Οι παραστάσεις της Στέγης εντυπωσιάζουν κοινό και κριτικούς στο Άμστερνταμ

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Οι συντελεστές της «Νέκυιας» έξω από το εντυπωσιακό θέατρο Huis van het Nederlandse στην καρδιά του Άμστερνταμ. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος
0

Δεν είναι μόνο το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι το οποίο ανέκαθεν έπαιζαν αριστοτεχνικά οι Ολλανδοί ζωγράφοι, ούτε καν η εμμονική τους αγάπη για οτιδήποτε μπορεί να ξεφεύγει από τους αυστηρούς κανόνες του Βορρά που έφεραν μέχρι το Άμστερνταμ τον διαφορετικό αέρα που φυσάει στη θεατρική σκηνή της Στέγης: είναι οι προκλήσεις πέρα και έξω από τα όρια του φύλου στον «Σεισμό» του Βασίλη Βηλαρά, ο μοναδικά αλλόκοτος τρόπος και η άγρια τρυφερότητα της καβαφικής Σίστερ Σιλβέστερ στην «Constantinopoliad», το ξεχαρβάλωμα κάθε ασφαλούς ταυτότητας στο «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά, η καταβύθιση στα αρχέγονα όνειρα και στον Άδη στη ροκ, υποβλητική ανάγνωση της «Νέκυιας» του Γιάννη Αγγελάκα − όλα αυτά που όχι μόνο έγιναν αντικείμενο συζήτησης, αλλά και έστρεψαν έντονα το διαρκώς φιλοπερίεργο βλέμμα των Ολλανδών στην Ελλάδα.

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση δεν επιλέχθηκε τυχαία από το Διεθνές Φεστιβάλ Brandhaarden του Άμστερνταμ ως ο βασικός πυρήνας των παραστάσεων που για δέκα ημέρες ανεβαίνουν στο εντυπωσιακό θέατρο Huis van het Nederlandse στην καρδιά της ολλανδικής πρωτεύουσας. Σε μια από τις πιο όμορφες πλατείες του κέντρου, σε αυτό το πανέμορφο θέατρο του 17ου αιώνα με τα επιβλητικά ταβάνια και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ανέβηκαν παραστάσεις της Στέγης που οι Ολλανδοί θεώρησαν ότι μπορεί να αποτελέσουν μέρος της ευρύτερης καλλιτεχνικής συζήτησης για τις ανοιχτές ταυτότητες και επιρροές που τους συνδέουν με τον ελληνικό κόσμο και τα καλλιτεχνικά του όνειρα. 

Ξέροντας μάλιστα τι έχει περάσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, οι Ολλανδοί δείχνουν περίεργοι να δουν πώς μέσα από αυτές τις παραστάσεις διαμορφώνεται η σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή μιας χώρας που δεν θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να είναι αδιάφορη σε όλα όσα συνέβησαν.

Το ευτυχές είναι ότι το κοινό ανταποκρίθηκε με θέρμη στο κάλεσμα και έδειξε όσο μπορούσε την ανταπόκρισή του: οι πάντοτε εγκρατείς Ολλανδοί δεν μπορούσαν, για παράδειγμα, να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους, χειροκροτώντας όρθιοι για ώρα τους συντελεστές της παράστασης «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά, σπεύδοντας αμέσως μετά να του κάνουν ερωτήσεις, ενώ έμειναν με στοχαστικό τρόπο σιωπηλοί στα υποβλητικά λόγια της ομηρικής «Νέκυιας», αρθρωμένα με τον μεστό λόγο του Οδυσσέα-Αγγελάκα στην ομώνυμη παράσταση.

