Γενιά του '73: Επανάσταση και ποπ κουλτούρα για τα Παιδιά της Δικτατορίας

Γενιά του '73: Επανάσταση και ποπ κουλτούρα για τα Παιδιά της Δικτατορίας Facebook Twitter
Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό νόημα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, ποιες είναι οι ρίζες του και πού οδήγησε; Με αυτά τα ενδιαφέροντα ερωτήματα ήρθε αντιμέτωπος στην πολύπτυχη έρευνά του ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης, καρπός της οποίας είναι τα Παιδιά της Δικτατορίας... Επεξεργασία: Ατελιέ/ LIFO
0

Το Πολυτεχνείο υπήρξε μέχρι τώρα κάτι σαν φετίχ: είτε το δέχεσαι ως επαναστατικό αρχέτυπο, είτε το αποκηρύσσεις ως το σημείο εκκίνησης της γενιάς της Μεταπολίτευσης που κατέλαβε θέσεις εξουσίας και διαμόρφωσε το νεοελληνικό πολιτικό οικοδόμημα. Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό νόημα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, ποιες είναι οι ρίζες του και πού οδήγησε; Με αυτά τα ενδιαφέροντα ερωτήματα ήρθε αντιμέτωπος στην πολύπτυχη έρευνά του ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης, καρπός της οποίας είναι τα Παιδιά της Δικτατορίας (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Πελαγίας Μαρκέτου). Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει στα αγγλικά και είχε αποσπάσει το βραβείο Edmund Keeley το 2015. Έργο πρωτότυπο και ρηξικέλευθο όχι μόνο γιατί χρησιμοποιεί τις μικροϊστορίες αλλά και γιατί εξηγεί πώς τα παράξενα τέκνα του '73 δεν αγάπησαν μονάχα τον Μαρξ αλλά και τα μπλουτζίν και την κόκα-κόλα, ακροβατώντας ανάμεσα στις επαναστατικές ιδέες και την ποπ κουλτούρα. Ο Κωστής Κορνέτης δίδαξε για οχτώ χρόνια στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Brown και στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ενώ από το 2015 εργάζεται ως ερευνητής στο πρόγραμμα Marie Curie του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης.

— Είναι ίσως η πρώτη φορά σε ιστορική μελέτη –και διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος– που η μαζική κουλτούρα όχι μόνο απενοχοποιείται σε σχέση με τον πολιτικό χαρακτήρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αλλά θεωρείται και πολύτιμος αρωγός της. Πώς, αλήθεια, ο κινηματογράφος, η κόκα-κόλα και η ξενόφερτη ποπ έγιναν το νέο φαντασιακό;

Πολύ σωστά. Είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας πως οι βασικοί πομποί της μαζικής κουλτούρας στον δυτικό κόσμο έγιναν προσβάσιμα καταναλωτικά αγαθά στην Ελλάδα μόνο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για παράδειγμα, η τηλεόραση παρέμενε πολυτέλεια, μία πενταετία περίπου αργότερα αποτελούσε τυπικό εξοπλισμό στα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας. «Τηλεόραση φτηνή, κουζίνες, δόσεις, γιώτα χι» έλεγε ο Διονυσης Σαββοπουλος, περιγράφοντας καίρια τις ραγδαίες αυτές αλλαγές που επήλθαν στη μαζική κατανάλωση μετά την επιβολή της δικτατορίας. Η ταχύτατη αύξηση της μαζικής κατανάλωσης στην οποία αναφέρεται ο Σαββόπουλος υπήρξε, ως έναν βαθμό, αποτέλεσμα της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης οικονομίας των πρώτων ετών της δικτατορίας και της τάσης των συνταγματαρχών να εξαγοράζουν την πολιτική αντίθεση στο καθεστώς με αυξήσεις των κρατικών επιδομάτων και βοηθημάτων. Είναι μέσα στη χούντα που φτάνει στην Ελλάδα και αυτό το εμβληματικό καταναλωτικό προϊόν, η κόκα-κόλα, μέσα από συμφωνίες ανάμεσα στο καθεστώς και τον μεγιστάνα της εποχής Τομ Πάπας. Ενώ, λοιπόν, η δικτατορία επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τον καταναλωτισμό και την πρόσβαση σε υλικά αγαθά προς όφελός της, σε έναν μεγάλο βαθμό τα νέα αυτά μέσα έγιναν όπλα στα χέρια των νέων ανθρώπων για να παλέψουν ενάντια στον κοινωνικό συντηρητισμό και το ιδεολογικό λίμνασμα που επιβαλλόταν άνωθεν.

