Κοινωνία της Μεταπολίτευσης: Μια ιστορία αέναης περιδίνησης

μεταπολίτευση Facebook Twitter
Καθώς συμπληρώνουμε σχεδόν μισό αιώνα από τη μετάβαση στη δημοκρατία, είναι άξιο απορίας τι συνέβη με την κοινωνία που σμιλεύτηκε από αυτά τα υλικά της ωριμότερης δημοκρατίας που ζήσαμε ποτέ από την ανεξαρτησία του κράτους και μετά.
0

ΟΠΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ με τις διεθνείς διακρίσεις, η βράβευση της «Νίκης» του Χρήστου Α. Χωμενίδη με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος αποτελεί ένα είδος δώρου για τα ελληνικά γράμματα προκειμένου να ξεφύγουν κάποια στιγμή από τα στενά ελληνικά όρια και να συνομιλήσουν ισότιμα με τις υπόλοιπες λογοτεχνικές παραδόσεις του κόσμου.

Το παράδειγμά του δείχνει ότι ένα ελληνικό θέμα δεν συνιστά ποτέ πρόβλημα ούτε και αφήνει a priori αδιάφορο ένα ξένο κοινό. Αρκεί να ξέρεις πως να το διηγηθείς και με ποια ατμόσφαιρα να το ντύσεις.

Η «Νίκη» αφορά, ως γνωστόν, τη σκληρή μετεμφυλιακή ενηλικίωση ενός κοριτσιού (που τυγχάνει μητέρα του), αλλά παράλληλα και μιας ολόκληρης χώρας. Λογοτεχνικά μιλώντας, ενσωματώνει με πολύ δημιουργικό τρόπο τρεις διαφορετικές νεοελληνικές αφηγηματικές παραδόσεις και εκεί είναι η μεγάλη του αξία, κατά την άποψή μου: μια, ας την πούμε, καραγατσική-μεσοπολεμική στο πρώτο μέρος, που αφορά τους παππούδες του. Μια άλλη, στο δεύτερο μέρος, που αντλεί την ατμόσφαιρά της από εκείνα τα παλιότερα μυθιστορήματα που έχουν επίκεντρο την ελληνική ταπεινή αυλή της κοινής συνύπαρξης (βλ. την πεζογραφία της Μ. Ιορδανίδου), καθώς η ηρωίδα μεγαλώνει σε μια τέτοια κοινή αυλή στην Καλλιθέα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας τη δεκαετία του '50. Και μια τρίτη, στο τελευταίο μέρος (που αφορά την ύστερη μεταπολεμική περίοδο), πιο μοντέρνα και απελευθερωμένη, πιο χαρίεσσα και ερωτική, που θυμίζει Κουμανταρέα και δώθε.

Από τους αντιμνημονιακούς των πλατειών μέχρι τους αρνητές των ιών και των εμβολίων, η αντίσταση αυτή, ενώ έχει την ψευδαίσθηση ότι αντιστέκεται σε εγχώρια και διεθνή κέντρα εξουσίας, το μόνο που κάνει είναι να μας στοιχίζει σε χρόνο, χρήμα και ίσως χαμένες ευκαιρίες. Χρόνο, χρήμα και ευκαιρίες που στερούμαστε όμως όλοι μας, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι, από κοινού.

Καθώς, λοιπόν, το μυθιστόρημα (η προσωπική αυτή μυθιστορία ορθότερα) διασχίζει ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, κάθε περίοδος παραπέμπει και συνδιαλέγεται και με μια διαφορετική λογοτεχνική μας παράδοση και αυτό είναι που του δίνει την ξεχωριστή του ταυτότητα.

Το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου (ειδικά για εμένα, που πλήττω αφόρητα με τη λογοτεχνική κλάψα περί Εμφυλίου, κυρίως δε την αυτοβιογραφική) είναι ότι ακόμη και στις πιο μαύρες στιγμές της Ιστορίας ξεχειλίζει από δίψα για ζωή και αισιοδοξία για το μέλλον.

