Ο «Θείος Βάνιας» του Γιώργου Κιμούλη βουτάει στα ρηχά

Ο «Θείος Βάνιας» του Γιώργου Κιμούλη βουτάει στα ρηχά Facebook Twitter
Δυστυχώς, με εξαίρεση μία ή δύο στιγμές ο ηθοποιός δεν βουτάει ποτέ στα βαθιά, αρνείται το συναίσθημα του ρόλου και, ως εκ τούτου, μας το μεταδίδει ελάχιστα έως καθόλου.
0

Σε αντίθεση με τον Βυσσινόκηπο, η προοπτική και η πιθανότητα μιας καινούργιας ζωής για τους ήρωες του Θείου Βάνια διαγράφεται ανέφικτη. Μέσα στην απελπισία ακούγονται δύο πυροβολισμοί, μια στιγμιαία έκρηξη που θα μπορούσε να ανατρέψει τα πάντα· όμως η μοίρα, ούσα ελάχιστα γενναιόδωρη, φροντίζει ώστε τίποτε να μην αλλάξει. Οι σφαίρες, αδιάφορες για το ανθρώπινο δράμα που εκτυλίσσεται δίπλα τους, καρφώνονται στα έπιπλα. Η αγωνία εξανεμίζεται, όλα επιστρέφουν στην ακινησία και στη θανάσιμη πλήξη τους.


Στα μισά της ζωής του, ο Βάνιας αισθάνεται ήδη τελειωμένος. «Ω Θεέ μου! Είμαι σαράντα επτά χρονών· αν υποθέσουμε ότι θα ζήσω μέχρι τα εξήντα, μου μένουν άλλα δεκατρία χρόνια. Τόσος πολύς καιρός! Πώς θα τα περάσω αυτά τα χρόνια; Τι θα κάνω; Πώς θα τα γεμίσω;» αναφωνεί. Κάποτε ήξερε να γεμίζει κάθε λεπτό της ώρας, δουλεύοντας αδιάκοπα για να στηρίζει οικονομικά τον άντρα της αδελφής του.

Ο καθηγητής ήταν το ίνδαλμά του, ένας διανοούμενος που θα έκανε τον Βάνια υπερήφανο, σταδιοδρομώντας στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Μόσχας. Οι προσδοκίες όμως διαψεύστηκαν, το ίνδαλμα αποδείχτηκε κούφιο, ή ακόμη και αχάριστο, μια πατρική φιγούρα που δεν αναγνώρισε ποτέ την αφοσίωση και την αυταπάρνηση του «γιου» του.

Προφανώς, ο Θείος Βάνιας ως έργο διαθέτει στοιχεία φαιδρότητας, αλλά είναι ο τρόπος που αυτά αποδίδονται σε μια παράσταση ο οποίος κάνει την ειδοποιό διαφορά. Έχει σημασία ο σκηνοθέτης να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις αστεϊσμού, ο Γιώργος Κιμούλης όμως ενέδωσε ανέτως και κατ' επανάληψη στον πειρασμό αυτόν.


Τα χρόνια τα γκρέμισαν όλα. Τα πράγματα δεν απέκτησαν ποτέ το νόημα που όλοι προσδοκούσαν. Οι κόποι δεν ανταμείφθηκαν. Τα όνειρα δεν ευδοκίμησαν. Ακόμη και ο πόθος του σώματος δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος να ξεδιψάσει. «Μέρα και νύχτα με πνίγει η σκέψη πως η ζωή μου έχει χαθεί αμετάκλητα. Παρελθόν δεν υπάρχει, ξοδεύτηκε ανόητα για τιποτένια πράγματα, και το παρόν είναι φριχτό στον παραλογισμό του» λέει ο Βάνιας στην Έλενα, τη νεαρή σύζυγο του ηλικιωμένου πλέον καθηγητή.

Στο πρόσωπό της ο Βάνιας βλέπει την τελευταία ελπίδα για λίγη, έστω αργοπορημένη ευτυχία. Εκείνη όμως αρνείται πεισματικά την προσφορά του. Στο μικρό αυτό σύμπαν της απομονωμένης εξοχικής έπαυλης κανένας δεν ανταποδίδει τον έρωτα κανενός. Οι ήρωες του έργου διαγράφονται βαθύτατα απογοητευμένοι, ανεπανόρθωτα δυστυχισμένοι.Οι περισσότεροι αναζητούν επιμόνως ανακούφιση στην εργασία, δουλεύουν ασταμάτητα για να γεμίζουν τον χρόνο και το κενό που τους κατατρώει. Ο γιατρός Άστροφ οργώνει την ύπαιθρο, φροντίζοντας τους αρρώστους χωρίς σταματημό.

Ο Βάνιας και η ανιψιά του, η Σόνια, φροντίζουν τη γη και τις ανάγκες του κτήματος. Ο καθηγητής έχει τα γραπτά του, ενώ η Έλενα, στον αντίποδα, μαραζώνει άεργη, αδυνατώντας να προσδώσει νόημα στην απραξία της. Περιφέρεται σαν ένας όμορφος, λευκός καμβάς, επάνω στον οποίο προβάλλουν οι απελπισμένοι τη λαχτάρα τους για σωτηρία. Η αγάπη, πιστεύουν, θα τους βγάλει από την κατήφεια της ισοπεδωτικής, ανέμπνευστης καθημερινότητας. Η αγάπη θα προσδώσει το χαμένο νόημα στη ζωή τους, θα γιατρέψει τις πληγές της αποτυχίας τους.

Ο «Θείος Βάνιας» του Γιώργου Κιμούλη βουτάει στα ρηχά Facebook Twitter
Ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σύνολο το οποίο, όταν δεν εξοκέλλει προς τη (σεξο)κωμωδία εκτυλίσσεται ως ένα πλαδαρό, άγευστο, χωρίς ταυτότητα και χωρίς κέντρο βάρους θέαμα, απογυμνωμένο από κάθε εσωτερικότητα, από κάθε ουσιαστική αναμέτρηση με την οδύνη της ανθρώπινης κατάστασης.

Έρωτας και εργασία: οι δύο μεγάλοι μύθοι του πολιτισμού μας. Αν έχουμε αυτά, τότε θα είμαστε καλά. Αν έχουμε αυτά, θα ξορκίσουμε τους δαίμονες, θα πάψουμε να βασανιζόμαστε, θα βρούμε την πολυπόθητη ευτυχία ή, έστω, λίγη γαλήνη... Πόσο δύσκολο να αναγνωρίσουμε ότι αυτό δεν ισχύει! Πόσο δύσκολο να αποδεχτούμε ότι το ευρύτερο σχέδιο της μοίρας δεν επιφυλάσσει κανέναν οίκτο για την αγωνία μας.

«Γιατί προσπαθείς να μας τρομάξεις; Δώσ' το πίσω, θείε Βάνια» λέει η Σόνια στον θείο της, εννοώντας το περίστροφο με το οποίο ο τελευταίος έχει μόλις προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να σκοτώσει τον καθηγητή. «Μπορεί να είμαι το ίδιο δυστυχισμένη μ' εσένα, αλλά δεν υποκύπτω στην απόγνωση. Θα κάνω υπομονή και θα συνεχίσω να κάνω υπομονή, ωσότου η ζωή μου φτάσει στο φυσικό τέλος της... Να κάνεις κι εσύ υπομονή».

Πάρτε το απόφαση, είναι σαν να μας λέει η Σόνια, αυτό είναι και δεν θα αλλάξει. Ούτε με την επιπολαιότητα της λαγνείας, ούτε με τον ιδρώτα της υπερβολικής εργασίας, ούτε με πιστόλια, ούτε καν με κανόνια. Η ζωή είναι πολύ μεγάλη για να είναι ευχάριστη. Τις περισσότερες φορές είναι ανυπόφορη, μοναχική, επώδυνη, γεμάτη απογοητεύσεις.

Μπορεί να ακούγεται απαισιόδοξο όλο αυτό και σίγουρα ο Θείος Βάνιας είναι βυθισμένος σε ζοφερά νερά. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει για τους ήρωες, αφότου πέσει η αυλαία. Το αισθανόμαστε έντονα αυτό διαβάζοντας το κείμενο. Θα συνεχίσουν ακριβώς όπως και πριν. Θα μιλάνε, θα τρώνε, θα μελαγχολούν, θα σκάβουν, θα γράφουν, θα πίνουνε ποταμούς βότκας.

Ίσως, και αυτή είναι η μόνη ελπίδα που αναδύεται στο τέλος, θα έχουν τουλάχιστον απεμπολήσει τις ψευδαισθήσεις τους. Το «τι θα μπορούσα να είχα κάνει, εάν...» και το «πόσο ωραία θα ήταν, εάν...». Μια σκληρή ματιά στην πραγματικότητα, μια γενναία αποδοχή του «αυτός είμαι, αυτά και τα λάθη μου». Ή, αλλιώς, όπως το έθεσε πολλά χρόνια μετά ο Μπέκετ, «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».


Τώρα, ειλικρινά δεν ξέρω πώς γίνεται να τα πάρει κανείς όλα αυτά και να τα προσεγγίσει τόσο ανέμελα, να τα προσπεράσει κλείνοντας το μάτι, να τα γαρνίρει με κολπάκια για να τα καταστήσει ενδεχομένως εύπεπτα. Αυτή όμως την αίσθηση είχα, δυστυχώς, παρακολουθώντας την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κιμούλης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Ο «Θείος Βάνιας» του Γιώργου Κιμούλη βουτάει στα ρηχά Facebook Twitter
Γενικότερα, δεν βρίσκουμε από πού να κρατηθούμε σε αυτή την παράσταση...


Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής πλάθει έναν Βάνια ανάλαφρο, που καταφεύγει διαρκώς σε μικρά κωμικά τερτίπια για να φλερτάρει με το κοινό. Δεν είναι μόνο ότι δίνει την εντύπωση ενός διασκεδαστή που εκτονώνει διακριτικά το κλοουνίστικο ταμπεραμέντο του, προσέχοντας να μην το παρακάνει. Δεν είναι ότι βγάζει τη μορφίνη από το εσώρουχό του ή ότι παίζει με τα λουλούδια ή ότι κάνει αστειάκια με κάθε ευκαιρία. Αυτά όλα θα μπορούσαν ίσως να λειτουργήσουν ως επιμέρους στοιχεία μιας προσωπικότητας που κρύβει τη μελαγχολία της πίσω από το προσωπείο του κλόουν.

Δυστυχώς, με εξαίρεση μία ή δύο στιγμές ο ηθοποιός δεν βουτάει ποτέ στα βαθιά, αρνείται το συναίσθημα του ρόλου και, ως εκ τούτου, μας το μεταδίδει ελάχιστα έως καθόλου. Ακόμη κι όταν χώνει το πρόσωπό του στη γραφομηχανή πικραμένος, μοιάζει κι αυτό με την υπολογισμένη χειρονομία ενός έμπειρου ηθοποιού που γνωρίζει πώς να εκμαιεύσει στιγμιαία συγκίνηση.


Προφανώς, ο Θείος Βάνιας ως έργο διαθέτει στοιχεία φαιδρότητας, αλλά είναι ο τρόπος που αυτά αποδίδονται σε μια παράσταση ο οποίος κάνει την ειδοποιό διαφορά. Έχει σημασία ο σκηνοθέτης να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις αστεϊσμού, ο Γιώργος Κιμούλης όμως ενέδωσε ανέτως και κατ' επανάληψη στον πειρασμό αυτόν.

Ερχόμαστε συνεπώς αντιμέτωποι με ένα σύνολο το οποίο, όταν δεν εξοκέλλει προς τη (σεξο)κωμωδία –βλέπε τη σκηνή όπου ο Βάνιας «τσακώνει» έκθαμβος την Έλενα «καβάλα» στον γιατρό–, εκτυλίσσεται ως ένα πλαδαρό, άγευστο, χωρίς ταυτότητα και χωρίς κέντρο βάρους θέαμα, απογυμνωμένο από κάθε εσωτερικότητα, από κάθε ουσιαστική αναμέτρηση με την οδύνη της ανθρώπινης κατάστασης.


Γενικότερα, δεν βρίσκουμε από πού να κρατηθούμε σε αυτή την παράσταση. Από έναν Άστροφ (Τάσος Νούσιας) που επιδίδεται σε λεονταρισμούς, ψευτοτρεκλίζει σαν ψευτομεθυσμένος και στερείται πάσης φύσεως εσωτερική ώθηση; Από μια Έλενα (Στέλλα Καζάζη) που συμπεριφέρεται διαρκώς σαν δασκάλα οικοτροφείου που νουθετεί τους άτακτους μαθητές της; Από έναν καθηγητή (Γιώργος Ψυχογιός) που λειτουργεί ο δύσμοιρος ως καρικατούρα του ανθρώπου-ποδάγρα;

Στιγμές αλήθειας συναντάμε κυρίως στη Σόνια της Χαράς-Μάτας Γιαννάτου, ειδικά στον τελευταίο, περίφημο μονόλογο της ηρωίδας, που αποδίδεται με ένταση και πειθώ, ακόμη κι αν αναγκάζεται η δόλια ηθοποιός να σκαρφαλώσει σε μια κούνια για το φινάλε. Γλυκύτατη, επίσης, η Μάγδα Λέκκα ως Νένα.

 

Ιnfo

Άντον Τσέχoφ - Θείος Βάνιας

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης

Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα

Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Διανομή: Γιώργος Κιμούλης, Τάσος Νούσιας, Στέλλα Καζάζη, Γιώργος Ψυχογιός, Μάγδα Λέκκα, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Μαίρη Νάνου, Κώστας Κοράκης

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, 210 4143310

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετ.-Παρ. 20:30, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00

 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιάννης Τσουμαράκης: «Στον Οιδίποδα βρίσκουμε τον Έπσταϊν και τους βιασμούς παιδιών»

Θέατρο / Γιάννης Τσουμαράκης: «Στον Οιδίποδα βρίσκουμε τον Έπσταϊν και τους βιασμούς παιδιών»

Με το βραβείο Χορν στις αποσκευές του αλλά και την ερμηνεία του στο ρόλο του Πολυνείκη στον Οιδίποδα του Ρόμπερτ Άικ, ο νεαρός ηθοποιός βρίσκεται ήδη «στον καλό δρόμο». Βραβεία, σημαντικοί ρόλοι, το θέατρο σήμερα. Πώς τα βλέπει όλα αυτά;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Λούλης: «Ανήκω στη γενιά που δούλεψε σε ένα κακοποιητικό θέατρο»

Θέατρο / Χρήστος Λούλης: «Ανήκω στη γενιά που δούλεψε σε ένα κακοποιητικό θέατρο»

25 χρόνια πριν, συμμετείχε στην παράσταση «Καθαροί πια» που σκηνοθέτησε ο Λευτέρης Βογιατζής. Σήμερα επιστρέφει στο σκληρό έργο της Σάρα Κέιν, έχοντας διαγράψει μια πορεία γεμάτη πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τι τον κρατά ακόμα στο θέατρο; Πώς άλλαξε η δουλειά του; Τι θυμάται από τους παλιούς δασκάλους; Πώς ερωτεύτηκε ξανά το θέατρο; Ο σπουδαίος ηθοποιός μιλά για όλα στη LiFO.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Στη Θεσσαλονίκη θα περάσεις τέλεια, όποιο κι αν είναι το vibe σου

Εικαστικά / Στη Θεσσαλονίκη θα περάσεις τέλεια, όποιο κι αν είναι το vibe σου

Από την έκθεση με τις φωτογραφίες της Φρίντα Κάλο μέχρι τις άπειρες συναυλίες: Αυτά τα 22 events αξίζουν την προσοχή σας στην αγαπημένη πόλη της Θεσσαλονίκης.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ, ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ & ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
Βαγγέλης Μουλαράς: «Θέλω ο κόσμος να ξεχνιέται κι εγώ να είμαι πιο αληθινός από ποτέ»

Θέατρο / Βαγγέλης Μουλαράς: «Θέλω ο κόσμος να ξεχνιέται»

Ο stand-up κωμικός μιλά για τη μετάβαση από το «Δέκα με τόνο» στη νέα του παράσταση, για την ελευθερία της σκηνής, για τις κόντρες της κοινότητας των κωμικών, για την «τυραννία του hook» στα social και για τον μύθο του cancel στην Ελλάδα.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους πιο ελεύθερη από ποτέ

Θέατρο / Η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους πιο ελεύθερη από ποτέ

Κατήγγειλε δημόσια τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη στο θέατρο, φέρνοντας στη Δικαιοσύνη την πιο πολύκροτη υπόθεση του ελληνικού MeToo. Σήμερα σκηνοθετεί και παίζει στο θέατρο, ενώ ο τηλεοπτικός της ρόλος διαφέρει πολύ απ' ό,τι έχει κάνει ως τώρα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Cleansed: Πώς μπορεί αυτό το έργο ακραίας βίας να μιλά για την αγάπη; 

Θέατρο / Ένα έργο ακραίας βίας. H Σάρα Κέιν έλεγε πως είναι μια ιστορία αγάπης

Το κοινό λιποθυμά ή φεύγει από τις αίθουσες. Οι κριτικοί διχάζονται για την αξία του. Στην Ελλάδα, φέτος, μετά το ανέβασμα του «Cleansed» το 2001 από τον Λευτέρη Βογιατζή, θα έχουμε την ευκαιρία να το δούμε ξανά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Ποια είναι ιστορία του; Τι κρύβεται πίσω από την τόση βία;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λένα Παπαληγούρα

Θέατρο / Λένα Παπαληγούρα: «Όταν έχεις δυο παιδιά μαθαίνεις να κάνεις οικονομία δυνάμεων»

Η συνεργασία της με τον Τόμας Οστερμάιερ στον «Εχθρό του λαού», η ζωή με τα δυο της παιδιά, η δύναμη που χρειάζονται οι γυναικες σε έναν κόσμο που συχνά τις αδικεί. Μία από τις πιο αξιόλογες ηθοποιούς της γενιάς της μιλά για όλα στη LifO.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Ευαγγελία Ράντου χόρεψε με τους καλύτερους. Τώρα θέλει να δει το νησί της να χορεύει

Χορός / Η Ευαγγελία Ράντου χόρεψε με τους καλύτερους. Τώρα θα κάνει το νησί της να χορεύει

Η διακεκριμένη χορεύτρια επέστρεψε στην Κέρκυρα, ίδρυσε το Garage21 και διοργανώνει το ION_on move, ένα φεστιβάλ που φιλοδοξεί να μεταδώσει στην κοινότητα την αγάπη για τον σύγχρονο χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης: «Μοιράσου το τραύμα, αλλιώς δεν θα φύγει»

Θέατρο / Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης: «Πώς να κάνεις το τραύμα, ουλή»

Με αφορμή τον ρόλο του ως ενός θύματος βιασμού που ζητά δικαίωση σε ένα «ναρκοθετημένο» δικαστήριο, o ηθοποιός μιλάει για τον τρόπο που προσέγγισε τη σεξουαλική βία σε μια παράσταση δύσκολη, αλλά και «μοιρασιάς».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντέπυ Γοργογιάννη: «Ο intimacy coordinator θα ενταχθεί και στη δική μας κουλτούρα»

Θέατρο / Πώς γυρίζουμε σήμερα μια σκηνή βιασμού;

Το θέατρο και ο κινηματογράφος διεθνώς επανεξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο στήνονται οι ερωτικές και βίαιες σκηνές: μέχρι ποιο σημείο μπορεί να εκτεθεί ένα σώμα; Η Ντέπυ Γοργογιάννη εξηγεί τον ρόλο του intimacy coordinator και τον τρόπο που τίθενται τα όρια.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αγγελική Στελλάτου

Οι Αθηναίοι / Αγγελική Στελλάτου: «Έχει σημασία να μιλήσω για μένα;»

Το άστρο της ξεχώρισε δίπλα στον Δημήτρη Παπαιωάννου τα πρώτα χρόνια της Ομάδας Εδάφους. Μετά, διέγραψε τη δική της αταλάντευτη πορεία. Η Αγγελική Στελλάτου αφηγείται τη ζωή της στη LiFO, αν και πιστεύει ότι δεν «έχει σημασία να μιλάμε για εμάς σε έναν κόσμο όπου συμβαίνουν πράγματα τρομακτικά»
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Αντώνης Αντωνόπουλος διαβάζει την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμιουελ Μπέκετ

Lifo Videos / Ο Αντώνης Αντωνόπουλος διαβάζει την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ»

Σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του Σάμιουελ Μπέκετ, μια σπουδαία μελέτη για τη θνητότητα, τη δημιουργικότητα και τη μνήμη, ένας 69χρονος άνδρας κάθεται μόνος του στα γενέθλιά του και ακούει ηχογραφήσεις του παρελθόντος του.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