Η γενιά αυτή, τα παιδιά της δικτατορίας, βοήθησε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια Ελλάδα που άλλαζε πρόσωπο με ταχύτατους ρυθμούς τα μεταπολιτευτικά χρόνια.


— Μιλώντας για όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους και όσους έζησαν από κοντά τα γεγονότα, εισάγεις τη μικροϊστορία, τις βιωματικές εμπειρίες, στην καταγραφή τους. Θέλεις να μας πεις τον ρόλο που έπαιξαν αυτές στην ιστορική σου έρευνα;

Είναι όντως πολλές ατομικές διαδρομές, προσωπικές μικροϊστορίες οι οποίες συνθέτουν τον καμβά των μεγάλων γεγονότων, όπως οι καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Αυτές αποτελούν και τον πυρήνα του βιβλίου, πενήντα συνεντεύξεις με άντρες και γυναίκες από διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις, ποικίλα κοινωνικά backgrounds και συχνά με εντελώς αντίθετες πορείες. Από την αρχή θεώρησα πως για να μιλήσουμε για τις νοοτροπίες της εποχής, την καθημερινότητα ενός νέου στη δικτατορία, το ασήκωτο αυτό βάρος αλλά και τις δύσκολες αποφάσεις (από την είσοδο στην παρανομία για κάποιους, τη χρήση βίας ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, ακόμα και το πώς επέλεγε κανείς μια οργάνωση), η προφορική ιστορία και η καταγραφή των μαρτυριών αυτών των ανθρώπων αποτελούσε το πιο δυνατό ερευνητικό εργαλείο. Η μεγάλη πρόκληση είναι, βεβαίως, το σκάψιμο μέσα σε αυτές τις μαρτυρίες, η επίμονη αναζήτηση αναφορών, συναφειών και patterns μεταξύ τους, η διερεύνηση, εν τέλει, της υποκειμενικότητας, πάντα σε σχέση με άλλα τεκμήρια και αρχειακές πηγές. Η μνήμη είναι ένα πολύ δυναμικό πράγμα που αλλάζει, αλλοιώνεται, μετασχηματίζεται και συνάμα αποκαλύπτει ενδιαφέροντα φαινόμενα, καθώς το παρόν, η παρούσα συγκυρία, αλληλεπιδρά με τα πολλαπλά, αλληλένδετα επίπεδα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, στις συνεντεύξεις συχνά γίνονται αναφορές στις ιδεολογικές διαφορές και στις κόντρες ανάμεσα στις φοιτητικές οργανώσεις που αναφέρονται ανοιχτά στη Μεταπολίτευση, χωρίς όμως να κάνουν διαφοροποιήσεις από την περίοδο της χούντας, πράγμα που αναδεικνύει όχι μόνο τη ρευστότητα της μνήμης αλλά και τη σχετικότητα της υποτιθέμενης απόλυτης πολιτικής τομής που επέφερε η ίδια η πτώση της δικτατορίας.


— «Τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια, οι κοπέλες που υιοθετούσαν επιδεικτικά το στυλ της Τζόαν Μπαέζ δεν θα εμφανίζονταν ως καταγέλαστοι περιθωριακοί αλλά ως πρωταγωνιστές ενός πολύ σημαντικού πολιτικού και κοινωνικού αγώνα» αναφέρει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου. Πώς, αλήθεια, το στυλ και η μόδα απέκτησαν πολιτικές προεκτάσεις τη δεκαετία του '70;