Ο συγγραφέας θεωρεί, και δικαίως, ότι η ελληνική κοινωνία σε αυτά τα τριάντα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια επιχειρεί και επιτυγχάνει –όχι χωρίς πληγές και τραύματα, ούτε χωρίς αδικία, φτώχεια, μετανάστευση, πουριτανισμό και πατριαρχική καταπίεση– μια μεγαλειώδη υπέρβαση, αν σκεφτεί κανείς από πού ξεκίνησε και ποια ήταν η κατάστασή της στα τέλη της φρικτής δεκαετίας του '40. Κατορθώνει, δηλαδή, να αφήσει σχετικά γρήγορα πίσω της τους διχασμούς και, παρά τις μεγάλες πολιτικές παλινωδίες, επικεντρώνεται σε όσα έχουν πρωτίστως σημασία στη ζωή των ανθρώπων: την εργασία, την οικογένεια, τις σπουδές, την ατομική χειραφέτηση, τη βελτίωση του επιπέδου της, αυτό που συμπυκνώνεται στην κοινότοπη, αλλά πολύ περιεκτική φράση «ένα καλύτερο αύριο».

Όσο η ελληνική πολιτική, πριν από το 1974, αποδεικνύεται σε πολλά ανώριμη, τόσο η μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία εμφανίζει μια εντυπωσιακή σωφροσύνη και μια σχεδόν ανεξήγητη ωρίμανση, παρότι μέχρι πρόσφατα αγροτική και αγράμματη.

Μέσα από ευφάνταστες οικογενειακές πρακτικές και απίθανη ανθεκτικότητα στις μεγάλες φουρτούνες που θα συναντήσει, χτίζει μοντέρνα σπίτια, σπουδάζει τα παιδιά της, παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργεί μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις υψηλή τέχνη διεθνούς εμβέλειας (στη μουσική, στην ποίηση, στο θέατρο) που αναγνωρίζεται με ενθουσιασμό στο εξωτερικό, και όλα τούτα με ένα εν τέλει επιτυχημένο μείγμα συντηρητισμού, δημιουργικού διαλόγου με την παράδοση και, θα λέγαμε, λελογισμένου προοδευτισμού. Ποτέ ίσως έντονα ριζοσπαστική, αλλά τουλάχιστον με ένα αλάνθαστο ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιμονής στους στόχους της. Με την ακόρεστη δίψα ενός μικρού που τίποτα δεν του απαγορεύει να στοχεύει στα μεγάλα.

Και μετά; Ποιο θα ήταν άραγε το αρμόζον λογοτεχνικό ύφος για να αφηγούνταν κανείς τη συνέχεια της «Νίκης» στη Μεταπολίτευση; Θα επρόκειτο πάλι για μια τέτοια νικηφόρα διαδρομή που θα είχαμε να τη διηγηθούμε με το γεμάτο αυτοπεποίθηση ύφος ενός λογοτέχνη του '30 ή με τη μεσογειακή ερωτική ζέση ενός μεταπολεμικού ποιητή; Ή μήπως θα ήταν η δηλητηριώδης σάτιρα ενός Περάκη και το βαθύ αίσθημα απογοήτευσης της λογοτεχνίας ενός Αλέξη Πανσέληνου;

ΚΑΘΩΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ σχεδόν μισό αιώνα από τη μετάβαση στη δημοκρατία, είναι άξιο απορίας τι συνέβη με την κοινωνία που σμιλεύτηκε από αυτά τα υλικά της ωριμότερης δημοκρατίας που ζήσαμε ποτέ από την ανεξαρτησία του κράτους και μετά.

Μήπως εδώ είχαμε μια αντιστροφή του παραπάνω μεταπολεμικού σχήματος; Μήπως ήταν η πολιτική που τώρα πάλευε να φανεί πιο σώφρων (αν μη τι άλλο, τις περισσότερες φορές) και η κοινωνία ήταν εκείνη που είχε καταντήσει μια σταθερή δύναμη αντίδρασης; Γιατί, άραγε, ενώ η μεταπολεμική κοινωνία πρωτοπορούσε στις μάχες του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, ιδίως τη δεκαετία του '60, έδειχνε τώρα, βολεμένη όπως ήταν στη μακάρια επιτυχία της, να αντιστέκεται στις αλλαγές, την ίδια ώρα μάλιστα που τόσο ειρωνικά η «Αλλαγή» είχε μετατραπεί σε παντιέρα της πασοκικής βουλγκάτας;

Ασφαλώς δεν θα πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί. Ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός των δεκαετιών του '80 και '90 υπήρξε αναμφισβήτητος και επέδρασε καταλυτικά στην αλλαγή ορισμένων μοντέλων ζωής. Αλλά πόσο βαθύς ήταν εν τέλει, πέρα από τη βιτρίνα ενός lifestyle που μιμούνταν ξένα περιοδικά και μαϊμούδιζε πόζες σε κλαμπ βαλκανικής αισθητικής; Άγγιξε, άραγε, τον πυρήνα της κυρίαρχης κουλτούρας, και πόσο;

Προφανώς, αυτή η κοινωνία ούτε μία και ενιαία υπήρξε ούτε και κοινά ιδανικά πάντα μοιραζόταν – έτσι κι αλλιώς, οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται πάντοτε από πολιτισμικούς διχασμούς. Αλλά, αν το βάθος τους είναι απύθμενο και οι διαφορές αγεφύρωτες, τότε οι ταχύτητες με τις οποίες τρέχει μια κοινωνία είναι μεν πολύ διαφορετικές, αλλά τα βαρίδια αποδεικνύονται τροχοπέδη για όλους.

