Ο Φώκνερ του Μένη Κουμανταρέα

Ο Φώκνερ του Μένη Κουμανταρέα Facebook Twitter
Η παράσταση «Καθώς ψυχορραγώ», στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, από τις 20 Φεβρουαρίου.
0

Φέρετρο ή κιβούρι; Στο διάολο ή σιχτίρ; Και τι είναι αυτή η «μιλιά» του ποταμού που ακούγεται στη σελίδα 162; Χαμένος μέσα στα διλήμματα της μετάφρασης ο Μένης Κουμανταρέας ετοίμαζε τη δική του πρόταση για το «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ αρκετούς μήνες πριν από την τελική κυκλοφορία στον «Κέδρο» το 1970. Ο Αμερικανός συγγραφέας υπήρξε άλλωστε «σκάνδαλο» για πολλούς συνοδοιπόρους του Έλληνα μυθιστοριογράφου, οι οποίοι είδαν στον εσωτερικό μονόλογο και την αυτόματη συνειδησιακή γραφή του την επικράτηση της τεχνικής πάνω στην υπόθεση. Διόλου τυχαίο ότι ο Φώκνερ θα μεταφραστεί περισσότερο από κάθε άλλον ξένο πεζογράφο –μαζί ίσως με τον Κάφκα- από Έλληνες ομοτέχνους: Κοσμάς Πολίτης («Άγρια φοινικόδεντρα»), Κωστούλα Μητροπούλου («Άνυδρος Σεπτέμβρης»), Άρης Αλεξάνδρου («Οι αδούλωτοι»), Νίκος Μπακόλας («Βουή και πάθος», «Ένα ρόδο για την Έμιλι»), Παύλος Μάτεσις («Η βουή και η μανία»).


Η ιστορία ενός από τα κορυφαία μυθιστορήματα του 20ού αιώνα –γραμμένο μία ημέρα πριν από το Κραχ του 1929- είναι ένα γεγονός τετριμμένο όσο και αποκαλυπτικό: η περιπετειώδης προσπάθεια της αγροτικής οικογένειας Μπάντρεν να μεταφέρει τη νεκρή σύζυγο και μητέρα πίσω στην πόλη της καταγωγής της (Τζέφερσον). Στα χέρια του Φώκνερ μεταμορφώνεται σε τοιχογραφία με την τεχνική του κυβισμού: ένα ψηφιδωτό σε 59 κεφάλαια από 15 αφηγητές. Η απληστία και η αθωότητα, η απομάκρυνση από τις ρίζες, η εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, όλα εμπλέκονται σε αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι, σύμφωνα με τον μεταφραστή. Τις «ηδονικές» δυσκολίες ενός τέτοιου κειμένου επισημαίνει πρώτος ο Κουμανταρέας στον πρόλογό του. Γνωρίζει ότι πρέπει να διασχίσει και ο ίδιος με τις λιγότερες απώλειες τη φωκνερική επικράτεια: τους λαϊκούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς του αμερικανικού Νότου, την πρωτοποριακή γραφή και συγχρόνως τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης, τις χρονικές ανακολουθίες και την πυκνή συντακτική δομή.


Κι όμως, καταφέρνει να παραδώσει 15 «ασκήσεις ύφους» από 15 φωνές μέσα στην ίδια αφήγηση. Εκεί όπου συγκρούονται αρμονικά το ποιητικό με το ρεαλιστικό στοιχείο, η «λαϊκή μιλιά» και η «γλαφυρή ρητορεία». «Άφησα τη γλώσσα να εξελιχθεί καταπώς θα μιλιόταν από έναν απλό μέσο άνθρωπο στις κωμοπόλεις και στα χωριά μας, χωρίς να ξεχνώ πάντα πως βασικά πρόκειται για μια οικογένεια αγροτών... Βασικά δε θέλησα ν' απομακρυνθώ από ένα ύφος απλοϊκό και συνάμα λόγιο που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο του Φώκνερ...». Για την ιστορία, ο Κουμανταρέας αφιερώνει τη μετάφρασή του στον φίλο, ο οποίος τον βοήθησε και τον παρακίνησε «με την αγάπη του και με το ένστικτό του για τούτο το βιβλίο»: στον Λευτέρη Βογιατζή.

Ο Φώκνερ του Μένη Κουμανταρέα Facebook Twitter
Για την ιστορία, ο Κουμανταρέας αφιερώνει τη μετάφρασή του στον φίλο, ο οποίος τον βοήθησε και τον παρακίνησε «με την αγάπη του και με το ένστικτό του για τούτο το βιβλίο»: στον Λευτέρη Βογιατζή.

Ο δευτερότοκος της οικογένειας, Νταρλ, θυμάται την παιδική του ηλικία

«Όταν ήμουν μικρό παιδί, πρωτόμαθα πόσο γευστικότερο γίνεται το νερό σαν έχει μείνει κομμάτι μέσα σε κουβά από κέδρο. Χλιαρό προς δροσερό, μ' ανεπαίσθητη γεύση – ίδιο το άρωμα ζεστού αέρα τον Ιούλη μεσ' από κέδρους. Πρέπει να μείνει έξι ώρες τουλάχιστον και να πιωθεί από φλασκί. Το νερό δεν πρέπει να πίνεται ποτέ από μέταλλο.

Κι ακόμα καλύτερα τις νύχτες. Ξάπλωνα σ' αχυρένιο στρώμα στο διάδρομο περιμένοντάς τους ωσότου κοιμηθούν όλοι, έπειτα σηκωνόμουν και ξαναγύριζα στο μαστέλο. Μαύρος ο κάδος, το σανίδι μαύρο, η ακύμαντη επιφάνεια του νερού ένα στρόγγυλο χάσμα στην ανυπαρξία, όπου, προτού την αναταράξω ξυπνώντας την μες στο κανάτι, μπόραγα ίσως να δω κανένα αστέρι ή δυο μες στο μαστέλο και ίσως μες στο κανάτι κανένα αστέρι ή δυο προτού το πιω. Ύστερα έριξα μπόι, αντρώθηκα. Τότες περίμενα μέχρι να πλαγιάσουν όλοι, για να μπορώ να μένω ξαπλωμένος, με την άκρια της πουκαμίσας μου ανασηκωμένη, ακούοντάς τους βυθισμένους σε ύπνο, νιώθοντας εμένα τον ίδιο χωρίς ν' αγγίζομαι, νιώθοντας τη δροσερή σιωπή να φυσάει πάνω στα μεριά μου και βασανίζοντας το μυαλό μου να βρω αν πέρα εκεί μες στο σκοτάδι ο Κας έκανε και αυτός το ίδιο, κι αν είχε αρχίσει να το κάνει τα τελευταία δυο χρόνια, προτού θελήσω είτε μπορέσω να το κάνω κι εγώ».

Ο εσωτερικός μονόλογος –εξού και η έλλειψη σημείων στίξης- της μοναχοκόρης των Μπάντρεν, Ντιούη Ντελ

«Όταν κοιμόμουν στο ίδιο κρεβάτι με τον Βάρνταμαν είδα κάποτες έναν εφιάλτη θαρρούσα πως ήμουν ξυπνή όμως δεν μπόραγα να δω ούτε να νιώσω το κρεβάτι μου και δεν μπόραγα να σκεφτώ τι ήμουν δεν μπόραγα να σκεφτώ τ' όνομά μου δεν μπόραγα καν να σκεφτώ ότι είμαι κοπέλα δεν μπόραγα ούτε να σκεφτώ είμαι ούτε να σκεφτώ πως ήθελα να ξυπνήσω ούτε να θυμηθώ τι είναι το αντίθετο του να ξυπνά κανείς για να μπορέσω να το κάνω καταλάβαινα πως κάτι έτρεχε αλλά δεν μπόραγα ούτε να σκεφτώ το χρόνο και τότες άξαφνα εντελώς κατάλαβα πως ήταν κατιτίς ήταν ο αγέρας που με φυσούσε ήταν θαρρείς κι ο αγέρας ερχόταν να με σπρώξει από κει που δεν ήμουν φυσώντας το δωμάτιο και τον Βάρνταμαν που κοιμόταν κι όλους τους άλλους ξανά από κάτω μου θαρρείς κι ήταν ένα κομμάτι δροσερό ύφασμα μεταξωτό καθώς περνούσε ξυστά μέσ' απ' τα γυμνά μου ποδάρια».

Ο γείτονας των Μπάντρεν, Βέρνον Ταλ, που παραστέκεται στα βάσανά τους. Η Κόρα είναι η σύζυγός του

«Σα γύρισα να κοιτάξω το μουλάρι μου ήταν θαρρείς και το 'βλεπα σαν μέσα από την ανάποδη από κιάλια, μπόραγα και το τηρούσα να στέκει εκεί, κι αγνάντευα όλο τον απέραντο κάμπο και το σπιτικό μου βγαλμένο μεσ' απ' τον ιδρώτα μου θαρρείς όσος περισσότερος ίδρωτας τόσο περισσότερη γης. κι όσο περσότερος ίδρωτας τόσο περισσότερο το σπίτι γιατί ταιριάζει στην Κόρα να 'χει ένα σπιτικό στέρεο για να κρατάει την Κόρα καθώς η δροσερή πηγή μια στάμνα γάλα: γιατί χρειάζεται να 'χεις μια δυνατή πηγή για να 'χεις στέρεη στάμνα, γιατί έτσι κι έχεις πηγή καλή αυτό σου δίνει όρεξη να 'χεις στέρεες, καλοφτιαγμένες στάμνες, γιατί ξινό για όχι, έχεις να κάνεις με το δικό σου γάλα, γιατί βέβαια προτιμάς να 'χεις γάλα που να ξινίζει παρά να μην έχεις καθόλου γάλα, κι αυτό επειδής είσαι άντρας».

Στη μία και μοναδική αφήγησή της η «νεκρή» Άντυ Μπάντρεν εξιστορεί τη γνωριμία της με τον Ανς

«Το λοιπόν έτσι πήρα τον Ανς. Και όταν κατάλαβα πως ήμουν έγκυος στον Κας, ένιωσα το πως να ζει κανείς είναι κάτι το τρομαχτικό και να την η απάντηση. Τότες έμαθα για πρώτη φορά πως τα λόγια δε φελάνε κι ότι δεν είναι τρόπος οι λέξεις να κολλήσουν πουθενά οτιδήποτε κι αν είναι αυτό που πασχίζουν να το εκφράσουν. Όταν ο Κας γεννήθηκε κατάλαβα ότι η λέξη μητρότητα εφευρέθηκε από κάποιον που ήθελε σώνει και καλά να της δώσει ένα όνομα γιατί όσοι κατέχουν τα παιδιά πεντάρα δε δίνουν αν υπάρχει μια λέξη γι' αυτά ή όχι. Κατάλαβα ότι ο φόβος εφευρέθηκε από κάποιον που ποτές του δεν απόχτησε φόβο. περηφάνια που δεν υπερηφανεύτηκε ποτέ. Τότε κατάλαβα πως δεν ήταν επειδής ήσαν βρώμικα και μυξιασμένα, αλλά ότι ο λόγος ήταν πως ήμασταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον με μέσο τις λέξεις σαν τις αράχνες που κρεμασμένες σε δοκάρι απ' το στόμα τους ταλαντεύονται στο κενό, γυρνοφέρνοντας δίχως ν' αγγίζονται ποτές τους, και πως μόνο με τα χτυπήματα της βέργας μπόραγε το αίμα μου και το αίμα τους να τρέξει αντάμα στο ίδιο το αυλάκι. Ένιωσα τότες πως η μοναξιά μου δεν ήταν ανάγκη να παραβιάζεται, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μα πως μέχρι τη μέρα που γέννησα τον Κας δεν είχε ποτές της παραβιαστεί, ούτε καν απ' τον ίδιο τον Ανς τις νύχτες.

Ο Άρμστιντ φιλοξενεί στο υποστατικό του την οικογένεια Μπάντρεν μαζί με το κιβούρι

«Κάπου γύρω στις εννιά ο καιρός πήρε να ζεσταίνει. Τότες δα βλέπω και το πρώτο κοράκι – ένεκα η υγρασία, λέω. Όπως και να 'χει το πράγμα δεν τα πρόσεξα παρά σαν ο ήλιος είχε πια ψηλώσει. Και ήταν ευχής έργον που τ' αεράκι δε φύσαγε κατά το σπίτι, έτσι αργοπόρησαν κομμάτι, θα 'χε πια προχωρήσει η μέρα. Όμως δεν είχα προκάμει να τα δω όταν μου φάνηκε πως άρχισα κιόλας να μυρίζω την αποφορά ως πέρα κάτω στο χωράφι μου μακριά κάπου ένα μίλι. και μόνο που τα 'βλεπα, αυτό μου 'φτανε. Κι αυτά να κόβουν ολοένα τις γυροβολιές τους σαν για να δείξουν σ' ολο τον ντουνιά το τι εγώ είχα φυλαγμένο μέσα στο στάβλο μου.... Θα 'πρεπε να 'σαν καμιά ντουζίνα από δαύτα, κουρνιασμένα πάνω στο δοκάρι της στέγης του στάβλου, και ο μικρός να 'χει πάρει καταπόδι ένα από δαύτα θαρρείς κι είχε να κάνει με καμιά γαλοπούλα, και κάθε που πήγαινε να το πιάσει, το πουλί υψωνόταν ξεφεύγοντάς του με τέχνη. ώσπου τελικά πήγε εκεί όπου ο μικρός το 'χε βρει, θρονιασμένο πάνω στο κιβούρι».

INFO
Η παράσταση «Καθώς ψυχορραγώ», στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, από τις 20 Φεβρουαρίου.

Παίζουν: Σοφία Φιλιππίδου, Κώστας Βασαρδάνης, Μιχάλης Καλιότσος, Έλενα Μεγγρέλη, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης και Μορφέας Παπουτσάκης

Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη. Ώρα έναρξης: 21.00.

Πληροφορίες: Τηλ.: 2108217877

Τιμές εισιτηρίων: 15€, 10€ μειωμένο

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΓΙΑ 28 ΜΑΙΟΥ Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Θέατρο / Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Σαν σήμερα, το 1943, γεννήθηκε η Ελληνίδα σοπράνο που διέπρεψε για μια ολόκληρη δεκαετία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά κάηκε εξαιτίας μιας σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών ρόλων, τους οποίους ερμήνευσε πολύ νωρίς. Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της, περιγράφει την άνοδο και την πτώση της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Θέατρο / Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας μέχρι τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η ζωή του βραβευμένου ηθοποιού, τραγουδιστή και σεναριογράφου είναι μια διαρκής προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια. Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» τον καθόρισε, ενώ ο ρόλος του στο «Brokeback Mountain» τού έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο. Δηλώνει πως αυτό που τον ενοχλεί βαθιά είναι η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Θέατρο / 13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Τέχνη με φαντασία, αστείρευτη δημιουργία, πρωτοποριακές προσεγγίσεις: ένα επετειακό, εορταστικό, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου μέσα από 83 επιλογές από το θέατρο, τη μουσική και τον χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία

Θέατρο / «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί και γράφει ένα έργο-παιχνίδι, εξετάζοντας τις σχέσεις εξουσίας, τον δημιουργικό αντίλογο και τη μάταιη προσπάθεια να ασκήσουμε έλεγχο στη ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη, ένα μιούζικαλ από την Κόλαση

Θέατρο / Φάουστ: Ένα μιούζικαλ από την κόλαση

«Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Θέατρο / Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο. Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Νίκος Χατζόπουλος

Νίκος Χατζόπουλος / «Αν σκέφτεσαι μόνο το ταμείο, κάποια στιγμή το ταμείο θα πάψει να σκέφτεται εσένα»

Ο Νίκος Χατζόπουλος έχει διανύσει μια μακρά πορεία ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Μιλά στη LIFO για το πόσο έχει αλλάξει το θεατρικό τοπίο σήμερα, για τα πρόσφατα περιστατικά λογοκρισίας στην τέχνη, καθώς και για τις προσεχείς συνεργασίες του με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Χορός / Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Maguy Marin, Χρήστος Παπαδόπουλος, Damien Jalet, Omar Rajeh και άλλα εμβληματικά ονόματα του χορού πρωταγωνιστούν στις 20 παραστάσεις του φετινού προγράμματος του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα πραγματοποιηθεί από τις 18-27 Ιουλίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Μια άλλη Θήβα»: Η πιο αθόρυβη επιτυχία της θεατρικής Αθήνας

The Review / «Μια άλλη Θήβα»: Η παράσταση-φαινόμενο που ξεπέρασε τους 100.000 θεατές

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την θεατρική παράσταση στο Θεάτρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διανύει πλέον την τρίτη της σεζόν σε γεμάτες αίθουσες. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της; Το ίδιο το έργο ή οι δύο πρωταγωνιστές, ο Θάνος Λέκκας και ο Δημήτρης Καπουράνης, που καθήλωσαν το κοινό;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Θέατρο / «Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί την «Ανδρομάχη» στην Επίδαυρο, με άντρες ηθοποιούς στους γυναικείους ρόλους, εξερευνώντας τις πολιτικές και ηθικές διαστάσεις του έργου του Ευριπίδη. Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ηθική και η ευθύνη ηγετών και πολιτών έρχονται σε πρώτο πλάνο σε μια πολιτική και κοινωνική τραγωδία με πολυδιάστατη δομή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η «Χρυσή Εποχή»

Αποστολή στο Νόβι Σαντ / Κωνσταντίνος Ρήγος: «Ήθελα ένα υπέροχο πάρτι όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι»

Στη νέα παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Χρυσή Εποχή», μια συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, εικόνες από μια καριέρα 35 ετών μεταμορφώνονται ‒μεταδίδοντας τον ηλεκτρισμό και την ενέργειά τους‒ σε ένα ολόχρυσο ξέφρενο πάρτι.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