Ήταν τεράστιας σημασίας, γιατί αποτέλεσαν έναν κοινό παρονομαστή, έναν κώδικα αναγνωρισιμότητας από ένα σημείο και μετά. Στο βιβλίο χαρτογραφώ τις αλλαγές στο στυλ από τις αρχές, τα τέλη του '50 και μετά, τους τεντιμπόηδες, τους γιεγιέδες, τις αριστερές νεολαίες με το εργατικό στυλ, τους Λαμπράκηδες με τα σακάκια και τις γραβάτες. Η χούντα φέρνει ένα κράμα στοιχείων που ήταν ετερογενή και συχνά ανήκαν και σε διαφορετικές «φυλές» των νέων. Για παράδειγμα, πριν από το '70 τα μακριά μαλλιά ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των απολιτίκ γιεγιέδων – από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, πολιτικοποιούνται. Σε μέρη όπως το κλαμπ «Κύτταρο» συναντιούνται διαφορετικές τάσεις και αναμειγνύονται. Εδώ, βέβαια, ο μιμητισμός σε σχέση με το τι γινόταν στο εξωτερικό έπαιξε καίριο ρόλο – η αναφορά στην Τζόαν Μπαέζ δεν είναι τυχαία.


— Ναι, αλλά δεν ήταν μόνο η επανάσταση του στυλ που έπαιξε ρόλο: στο βιβλίο σου, φέρ' ειπείν, αναφέρεσαι στις βόμβες από επιφανή σήμερα πρόσωπα, όπως ο Πέτρος Ευθυμίου και ο Γιώργος Κοτανίδης, που «κληροδότησε» ως επαναστατική πράξη στο Πολυτεχνείο η προηγούμενη γενιά, αν και έχω την αίσθηση πως υιοθετείς την άποψη του Λιάκου ότι επρόκειτο για κινήσεις πιο αποσπασματικές και μάλλον εξωραϊσμένες. Πώς, όμως, περάσαμε από τον εξωραϊσμό στη δαιμονοποίηση οποιασδήποτε μορφής ένοπλης πάλης;

Αυτή η γενιά, που ονομάζω και «γενιά του Ζ» –πρώην Λαμπράκηδες ως επί το πλείστον– ζει τα πιο δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και βιώνει μια κατάσταση απόλυτης καταστολής και καταπίεσης στους πανεπιστημιακούς χώρους. Οδηγείται στη δημιουργία παράνομων αντιστασιακών δικτύων, συμμετέχει ενεργά στις λεγόμενες «δυναμικές ενέργειες» κατά του καθεστώτος και ουσιαστικά συλλαμβάνεται πολύ γρήγορα – ως το 1971 εξαρθρώνονται όλες αυτές οι οργανώσεις ηρωικών νέων ανθρώπων, όπως ο Ρήγας Φεραίος, η Λαϊκή Πάλη, η 20ή Οκτώβρη. Θα πρέπει όμως να τις διαχωρίσουμε, δεν μπορούμε να βλέπουμε την Επταετία ως έναν ενιαίο σύνολο, ούτε και την αντίσταση ως έναν συνεκτικό κύκλο διαμαρτυρίας, αλλά, αντιθέτως, να αναζητήσουμε τις ποιοτικές διαφοροποιήσεις μέσα τους. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο πρώτο αυτό κύμα αντιστασιακών ενεργειών και στο μαζικό κίνημα που ακολούθησε και οδήγησε στο Πολυτεχνείο – δεν υπάρχει οργανική σχέση ανάμεσά τους, παρότι η υπάρχουσα βιβλιογραφία τείνει να τα συνδέει για να αναδείξει το πανόραμα της αντίστασης. Όντως είχε εξωραϊστεί ο ρόλος των παράνομων οργανώσεων, κυρίως μεταπολιτευτικά, πράγμα ίσως αναμενόμενο, δεδομένης της ισχνής συμμετοχής σε αυτές αλλά και του υψηλού τιμήματος που πλήρωσαν όσοι συνελήφθησαν.


Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά τη δαιμονοποίηση της αντίστασης ως προάγγελου της τρομοκρατίας τύπου 17 Νοέμβρη, και παρά τη σποραδική συμμετοχή ανθρώπων όπως ο Γιωτόπουλος και στις δύο. Θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε αυστηρά την περίοδο πριν από το '74 από τη μετά, το πλαίσιο, τις συνθήκες αλλά και τις ίδιες τις μεθόδους. Θα πρέπει να τα ξεδιαλύνουμε και πάλι και να μιλήσουμε ανοιχτά και χωρίς περισπασμούς ή φόβο για τη «δυναμική αντίσταση», που άλλωστε είχε ως στόχο της ένα αυθαίρετο, βάναυσο και βίαιο καθεστώς.


— Επειδή, όμως, οι «γάμοι» διαφορετικών πολιτικών απόψεων προϋποθέτουν πάντα μια κηδεία, θες να μας πεις πώς οι κηδείες των Γιώργου Σεφέρη και Γεωργίου Παπανδρέου για τις οποίες μιλάς στο βιβλίο λειτούργησαν ουσιαστικά ως οι πρώτες δημόσιες διαδηλώσεις τον καιρό της χούντας;

Οι κηδείες παίζουν μεγάλο ρόλο. Η κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 και του Σωτήρη Πέτρουλα το καλοκαίρι του 1965 στοιχειώνουν συναισθηματικά και διαμορφώνουν πολιτικά τη Γενιά του Ζ. Οι δυο κηδείες που αναφέρεις, του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1968 και του Γιώργου Σεφέρη τον Σεπτέμβριο του 1971, είναι οι πρώτες και μοναδικές πάνδημες δημόσιες διαδηλώσεις τον καιρό της χούντας, πράγμα που επαναλήφθηκε και στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου το 1973, που απέκτησε χαρακτηριστικά πραγματικού συλλαλητηρίου, λίγες μέρες πριν από το Πολυτεχνείο. Όπως συνέβη στην Ισπανία επί Φράνκο, αυτές οι συμβολικές στιγμές αποτέλεσαν και στην Ελλάδα τη βαλβίδα ασφαλείας που επέτρεψε την πολιτική έκφραση – κατά κάποιον τρόπο, ο κόσμος ένιωσε νομιμοποιημένος να διαμαρτυρηθεί έντονα και μαζικά, παρά την παρουσία της αστυνομίας. Πράγμα που φέρνει στον νου τον Ανρί Λεφέβρ και την περίφημη φράση του για τη διεκδίκηση του «δικαιώματος στην πόλη» στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός έκδηλα καταπιεστικού καθεστώτος.


— «Η κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973 θύμιζε το '68 στον βαθμό που την ενέπνευσε το πνεύμα της εξέγερσης», αλλά απέκτησε ένα βαθύ πολιτικό χαρακτήρα, εισάγοντας τη Μεταπολίτευση. Τι σημαίνει η Μεταπολίτευση ως παράγοντας εκμοντερνισμού της ελληνικής κοινωνίας, όπως ωραία το επισημαίνεις;

Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι το ελληνικό φοιτητικό κίνημα δεν αποτέλεσε ένα υποδειγματικό κίνημα διαμαρτυρίας, δεδομένων των συνθηκών, αλλά ούτε και ένα φαινόμενο τελείως ανεξάρτητο από τη γενικότερη φοιτητική αναταραχή των '60s. Επρόκειτο για ένα ξεχωριστό κίνημα, που όμως αποτελούσε μέρος ενός γενικότερου παραδείγματος, έναν αντικατοπτρισμό της ευρωπαϊκής εμπειρίας χωρίς αναγκαστικά πρωτοποριακό χαρακτήρα, δεδομένου ότι μάχονταν για πολύ βασικά πράγματα, όπως η ελευθερία του λόγου, οι ελεύθερες φοιτητικές εκλογές κ.λπ.. Παρ' όλα αυτά, η γενιά αυτή, τα παιδιά της δικτατορίας, βοήθησε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια Ελλάδα που άλλαζε πρόσωπο με ταχύτατους ρυθμούς τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Έχουμε, για παράδειγμα, σε μεγάλο ποσοστό χειραφέτηση των γυναικών σε σύγκριση με το παρελθόν, ακόμα και μέσα στον ίδιο τον χώρο της Αριστεράς, που παρά το προοδευτικό της πρόσημο, διακατεχόταν από έντονα αντιδραστικές και πατριαρχικές αντιλήψεις. Διαφωνώ ριζικά, λοιπόν, με την οπτική που αντιμετωπίζει αυτήν τη γενιά αποκλειστικά και μόνο ως φορέα δεινών και με τη δημοφιλή άποψη που επιβλήθηκε τον τελευταίο καιρό, που την αντιμετωπίζει περίπου ως συνεκδοχή ολόκληρης της «κακής» Μεταπολίτευσης.


— Ποια είναι η εκτίμησή σου για την Ευρώπη του σήμερα; Ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει η χώρα μας αυτές τις τόσο κρίσιμες μέρες με το προσφυγικό κ.λπ.;

Η Ευρώπη σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει μια τεράστια πρόκληση, όπως το προσφυγικό. Είναι ένα τεστ για τη συνοχή της, τις αξίες της αλλά και την ικανότητά της να δρα συλλογικά. Φαίνεται για μια ακόμα φορά πως η περίφημη διεύρυνση του Ρομάνο Πρόντι –αντί της εμβάθυνσης που πρότεινε τότε ο Ντελόρ– ήταν μεν ορθή όσον αφορά το κομμάτι της συμπερίληψης των ανατολικοευρωπαϊκών και κεντροευρωπαϊκών χωρών που είχαν μείνει εκτός λόγω του Ψυχρού Πολέμου, ήταν όμως πρόωρη και οδήγησε σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Έχουμε, να κάνουμε με μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, αλλά θα ήταν καλό να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες αντιμετώπισής της – κάθε στραβοπάτημα θα έχει τεράστιο κόστος σε ανθρωπιστικό επίπεδο, στην ευρωπαϊκή πορεία συνολικά αλλά και στο δικό μας εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όπου μια μετατροπή της χώρας σε αχανές στρατόπεδο προσφύγων θα είναι βούτυρο στο ψωμί της ξενοφοβικής ακροδεξιάς.

0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ανί Ερνό: «Όπως η σεξουαλική επιθυμία, έτσι και η μνήμη δεν σταματά ποτέ»

Βιβλίο / Ανί Ερνό: «Όπως η σεξουαλική επιθυμία, έτσι και η μνήμη δεν σταματά ποτέ»

Η Γαλλίδα συγγραφέας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας γεφυρώνει, με τη μυθιστορηματοποίηση της μνήμης, τη μεγάλη λογοτεχνία, από τον Μαρσέλ Προυστ μέχρι τον σύγχρονό μας Εντουάρ Λουί. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1940.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
ΕΠΕΞΕΡΓ. Παύλος Μεθενίτης «Αμανίτα μουσκάρια»

Το πίσω ράφι / Όταν μια ολόκληρη διμοιρία ανταρτών ξεκληρίστηκε από παραισθησιογόνα μανιτάρια

Στηριγμένο σε πραγματικά γεγονότα, το μυθιστόρημα «Αμανίτα μουσκάρια» του Παύλου Μεθενίτη εξερευνά το ζήτημα των ουσιών ως καταφύγιο αλλά και ως καταστροφή, και μας παρασύρει σ’ ένα ταξίδι ποτισμένο από την ελληνική πραγματικότητα, παραμονές της οικονομικής κρίσης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Arsenale: Το πιο απρόσμενο βιβλιοπωλείο των Κυκλάδων φτιάχτηκε στην Ανάφη

Βιβλίο / Arsenale: Το πιο απρόσμενο βιβλιοπωλείο των Κυκλάδων φτιάχτηκε στην Ανάφη

Σε ένα νησί που μετρά λιγότερους από 300 μόνιμους κατοίκους, ένα παλιό καραβόσπιτο μεταμορφώθηκε σε ένα καταφύγιο πολιτισμού γεμάτο βιβλία, μουσικές και μικρούς θησαυρούς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μαρκ Τουέιν, «Οι περιπέτειες του Χακ Φιν»

Το πίσω ράφι / Το μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν που έθαψαν οι κριτικοί και το αποθέωσε ο Χέμινγουεϊ

Στις «Περιπέτειες του Χακ Φιν» ο Μαρκ Τουέιν έπλασε τον πιο ελεύθερο ήρωα της αμερικανικής λογοτεχνίας, που αρνήθηκε τους κανόνες της κοινωνίας του και ένωσε την τύχη του με έναν σκλάβο δραπέτη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο Σάχης του Ιράν και η Αμερική που δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή χωρίς αυτόν

Βιβλίο / Ο Σάχης του Ιράν και η Αμερική που δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς αυτόν

Ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Βασιλεύς των Βασιλέων», όπως αποκαλούσε τον εαυτό του ο Ρεζά Παχλαβί, εστιάζει στις διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ που «αποδέχτηκαν πρόθυμα τις φαντασιώσεις του, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τη χώρα του».
THE LIFO TEAM
Γωγώ Ατζολετάκη: «Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας δεν είναι “ληγμένα προϊόντα”»

Βιβλίο / Γωγώ Ατζολετάκη: «Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας δεν είναι “ληγμένα προϊόντα”»

Σταρ Ελλάς στα νιάτα της, διακρίθηκε ως ηθοποιός, θιασάρχης, ραδιοφωνική παραγωγός, δοκιμάστηκε επίσης στη συγγραφή έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι τώρα επτά βιβλία μαζί με το πρόσφατο «Η τρίτη άνοιξη» (εκδ. Επίμετρο), που έδωσε και το έναυσμα γι’ αυτήν τη συνέντευξη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
O Δημήτρης Γκιώνης, οι ένδοξες μέρες της «Ελευθεροτυπίας» και το σημερινό μιντιακό σούπερ μάρκετ

Οι Αθηναίοι / O Δημήτρης Γκιώνης, οι ένδοξες μέρες της «Ελευθεροτυπίας» και το σημερινό μιντιακό σούπερ μάρκετ

Ο 81χρονος δημοσιογράφος και συγγραφέας που για δεκαετίες διηύθηνε τις πολιτιστικές σελίδες της Ελευθεροτυπίας, αφηγείται τη συναρπαστική καριέρα του στη LiFO
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Κλαίρη Μιτσοτάκη: «Η αξιοπρέπεια και η φιλία είναι τα θεμέλια της ζωής μας»

Βιβλίο / Κλαίρη Μιτσοτάκη: «Η αξιοπρέπεια και η φιλία είναι τα θεμέλια της ζωής μας»

Η σπουδαία μεταφράστρια, που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της δουλειάς της στον Μαρσέλ Προυστ, μας ξεναγεί στον πολύπλοκο κόσμο του και εκφράζει τον θυμό της για την πανταχού παρούσα απάτη της εποχής μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η αλήθεια για τον «Συνταγματάρχη» Πάρκερ, τον διαβόητο μάνατζερ του Έλβις Πρίσλεϊ

Βιβλίο / Η αλήθεια για τον «Συνταγματάρχη» Πάρκερ, τον διαβόητο μάνατζερ του Έλβις Πρίσλεϊ

Ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Ο Συνταγματάρχης και ο Βασιλιάς» εξερευνά τη συναρπαστική ζωή ενός ακούραστου κομπιναδόρου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του.
THE LIFO TEAM
Γνώριζαν ή όχι οι Γερμανοί για τα εγκλήματα του Χίτλερ;

Βιβλίο / Γνώριζαν ή όχι οι Γερμανοί για τα εγκλήματα του Χίτλερ;

Πότε ακριβώς χάθηκε ο πόλεμος για τον Άξονα; Ποια ήταν η πιο σημαντική μάχη του πολέμου; Πόσο «συμμέτοχος» ήταν ο Γερμανικός λαός στο ολοκαύτωμα; Σ’ αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει μια νέα ογκώδης έκδοση με τίτλο «Η συνολική ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου».
THE LIFO TEAM
Αudiobooks: Αντί να διαβάσεις το νέο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ, το ακούς

Βιβλίο / Αudiobooks: Αντί να διαβάσεις το νέο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ, το ακούς

Είναι νωρίς να πούμε πως αυτά τα ηχητικά λογοτεχνικά αρχεία μπορούν να αντικαταστήσουν το βιβλίο. Είναι όμως μια υπέροχη λύση για όσους θέλουν να διαβάσουν αλλά δεν έχουν χρόνο ή έχουν μπλοκάρει με το κανονικό διάβασμα.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