Υπάρχει πράγματι «κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει» και θα πρέπει να μην το κρύψουμε ακόμη μια φορά κάτω από το χαλί. Η παθολογία αναδείχθηκε σε όλη την αρρωστημένη της έκταση με αφορμή την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και συνέχισε να αναπαράγεται με διάφορες μεταλλάξεις με το ξέσπασμα της πανδημίας.

Διότι δεν είναι μόνο ο ιός που καταφέρνει να μεταλλαχθεί αλλά και οι ίδιες οι κοινωνικές στρεβλώσεις που χρησιμοποίησαν τις απανωτές κρίσεις ως ξενιστή για να αλλάζουν απλώς προσωπείο.

Πάνω από δέκα χρόνια τώρα υπάρχει μια πικρή και διάχυτη αίσθηση ότι ένα δυναμικό μεν, αλλά μειοψηφικό τμήμα των μεσαίων στρωμάτων καλείται διαρκώς να σηκώσει στους ώμους του όλους όσοι, με διάφορες προφάσεις και ευφάνταστες δικαιολογίες, αρνούνται την ίδια την πραγματικότητα και τους δυσάρεστους ίσως, αλλά αναγκαίους ρεαλισμούς της ζωής και της πορείας της χώρας. Από τους αντιμνημονιακούς των πλατειών μέχρι τους αρνητές των ιών και των εμβολίων, η αντίσταση αυτή, ενώ έχει την ψευδαίσθηση ότι αντιστέκεται σε εγχώρια και διεθνή κέντρα εξουσίας, το μόνο που κάνει είναι να μας στοιχίζει σε χρόνο, χρήμα και ίσως σε χαμένες ευκαιρίες. Χρόνο, χρήμα και ευκαιρίες που στερούμαστε όμως όλοι μας, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι, από κοινού.

Οι ευθύνες άνισες, ο λογαριασμός όμως της ζημιάς σε όλους εξ αδιαιρέτου. Κι ενώ ποτέ δεν τα φάγαμε μαζί, τα πληρώνουμε παρέα, έχοντας από δίπλα τους γνωστούς κοινωνικούς τζαμπατζήδες με το θρασύ ύφος που ταιριάζει σε κακομαθημένα παιδιά, τα οποία αρέσκονται να ζουν με φαντασιώσεις μεγαλείου. 

Κι εδώ είναι το πρόβλημα: οι κοινωνίες είτε προχωρούν συλλογικά και ευημερούν είτε αφήνονται σε μια περιδίνηση που τη νομίζουν απλώς κίνηση προς τα εμπρός, ενώ είναι απλώς μια ομφαλοσκόπηση που μας γυρίζει τα άντερα. Θέλουμε να φύγουμε μπροστά και υπάρχουν αυτήν τη στιγμή όλες οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Θα βρουν το κουράγιο οι δυνάμεις αυτές της αλλαγής να αποδειχτούν και πάλι ισχυρότερες από τα βαρίδια που τόσες φορές τα τελευταία χρόνια αποπειράθηκαν να μας τραβήξουν στη δίνη της τρικυμίας τους;

Οπτική Γωνία
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δυο καράβια των παιδικών χρόνων

Οπτική Γωνία / Η αριστοκρατική Μαριλένα και η τραχιά Μυρτιδιώτισσα όργωσαν τις ελληνικές θάλασσες, αφήνοντας το στίγμα τους

Βίος και πολιτεία δυο καραβιών που έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στα όχι άγνωστα αλλά και όχι πάντοτε ήρεμα νερά της Ελλάδας.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
«Η μόνη καλλιέργεια που σώθηκε είναι της καταναλωτικής πλάνης»

Ρεπορτάζ / «Η μόνη καλλιέργεια που σώθηκε είναι της καταναλωτικής πλάνης»

Ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, που ζει στη Χίο και καλλιεργεί εκεί ο ίδιος τη δική του γη, περιγράφει στη LiFo την καθημερινότητα, που έχει αλλάξει ριζικά μετά τις φωτιές, και την προσπάθεια των κατοίκων να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Θα λήξει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Τραμπ και με ποιους όρους;

Βασιλική Σιούτη / Θα λήξει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Τραμπ και με ποιους όρους;

Πώς θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και πόσο κοντά βρισκόμαστε σε αυτό το τέλος; Τραμπ και Πούτιν μοιάζουν αποφασισμένοι, αλλά ο Ζελένσκι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν βιάζονται.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Μαζωνάκης: Το χρονικό μιας (ακόμα) διαπόμπευσης

Οπτική Γωνία / Μαζωνάκης: Το χρονικό μιας (ακόμα) διαπόμπευσης

Αν έβγαζε κάποιος ένα συμπέρασμα από τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής, θα έλεγε πως «όλα ήταν ένα λάθος». Ένα λάθος το οποίο πολλοί δεν το βλέπουν ως τέτοιο, καθώς θεωρούν αυτονόητο να μαθαίνουν πληροφορίες για τις ζωές των άλλων, ακόμα και αν αυτές έχουν δυσκολίες και απαιτούν σεβασμό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Οπτική Γωνία / Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Από που προκύπτει το αναρχικό, πόσο μάλλον κάποιο «κομμουνιστικό» προφίλ των «εμπρηστών»; Από ένα σκουλαρίκι, την είδηση για το χασίς και τα τσίπουρα, τα ρούχα που είναι αυτά που συναντάς σε πλήθος εικοσάρηδων σε πλατείες και δρόμους της χώρας;
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Υπάρχει όντως λόγος να επιστρέψει ο Τσίπρας;

Οπτική Γωνία / Υπάρχει όντως λόγος να επιστρέψει ο Τσίπρας;

Υπάρχει ανάγκη στην πολιτική ζωή για ένα νέο κόμμα; Υπάρχει κρίσιμος ζωτικός χώρος που δεν έχει εκπροσώπηση; Μπορεί να ξεπεραστούν ή, έστω, να αμβλυνθούν οι έντονα αρνητικές μνήμες από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ο Αλέξης Τσίπρας το ιδανικό πρόσωπο;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Σουδάν: Ο ξεχασμένος πόλεμος και τα «παιδιά-πρόσφυγες» που κατηγορούνται ως διακινητές

Οπτική Γωνία / Σουδάν: Η μεγαλύτερη τραγωδία του αιώνα δεν γίνεται ποτέ πρωτοσέλιδο

Οι νεκροί από τις συγκρούσεις, την πείνα και τις επιδημίες υπολογίζεται συνολικά περί το 1 εκατ., και περισσότεροι από τους μισούς εξ αυτών είναι παιδιά. Μια εφιαλτική κατάσταση, που έχει όμως την «ατυχία» να περνά σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, καθώς ούτε τα ΜΜΕ και τους διεθνείς οργανισμούς φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα ούτε εντάσσεται εύκολα σε κάποιο πολιτικό αφήγημα ώστε να εμπνεύσει μαζικά κινήματα αλληλεγγύης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Εύα Ιλούζ, η Γάζα και μια εκδοτική επιλογή

Οπτική Γωνία / Η Εύα Ιλούζ, η Γάζα και μια εκδοτική επιλογή

Σκέψεις πάνω στην απόφαση του Oposito, ενός μικρού εκδοτικού οίκου που έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα ανήσυχης κοινωνικής και πολιτισμικής σκέψης, για την «αποδέσμευσή» του σε σχέση με το βιβλίο της κοινωνιολόγου Eύα Ιλούζ «Ψυχρή τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

Ακροβατώντας / Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

Ένα εντυπωσιακά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είναι διατεθειμένο να δώσει «συγχωροχάρτι» για ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, αρκεί οι εμπλεκόμενοι να τηρήσουν ακροδεξιά και ρατσιστική στάση στο μεταναστευτικό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Πέντε ιδρύματα πρώην πρωθυπουργών και ένα ινστιτούτο. Ποιος είναι ο ρόλος τους και πώς χρηματοδοτούνται

Ρεπορτάζ / Τα ιδρύματα των πρώην πρωθυπουργών: Ποιος είναι ο ρόλος τους και πώς χρηματοδοτούνται

Τυπικά, σκοπός τους είναι η διατήρηση των αρχείων και η προβολή του έργου πρώην πρωθυπουργών. Στην πράξη, όμως, λειτουργούν και ως think tanks και πολιτικά εργαλεία επιρροής.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