Ακόμα και ο Καβάφης απέκτησε το δικό του μοντέρνο ηχόχρωμα μέσα από τα πολλαπλά αφηγηματικά μέσα της Σίστερ Σιλβέστερ, και όλα αυτά μπλέχτηκαν αρμονικά μέσα από στίχους, μουσικές, ξεσπάσματα, φωνές −εσωτερικές και εξωτερικές− σε έναν κόσμο που ξεπερνά και σίγουρα υπερβαίνει τα όρια του θεάτρου και γίνεται ένα με τον κόσμο και τις αγωνίες του.

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Νέκυια. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Άλλωστε, δεν μιλάμε για απλές καλλιτεχνικές παραστάσεις, ούτε καν ένα ακόμα έργο που ανέβηκε σε ένα σπουδαίο θέατρο της Ολλανδίας μεταφερμένο από την Ελλάδα, αλλά για μια ζωντανή εξερεύνηση της ταυτότητάς μας πέρα και μέσα από καλλιτεχνικά όρια, του τρόπου που συνομιλούμε με τους δίπλα μας και με όσους επιμένει η κοινωνία να κρύβει, που αναμοχλεύουμε και αναδημιουργούμε τον ασυνείδητο κόσμο της ποίησης, που καλούμε ως μοντέρνοι τροβαδούροι, ακολουθώντας το ομηρικό παράδειγμα του Αγγελάκα και το καβαφικό της Σιλβέστερ, τη μούσα να ξαναπαρουσιαστεί μπροστά μας. Έξω, μάλιστα, από τα κλειστά αθηναϊκά σύνορα αυτό το κάλεσμα ακούγεται ακόμα πιο δυνατό και αυτό το ταξίδι πιο γοητευτικό − σαν να φέρνει και πάλι κοντά σου τον πολυμήχανο Οδυσσέα που γύρισε όλες τις πόλεις και απέκτησε σύνεση και μυαλό μέσα από αυτή την περιπλάνηση αλλά και τις φασματικές μορφές του Ελπήνορα, τους Ρομά νομάδες των Τσινικόρη και Αζά, μέχρι και τις διαλυμένες ψυχές που στοιχειώνουν τα ρεμπέτικα μοιρολόγια της Κιτσοπούλου (όταν φεύγαμε, όλοι περίμεναν την άφιξή της).

Ίσως, μάλιστα, οι συγκεκριμένες παραγωγές να μην είχαν κανένα νόημα αν δεν έθιγαν όλα αυτά τα υπαρξιακά θέματα και δεν τα παρέδιδαν για στοχασμό και συζήτηση στον κόσμο, έξω στην πόλη, σαν το παράθυρο που αφήνει ανοιχτό ο Καραντζάς στο «Σπίτι» για να φανούν όλες οι συγκρούσεις, αναποδογυρίζοντας την έννοια του μέσω και του έξω, αν δεν συνομιλούσαν με όλο αυτό τον κόσμο που κινείται γύρω από το θέατρο στο κέντρο του Άμστερνταμ: νεαροί με βαμμένα πολύχρωμα μαλλιά, τρελοί ποδηλάτες (όχι, δεν είναι ρομαντικοί, αλλά ενίοτε σκορπούν τον τρόμο), (πρώην;) ρέμπελοι τυχοδιώκτες, στωικοί ντόπιοι και καθημερινός κόσμος που προβληματίζεται για όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο. 

Ξέροντας μάλιστα τι έχει περάσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, οι Ολλανδοί δείχνουν περίεργοι να δουν πώς μέσα από αυτές τις παραστάσεις διαμορφώνεται η σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή μιας χώρας που δεν θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να είναι αδιάφορη σε όλα όσα συνέβησαν.

