταινίας Belle de Jour (1967) με την Κατρίν Ντενέβ και τον Ζαν Σορέλ. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Από τις σκόρπιες αναμνήσεις ξεχωρίζουν καίριες στιγμές, π.χ. τότε που είδε τον παλιό του συνεργάτη Ζακ Πρεβέρ να περιμένει στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο και δεν του μίλησε, οι εφηβικές του αναμνήσεις, που είναι πολύ πιο έντονες από τις ένδοξες στιγμές, οι αποτυχημένες επιχειρηματικές του προσπάθειες, όπως το άνοιγμα καμπαρέ στην μπουλβάρ Ρασπάιγ (ευτυχώς, αρνήθηκε να τον χρηματοδοτήσει η μητέρα του), οι αμέτρητες συναντήσεις σε εστιατόρια και μπαρ ως απόδειξη ότι αυτό που αξίζει τελικά στη ζωή είναι οι μεθυσμένες συζητήσεις με φίλους.

Γι’ αυτό και από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου είναι όταν εκείνος, ένας αμετάπειστα άθεος και εραστής της βλασφημίας, συγκινείται από το Άσμα Ασμάτων και τη Σοφία Σολομώντος, παραθέτοντας το παρακάτω απόσπασμα ως στιγμή υψηλής ποίησης: «Ας γεμίσουμε με εκλεκτό κρασί κι αρώματα, κι ας μην αφήσουμε το άνθος του καιρού να μας προσπεράσει. Ας στεφανωθούμε με ροδοπέταλα προτού μαραθούν. Κανένας να μη μείνει έξω από το γλέντι μας: κι ας αφήσουμε παντού σημάδια της χαράς μας: γιατί αυτό είναι το μερτικό μας, κι αυτός είναι ο κλήρος μας», γράφουν οι τελευταίοι στίχοι από το θρησκευτικό αυτό κείμενο. Θαρρεί κανείς ότι αυτή είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη και προτροπή που άφησε ο Μπουνιουέλ ή, όπως θα έλεγε ο αγαπημένος του ποιητής: «Μεθάτε αδιάκοπα. Από κρασί, ποίηση ή από αρετή, απ’ ό,τι προτιμάτε».

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ 

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπεν Γουίλσον: «Η χαοτική εικόνα της Αθήνας είναι το μυστικό της αντοχής και της επιτυχίας της»

Βιβλίο / Μπεν Γουίλσον: «Η χαοτική εικόνα της Αθήνας είναι το μυστικό της αντοχής της»

Από τη Βαβυλώνα ως την Αθήνα, ο διάσημος ιστορικός και συγγραφέας βλέπει τις πόλεις ως ζωντανούς οργανισμούς, όπου η ιστορία γράφεται από τους ανθρώπους και όχι από τα κτίρια – με δημόσιες διεκδικήσεις και αντιστάσεις στο gentrification.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
10 βιβλία που διαπνέονται από 10 ελληνικά νησιά και τόπους - από τις Σπέτσες και την Άνδρο ως την Κρήτη και τη Μύκονο

Βιβλίο / 10 βιβλία για 10 ελληνικά νησιά και τόπους - από τις Σπέτσες και την Άνδρο ως την Κρήτη και τη Μύκονο

Δεν είναι λίγα τα βιβλία που ξεδίπλωσαν και ενίοτε αποθέωσαν κρυφές ή φανερές μεριές της Ελλάδας και κατέληξαν να γίνουν συνώνυμα συγκεκριμένων τόπων. Από τις ονειρικές, σχεδόν ψυχεδελικές Σπέτσες στον Μάγο του Φόουλς μέχρι τη Μάνη του Φέρμορ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ocean Vuong: «Πίσω από τη βιτρίνα της χιπστεριάς κρύβεται ο φόβος»

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ / Ocean Vuong: «Πίσω από τη βιτρίνα της χιπστεριάς κρύβεται ο φόβος»

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Ένα μεγάλο μυθιστόρημα με ιστορίες απλών ανθρώπων που τις σχέσεις τους ορίζουν η καλοσύνη και η αλληλεγγύη. Με αφορμή την κυκλοφορία του, ένας από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της γενιάς του μιλάει για τη λογοτεχνία, τους ήρωές του, την queer ταυτότητα και την κατάσταση όπως διαμορφώνεται στην Αμερική του Τραμπ σε μια συνέντευξη-ποταμό.
M. HULOT
Η Λυδία Κονιόρδου διαβάζει τον μονόλογο της Λούλας Αναγνωστάκη «Ο oυρανός κατακόκκινος»

Lifo Videos / «Ιδού εγώ»: Η Λυδία Κονιόρδου ερμηνεύει το «Ουρανός Κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη στο LIFO.gr

O απολογισμός ζωής μιας γυναίκας που βλέπει γύρω της τον κόσμο να διαλύεται, η προσωπική εμπλοκή στη συλλογική μνήμη, μια ποιητική εκδοχή της δυστυχίας που γεννά η σύγχρονη πραγματικότητα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Βιβλίο / Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Τόπος συνάντησης για τη λογοτεχνία και τις ιδέες

Με ένα πλούσιο πρόγραμμα με καλεσμένους από 16 χώρες και τιμώμενο πρόσωπο τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, το φετινό φεστιβάλ σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέλευση στην ιστορία του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

The Review / Γιατί μας γοητεύει ακόμα ο «Καβγατζής της Βρέστης»;

Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου, με αφορμή τη νέα έκδοση του έργου του Ζαν Ζενέ, εξετάζουν τους λόγους που μπορεί να μας αφορά ακόμα και σήμερα το θρυλικό βιβλίο του 1945. ― ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟΛΜΗΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM