ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1983, σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου, ο οχτάχρονος Λεωνίδας δέχεται στα γενέθλιά του το μόνο δώρο που δεν περίμενε: η μητέρα του, έπειτα από πολύμηνη απουσία, επιστρέφει ξαφνικά στο σπίτι, δίνοντας την εικόνα μιας γυναίκας γερασμένης πριν την ώρα της. Το πέπλο μυστηρίου που σκέπαζε τη φυγή της, το τηλέφωνο που σιγούσε όλο το προηγούμενο διάστημα, είχαν κουράσει το παιδί, το είχαν κάνει «αργό στα αισθήματα». Και με μια σκληρότητα που μόνο οι πληγωμένοι επιδεικνύουν, ο Λεωνίδας αρνείται ν’ αναγνωρίσει τη μητέρα του, αποφεύγει να ξαναπιάσει το νήμα της οικειότητας μαζί της, ενώ τρέμει μέσα του μήπως εξαφανιστεί απ’ τον ορίζοντά του άλλη μια φορά…
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα από το οποίο αναδύεται το πρώτο εκτενές πεζογράφημα του Νίκου Α. Μάντη «Το χιόνι του καλοκαιριού» (Καστανιώτης, 2010). Ένα μυθιστόρημα επικεντρωμένο στο πώς διαχειρίζεται κανείς στην πιο τρυφερή του ηλικία το βάρος των μυστικών που οι ενήλικοι προσπαθούν να κρατήσουν απροσπέλαστα, με φόντο την «παπανδρεϊκή» δεκαετία του ’80, όπως τη βιώνει ένα αστόπαιδο προσγειωμένο στον μικρόκοσμο της επαρχίας, ένας «φλώρος» με ραγισμένη καρδιά.
Έναυσμα για το «Χιόνι του καλοκαιριού» στάθηκε ένα περιστατικό που διηγήθηκαν στον συγγραφέα σε ανύποπτο χρόνο, μ’ ένα κοριτσάκι που επίσης αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει τη μητέρα του, έπειτα από μόλις δύο εβδομάδων απουσία από το οικογενειακό σκηνικό.
Καρπός του έρωτα ενός εισοδηματία, φερέλπιδος συγγραφέα, και μιας Πόντιας φυγόδικης από τη Σοβιετική Ένωση, ο ήρωας του Μάντη αφηγείται την ιστορία του πότε με τα μάτια του παιδιού που υπήρξε και πότε ως ενήλικας, επιφυλάσσοντάς μας κάμποσες εκπλήξεις – όχι πάντα πειστικές. Ωστόσο, όσο χοντροκομμένες κι αν είναι κάποιες παράμετροι της πλοκής κι όσο απότομα κι αν μεταλλάσσονται ορισμένοι από τους χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Μάντης σε κρατά δέσμιο ως το τέλος.

Σε αντίθεση με τον Λεωνίδα που με μεγάλη καθυστέρηση ανακαλύπτει το παρελθόν της μητέρας του, ο συγγραφέας σπέρνει το βιβλίο με αποσπάσματα που εκείνη κρατούσε κατά την πρώτη απουσία της, αρκούντως διαφωτιστικά και για τη μετέπειτα εξαφάνισή της. Κι έτσι, πλάι στους κατοίκους και τους παραθεριστές του χωριού, στους ανέμελους συμμαθητές του Λεωνίδα και την κοπελίτσα με την οποία είναι ερωτευμένος, έρχονται να προστεθούν σταδιακά φιγούρες Ελληνοπόντιων καταδικασμένων σε γκουλάγκ της Σιβηρίας, ένας μυστηριώδης Ρώσος (κατάσκοπος;) και δύο ετεροθαλή αδέλφια εγκλωβισμένα σ’ έναν ανίερο και αδιέξοδο δεσμό.
Καταξιωμένος πλέον πεζογράφος, ικανός να στήσει ογκώδεις πολιτικές και κοινωνικές τοιχογραφίες αντλώντας ενίοτε στοιχεία από τη λογοτεχνία του φανταστικού (βλ. «Οι τυφλοί», «Αδύνατες πόλεις») ο Νίκος Α. Μάντης πρωτοεμφανίστηκε το 2007 με τη συλλογή διηγημάτων «Ψευδώνυμο», όπου με αφηγηματική άνεση και λεπτή ειρωνεία ψυχογραφούσε μια πληθώρα διαφορετικών ηρώων, θίγοντας θέματα όπως η άνοια, τα γηρατειά, η συντροφικότητα, η μοναξιά αλλά και το κυνήγι της φήμης και της γρήγορης επιτυχίας.
Γεννημένος το 1973, απόφοιτος της Νομικής Αθηνών και βιοποριζόμενος ως δημόσιος υπάλληλος, ο Μάντης έχει αποφασίσει να μην υπογράφει τα πεζά του με το αληθινό του όνομα. «Καθώς στην πεζογραφία είναι μεγάλος ο βαθμός της προσωπικής έκθεσης, ένιωσα την ανάγκη να βρω έναν τρόπο ν’ αποστασιοποιηθώ…» Ωστόσο, δεν κρύβεται. Πρόκειται για τον Νίκο Λαμπρόπουλο, που έχοντας περάσει την εφηβεία του «ζωγραφίζοντας μανιωδώς», στράφηκε αργότερα στην ποίηση («Το μάτι του άνθους», Ροές) αλλά και στο θέατρο (βλ. το «Τραστ», που ανέβηκε το 2005 στο Εθνικό Θέατρο υπό τις ευλογίες του Λιβαθινού) για να καταλήξει στη μυθοπλασία.
Έναυσμα για το «Χιόνι του καλοκαιριού» στάθηκε ένα περιστατικό που του διηγήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, μ’ ένα κοριτσάκι που επίσης αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει τη μητέρα του, έπειτα από μόλις δύο εβδομάδων απουσία από το οικογενειακό σκηνικό. Κι αυτό ακριβώς θέλησε ν’ αναπτύξει στο πρώτο μυθιστόρημά του, προσπερνώντας τα προβλήματα αληθοφάνειας που προέκυψαν καθ’ οδόν: «το πώς μπορεί ν’ αυτοπαγιδευτεί ένα παιδί σε μια κατάσταση αποξένωσης από τους οικείους του και το πώς καταφέρνει να επιβιώσει και να εξελιχθεί».
Όσο για τις πολλές αναφορές στη Ρωσία, αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι η Ρωσία αποτελούσε έναν μόνιμο πόλο έλξης για τον ίδιο, ίσως λόγω της λογοτεχνίας της που ανακάλυψε από μικρός. Πέρα πάντως απ’ τους Ρώσους κλασικούς και τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ που του χάρισε ένα γερό εφηβικό «πατατράκ», ο Μάντης παρακολουθεί την αγγλοσαξονική λογοτεχνική σκηνή με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις «φορμαλιστικές αναζητήσεις των Κεντροευρωπαίων συγγραφέων», ενώ από τους Έλληνες προτιμά μακράν τον Αλέξη Πανσέληνο.