«Για εμάς είναι η μεγάλη ευκαιρία να δείξουμε σπουδαίους καλλιτέχνες από μια χώρα που την περασμένη δεκαετία έχει παρουσιάσει πολύ έντονο ενδιαφέρον στο θέατρο, τον χορό και τη μουσική» μας λέει χαρακτηριστικά ο Ντάνιελ Κιφτ, υπεύθυνος προγράμματος του Φεστιβάλ Brandhaarden στο Διεθνές Θέατρο του Άμστερνταμ. «Ειδικά το Ίδρυμα Ωνάση, που αποτελεί τον πυρήνα του φετινού φεστιβάλ, αλλά και το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας με το “Goodbye, Lindita” λειτουργούν απόλυτα ώστε να προβάλλουν μια γενική οπτική πάνω στο τι σημαίνει σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή στην Ελλάδα. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, μιλάμε για καλλιτέχνες που παρακολουθούμε εδώ και καιρό και άρα θεωρούμε ότι σίγουρα θα ενδιαφέρουν το ολλανδικό κοινό: το καλό είναι ότι στην περίπτωση Ωνάση μιλάμε για μια συνάντηση Ελλήνων με ανθρώπους από άλλες κοινωνικές περιοχές και μειονότητες, γεγονός που καθιστά τα έργα αυτά ακόμα πιο ενδιαφέροντα». 

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Romaland. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Εξηγώντας τι είναι αυτό που έκανε τους υπεύθυνους του θεάτρου να επιλέξουν τη σύμπραξη με το Ίδρυμα Ωνάση για το φετινό τους πρόγραμμα, ο Κιφτ μας απαντά ότι είναι η κοινή αισθητική που συνειδητοποιούν ότι έχουν με τη Στέγη αλλά και η δική τους προσωπική επιλογή, καθώς έτυχε να δουν από κοντά τις παραστάσεις που τελικά αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά του προγράμματος: ο ίδιος μας περιγράφει με ενθουσιασμό τη συγκίνηση που ένιωσε στην τελευταία βραδιά του «Romaland» στην Αθήνα, όπου οι ερασιτέχνες ηθοποιοί της παράστασης έκλαιγαν επί σκηνής, ξέροντας ότι αυτό το έργο ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό, καθώς κάποιοι από αυτούς δεν είχαν καν βγει από τα όρια του οικισμού τους.

«Ήταν συναρπαστικό για εμάς κάποιοι από τους ηθοποιούς να μας λένε ότι δεν έχουν καν μπει σε αεροπλάνο και ότι βγαίνουν για πρώτη φορά έξω από τη χώρα. Ήταν άλλο ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδίσουμε» ομολογεί με ενθουσιασμό, θεωρώντας ότι τελικά αυτές οι παραστάσεις ξεπερνούν τα όρια ενός καλλιτεχνικού έργου και «ανοίγουν απευθείας διάλογο με την κοινωνία και τα κρίσιμα αυτά θέματα. Ακόμα και η “Νέκυια” μπορεί να συνομιλεί με τους αρχαίους μύθους, αλλά το κάνει με έναν σύγχρονο και μοντέρνο τρόπο που είναι πολύ σημαντικός. Οπότε για εμάς αυτή η ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στους νέους δημιουργούς και τους ήδη καταξιωμένους, οι οποίοι συναντιούνται σε αυτές τις παραστάσεις, λέει πολλά» καταλήγει.

Επίσης, μας εξηγεί ότι ακόμα και οι χώροι του θεάτρου μεταμορφώνονται διαρκώς για αυτόν το σκοπό: εκτός από τις κεντρικές σκηνές, υπάρχουν αίθουσες που γίνονται τόποι κοινωνικής επαφής και προβληματισμού και παραδίνονται στο κοινό ως ελεύθερα σημεία ανοιχτής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για παράδειγμα, το «Τhe dancing riot parade» των Callas καταλαμβάνει τον χώρο του Βιβλιοπωλείου, που πλέον θα παρουσιάζει έργα τέχνης και δράσεις δωρεάν για το κοινό του Άμστερνταμ. Με αυτό τον τρόπο το θέατρο ανοίγει ακόμα περισσότερο στην πόλη και έτσι συναντά το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης, που έχει ήδη προλάβει να στείλει 90 παραγωγές έξω από τη χώρα, σε περισσότερους από 120 προορισμούς. 

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Οι συντελεστές της παράστασης «Το Σπίτι». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ίσως γι’ αυτό έχει κανείς την αίσθηση ότι ο υποβλητικός μονόλογος από το «Σπίτι», ενός μοναχικού Αθηναίου που αναζητά τη θέση του σε ένα σύμπαν που καταρρέει, εκτεθειμένος και σχεδόν γυμνός, όπως ήμασταν εμείς όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης στα μάτια των Ευρωπαίων, ακούγεται διαφορετικά στην καρδιά αυτής της πόλης, που ήξερε καλά τι σήμαιναν για εμάς τρόικα και μνημόνια. Οι Αθηναίοι δεν έγιναν ποτέ Έκνταλ, όπως λέει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο εξαίσιος πρωταγωνιστής-κάτοικος του «Σπιτιού», Φιντέλ Ταλαμπούκας, στη σκηνή του θεάτρου Huis van het Nederlandse, μιλώντας για τα άπιαστα χρόνια της κρίσης, για το τραύμα που ρήμαξε τους τοίχους και τις ψυχές.

Ακούω την ανάσα των διπλανών μου Ολλανδών και νιώθω σαν να μετέχω σε μια τελετή μνήμης, σαν η τέχνη να μπερδεύει τους περασμένους θυμούς και τα πάντοτε τρομαγμένα βλέμματα. Εξού και ότι η σημαία της Ευρώπης που διπλώνεται με τελετουργικό τρόπο στα χέρια της συγκινητικής Αλεξίας Καλτσίκη μαζί με τα άπλυτα και ματωμένα ασπρόρουχα είναι ένα σύμβολο που δεν χρειάζεται υπέρτιτλους και εξηγήσεις: βιώνεται μαζί με τις αμέτρητες βουβές ιστορίες που ανακύπτουν από το ασυνείδητο αλλά και την κλιμακούμενη οργή που σίγουρα γνωρίζουν οι πάντοτε εξοικειωμένοι με την υπόγεια βία κάτοικοι της πιο ανοιχτής, ίσως, χώρας της Ευρώπης.

Όταν πια οι τοίχοι του «Σπιτιού» του Καραντζά διαλύονται και ξεπροβάλλει, με τη συμβολή της Γκέλυς Καλαμπάκα και του Τάσου Καραχάλιου, το ταμπλό βιβάν της ελληνικής και διεθνούς καταστροφής −από τα Τέμπη μέχρι τη Γάζα−, όλοι ξέρουν ότι τα όρια του μέσα και του έξω, του «εδώ» και του «αλλού», δεν υφίστανται, όσο και αν κάποιοι επιμένουν για το αντίθετο. Έχουν αλλάξει φορά και φόρα.

«Η διαφυγή δεν είναι πλέον δυνατή, ο Καραντζάς μεταφέρει το κρίσιμο μήνυμα, παραδίδοντας θέατρο που αντηχεί πολύ δυνατά», γράφει σχετικά στην ενθουσιασμένη κριτική της με τα πέντε αστέρια η «deVolkskrant». Σάμπως να ξέρει ότι το ελληνικό δράμα είναι το κοινό, ευρωπαϊκό δράμα και σε αυτήν τη συνθήκη είναι που επιμένει το κοινό, ρωτώντας τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά για το ποια είναι η δική του σχέση με το αρχαίο δράμα και αν τον επηρέασε.

«Δομικά μιλώντας, πάντα μιλάμε για την πορεία δυο ανθρώπων που περνάνε από την άγνοια στη γνώση» εξηγεί ο Έλληνας σκηνοθέτης που τόσο αγάπησαν οι Ολλανδοί. «Αυτό ίσως είναι ένα κατάλοιπο. Επειδή έχω ασχοληθεί πολύ με την αρχαία τραγωδία και σε κλειστούς χώρους και στην Επίδαυρο, σίγουρα αυτό που με επηρεάζει και με συγκινεί στην τραγωδία, και ενδεχομένως υπάρχει σε αυτό που κάνω, είναι ότι δεν ακολουθεί ακριβώς μια πλοκή, αλλά στα αλήθεια είναι σαν να βλέπεις περισσότερο τη διαδικασία ενός θέματος σε μετάβαση. Με έναν τρόπο βλέπεις ένα φιλοσοφικό ή ένα πυρηνικό ερώτημα, καθώς και το πώς αυτό μεταβαίνει σε μία άλλη κίνηση χωρίς να δίνει απάντηση. Διότι ευτυχώς η αρχαία ελληνική τραγωδία δεν έχει δώσει ακόμα κάποιες στρατευμένες απαντήσεις». 

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Το «Τhe dancing riot parade» των Callas καταλαμβάνει τον χώρο του Βιβλιοπωλείου, που πλέον θα παρουσιάζει έργα τέχνης και δράσεις δωρεάν για το κοινό του Άμστερνταμ. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Και εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται η ανοιχτή ανάγνωση του ομηρικού έπους από τον Γιάννη Αγγελάκα, μια αλλόκοτη, ροκ ματιά πάνω στη φιλία, τον έρωτα, την πίστη, τον θάνατο, τα απωθημένα, την προδοσία, όλα αυτά που θίγει το έπος του Ομήρου και χωράνε στις περασμένες ζωές που συναντιούνται στη ραψωδία λ. Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί πως μια τόσο μεστή από εμπειρίες πορεία ζωής ενός μονίμως περίεργου ταξιδευτή, όπως ο Οδυσσέας, ταιριάζει με αυτήν του Αγγελάκα, που βρήκε τον δικό του φασματικό τρόπο για να συνομιλήσει με τους ομηρικούς ήρωες. Όχι μόνο τους νεκρούς, αλλά όλους όσοι από αυτούς αποκτούν την καρδιά και το μυαλό ενός θνητού καθώς ξαναβλέπουν, πίνοντας το μαύρο αίμα από τις θυσίες, τα όνειρά τους που βγήκαν όλα πλάνες, τους ανθρώπους που τους πρόδωσαν και τις γυναίκες που αγάπησαν.

Ίσως αυτό τελικά να είναι το πραγματικό σκοτάδι που πλανιέται πάνω από τις νεκρές ψυχές και το οποίο τελικά διακόπτεται από μια μικρή χαραμάδα που αφήνει η σκηνοθετική ματιά του Χρήστου Παπαδόπουλου να πέσει πάνω στη σκηνή − και δεν μπορώ να μη σκεφτώ τη ρωγμή που επιτρέπει στο φως να μπει, θυμίζοντας ότι κάπου τελικά παραμονεύει η ελπίδα. 

Η σωματική σχέση με το κείμενο είναι εμφανής στη φωνή του Αγγελάκα που μοιάζει να βγαίνει κατευθείαν από το σπήλαιο του Άδη και την παραστατική, σχεδόν προφητική αφήγηση της Όλιας Λαζαρίδου που τον συνοδεύει ως ιδανική συνοδοιπόρος. Ένα ντουέτο που απαιτεί από το κοινό ταυτόχρονα σκέψη και ελπίδα, ξεσηκωμό και κατάνυξη: «Για να ‘χουν φως οι νύχτες σας/αυτή ήταν η έννοια μου/τι άλλο να προσθέσω;» λέει ο Αγγελάκας που εκείνη την ώρα μοιάζει να συνομιλεί απευθείας με τον ίδιο τον Όμηρο, κλέβοντας τον ρόλο του. Γιατί αν δεν οικειοποιηθείς τον ρόλο του δημιουργού και αν δεν κλέψεις τη θέση του, δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνουν ταυτόχρονα απελπισία και κλέος, όλες αυτές οι ιστορίες που μεταμορφώνονται σε έπος και σε έργο τέχνης.

Γι’ αυτό και κάποια στιγμή με τη συνοδεία της ηλεκτρονικής μουσικής του Coti K, που φτιάχνει ένα ακουστικό σκηνικό μεταμορφώνοντας πολλαπλά την εμπειρία, χάνεις την αίσθηση του πάνω και του κάτω κόσμου, δεν ξέρεις αν αυτό που αντικρίζεις είναι μεταφυσική ή ακραία ρεαλιστική εμπειρία, όνειρο ή παραίσθηση. «Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω;» αναρωτιέται η φωνή του Αγγελάκα, επιτρέποντας στον πάνω κόσμο να διαταράξει την ησυχία των νεκρών. Ο κόσμος της ζωής φαίνεται να νικά συντριπτικά μέσα από τον λόγο του περήφανου, ηρωικού Αχιλλέα, ο οποίος παραδέχεται πως θα προτιμούσε κάλλιο να είναι δούλος του χειρότερου και του πιο φτωχού αφέντη του πάνω κόσμου, παρά τιμημένος άρχοντας στον κάτω. «Ο θάνατος δεν θα έχει πια καμία εξουσία» − στο μυαλό έρχονται εύλογα τα ποιητικά έργα του Ντίλαν Τόμας. 

Η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στο Άμστερνταμ Facebook Twitter
Ο «Σεισμός» του Βασίλη Βηλαρά. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Γι’ αυτό ελάχιστη, ίσως, σημασία θα είχε αν τελικά το φεστιβάλ «Brandhaarden 2024: Onassis» θεωρήθηκε πετυχημένο επειδή κάθε παράσταση ήταν sold out, αν ο κόσμος δεν ένιωθε την ανάγκη να κάνει μια στάση στα σκαλιά του θεάτρου για να ανταλλάξει δυο κουβέντες, να σκεφτεί την παράσταση ακόμα και όταν πάει σπίτι και να ανεβάσει ένα σχόλιο στα κοινωνικά δίκτυα, να αναρωτηθεί τι είναι αυτό τον έκανε να προβληματιστεί εκ νέου για τη στάση του μέσα στο σπίτι του, που δεν ήταν ποτέ ασφαλές καταφύγιο, να δει την οθόνη της ζωής του ανεστραμμένη και να γυρίσει το βλέμμα στην άκρη αυτή ενός παράξενου σύμπαντος που είναι η Ελλάδα, στοιχειωμένη για πάντα από αρχαίους θεούς, σύγχρονα ξόρκια, αφημένα όνειρα και παράξενη ποίηση (αλλά ποίηση).

«Αυτές οι παραγωγές θεάτρου, χορού και μουσικής ενσαρκώνουν ένα όραμα που ξεπερνά τα στενά όρια της ψυχαγωγίας», επισημαίνει στη συνέντευξή της στο όμορφο έντυπο που συνοδεύει το φεστιβάλ η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. «Πρόκειται για έναν τρόπο ζωής και για μια πολιτιστική στάση που διασαλεύει στερεότυπα, πρωτοστατεί στην προσβασιμότητα και τη συμπερίληψη, πυροδοτεί συζητήσεις και σφυρηλατεί περαιτέρω διασυνδέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες. Γι’ αυτό και τα έργα αυτά αποτελούν εκφραστικά παραδείγματα που εμπνέουν, ρίχνοντας φως στις σκιές και υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν πρέπει να συνηθίζουμε το σκοτάδι. Γιατί τελικά η ζωή πρέπει και οφείλει να νικήσει», καταλήγει, δίνοντας τη σφραγίδα αυτού του φεστιβάλ. Προφανώς δεν υπάρχει κανένα ισχυρότερο μήνυμα από αυτό, αν δεν θες να μιλάς για ένα ακόμα φεστιβάλ αλλά για μια στάση ζωής που θα επιτρέψει να μπει άπλετο φως διαλύοντας το σκοτάδι. Ποιο άλλο είναι το νόημα της τέχνης παρά αυτό;

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT