Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Στιβαρός, δοτικός, τρυφερά συνδεδεμένος με τον ρόλο του, ο Μάκης Παπαδημητρίου στο «Κρυπτόγαμα» έπλασε ένα ζωντανό, συγκινητικό πορτρέτο του Μιχάλη, της καταπιεσμένης θηλυκότητας που αναγκάζεται να ζει διπλή ζωή. Φωτ.: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
0

Ένας ηθοποιός στέκεται μόνος πάνω στη σκηνή. Το σώμα του πολύτιμο. Αναντικατάστατο. Είναι η αρχή του παντός: ενσαρκώνει τον ρόλο, εκφέρει τον λόγο, γεννά τα συναισθήματα, εγγυάται τη συνοχή, την επικοινωνία, το νόημα. Όλα τα βλέμματα σκαρφαλώνουν πάνω του. Οι ανάσες συντονίζονται με τη δική του. Kρέμονται από κάθε τίναγμα του κεφαλιού του, κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του. Περιμένουμε την αποκάλυψη: τον μικρό θεό να κάνει το θαύμα του. Να μας μιλήσει, να μας σαγηνεύσει, να μας συνεπάρει. Μεγάλες προσδοκίες, παντοτινές... 

Τι θα συνέβαινε, όμως, αν κάποιος αποφάσιζε να αλλάξει τη φύση αυτής της σχέσης; Να πειράξει τους κανόνες του παιχνιδιού;   

Παρακολουθώντας διαδοχικά, το ίδιο βράδυ, στην Πειραιώς 260, το «Κρυπτόγαμα» και το «Looking for a Missing Employee», ένιωσα να διασχίζω μια μαγική τάφρο. Μέσα σε λίγα βήματα, τόσα όσα χρειάζονται για να πάει κανείς από το κτίριο Η στο Δ, βρέθηκα από το «τότε» στο «τώρα». Από το αυτονόητο, το αναμενόμενο, το οικείο, στο απρόβλεπτο, το διαφορετικό, το αταξινόμητο. 

Καίτοι ο καλλιτέχνης «απουσιάζει» από τη σκηνή, η φυσική παρουσία του, ακόμη κι αν επιλέγουμε να την αγνοούμε, δημιουργεί μια ένταση μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί», του «μπροστά» και του «πίσω», του φανερού και του όχι-τόσο-φανερού, επιφέροντας διακριτικούς τριγμούς στο οικοδόμημα των κλασικών διπόλων.

Στιβαρός, δοτικός, τρυφερά συνδεδεμένος με τον ρόλο του, ο Μάκης Παπαδημητρίου στο «Κρυπτόγαμα» έπλασε ένα ζωντανό, συγκινητικό πορτρέτο του Μιχάλη, της καταπιεσμένης θηλυκότητας που αναγκάζεται να ζει διπλή ζωή στο άκρως συντηρητικό περιβάλλον της κλειστής νησιωτικής κοινωνίας όπου μεγάλωσε. Το πρωί στο «χασαπιό» πνίγεται στην «αφόρητη μπόχα από αίμα, σπλάχνα, κρέας», το βράδυ στη ρεματιά προσφέρεται σε αγνώστους βιώνοντας μια «παράξενη ελευθερία... κάθε φορά που έπεφτα στα τέσσερα σα θηλυκό». 

Λόγος ρυθμικός, εύηχος, άμεσος, διάστικτος με στιγμές ποιητικές, μια υποκριτική απέριττη, χωρίς εντυπωσιασμούς, σμιλεμένη από έναν έμπειρο ηθοποιό που μας εντάσσει στον κόσμο της ηρωίδας αποφεύγοντας κάθε νατουραλιστικό «πειρασμό», επιτρέποντας στη φαντασία μας να συνθέσει τις δικές της εικόνες, να γευτεί την ηδονή και την οδύνη μιας βασανισμένης ύπαρξης που αγωνίζεται για την επιθυμία της, αλλά συνθλίβεται τελικά από το ασφυκτικά ομοφοβικό περιβάλλον που την οδηγεί στην αυτοκτονία. Όμως αυτό, καίτοι ευγενές, δεν αποδεικνύεται αρκετό: ούτε το κείμενο, ούτε η ερμηνεία, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε η σκηνογραφία (ένα ρημαγμένο χασάπικο), τίποτε από όλα αυτά, μόνο του ή όλα μαζί, δεν προσφέρουν κάποια αληθινή πρόκληση στον θεατή, ακόμη κι αν ενίοτε τον συγκινούν. Η γνώριμη θεατρική συνθήκη –εκείνη που βασίζεται στην παντοδυναμία του ηθοποιού ως υπέρτατης πηγής νοηματοδότησης της εμπειρίας μας– δεν παρουσιάζει καμία ρωγμή. Ο διχασμός της ηρωίδας δεν αντικατοπτρίζεται σε κανένα από τα στοιχεία παράστασης, η φόρμα δεν ταλανίζεται από κανέναν κραδασμό, παραμένει μονοσήμαντη και συμπαγής από την αρχή ως το τέλος.   

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Ο διχασμός της ηρωίδας δεν αντικατοπτρίζεται σε κανένα από τα στοιχεία παράστασης, η φόρμα δεν ταλανίζεται από κανέναν κραδασμό, παραμένει μονοσήμαντη και συμπαγής από την αρχή ως το τέλος.   

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του Ραμπί Μρουέ, του Λιβανέζου ηθοποιού, σκηνοθέτη και εικαστικού καλλιτέχνη που φιλοξενήθηκε στο Φεστιβάλ με τον «Χαμένο υπάλληλό» του. Ο Μρουέ αρνείται εξαρχής να «υποταχθεί» στην καθιερωμένη συνθήκη των θεατρικών μονολόγων – όχι για λόγους «πρωτοτυπίας» αλλά για λόγους ουσίας, με αξιοσημείωτες οντολογικές και πολιτικές προεκτάσεις. 

Τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής ένα τραπέζι και μια καρέκλα, δεν «κάθεται», όμως, ο ίδιος εκεί αλλά η «εικόνα» του, όπως αυτή προβάλλεται ζωντανά σε μια οθόνη προσαρμοσμένη στην επιφάνεια του επίπλου. Πίσω από την κατασκευή αυτή, υπερυψωμένες, βρίσκονται δύο άλλες οθόνες, τεράστιες, στη μία εκ των οποίων, την αριστερή, καταγράφονται (από τον συνεργάτη του καλλιτέχνη), εν είδει σχεδιαγράμματος, όλα τα ονόματα, οι αριθμοί, οι χρονολογίες και οι φράσεις-κλειδιά της υπό εξέταση υπόθεσης, έτσι όπως αυτές αναδύονται στον πραγματικό χρόνο της παράστασης. Τέλος, στην πίσω δεξιά οθόνη βλέπουμε τα αποκόμματα των εφημερίδων που συνέλεξε ο Μρουέ πριν από πολλά χρόνια, όταν «έσκασε» στην επικαιρότητα η είδηση της εξαφάνισης του Ραφάτ Σουλεϊμάν, κατώτερου υπαλλήλου του υπουργείου Οικονομικών του Λιβάνου. 

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Σίγουρα, ο Μρουέ δεν αναλαμβάνει ρόλο «ντετέκτιβ», ούτε αποσκοπεί στην απόδοση ευθυνών, στον στιγματισμό των «ενόχων» ή στη δημοσιοποίηση εξακριβωμένων απαντήσεων.

Έχοντας ήδη πάρει τη θέση του στην έκτη ή έβδομη σειρά της πλατείας, ο Μρουέ αρχίζει την απολαυστική αφήγησή του οδηγώντας μας σταδιακά, μεθοδικά, με σαρωτικό χιούμορ, μέσα από την παράνοια ετούτης της ιστορίας που απασχόλησε σπασμωδικά τον Τύπο της χώρας του το μακρινό 1996, όταν ο καλλιτέχνης ζούσε ακόμη εκεί και το περιστατικό –για την ακρίβεια όσα γράφονταν γύρω από αυτό, άκρως αντικρουόμενα μεταξύ τους– ερέθισε την περιέργειά του. Πώς εξαφανίστηκε ο Σουλεϊμάν; Έκλεψε πράγματι χρήματα από το ταμείο του υπουργείου; Κι αν ναι, πόσα; Τριάμισι εκατομμύρια ή τριάντα πέντε δισεκατομμύρια; (Το νούμερο άλλαζε από μέρα σε μέρα στα ρεπορτάζ.) Τι απέγινε; Είναι ζωντανός ή νεκρός; Δραπέτευσε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό στα σύνορα με το Ισραήλ ή μήπως κρύβεται στην Αίγυπτο; Απουσία αποδεικτικών στοιχείων, υποψίες, αλληλοκατηγορίες υπουργών, συλλήψεις υπόπτων –μεταξύ των οποίων και της συζύγου του–, σχόλια για τον χαρακτήρα του αγνοούμενου αποτυπώνονται γλαφυρά στο κολάζ που στοιχειοθετεί ο Μρουέ προσπαθώντας να ενώσει τα κομμάτια του μυστηρίου. Προσοχή, βέβαια: «Αυτή η περφόρμανς δεν επιχειρεί να αποδείξει ποιος είναι το θύμα και ποιος ο εγκληματίας. Δεν επιδιώκει να εντοπίσει την αλήθεια ή τη μη αλήθεια», μας προειδοποιεί στην έναρξη ένα σύντομο κείμενο που εμφανίζεται στην αριστερή οθόνη. 

Σίγουρα, ο Μρουέ δεν αναλαμβάνει ρόλο «ντετέκτιβ», ούτε αποσκοπεί στην απόδοση ευθυνών, στον στιγματισμό των «ενόχων» ή στη δημοσιοποίηση εξακριβωμένων απαντήσεων. Αυτό που τον αφορά είναι η υπονόμευση των βεβαιοτήτων, η αποσταθεροποίηση της πάγιας συνθήκης θεατή-θεάματος-ερμηνευτή, η παραγωγή καίριων ερωτημάτων: ποιος είναι ο τόπος όπου κατοικεί η αλήθεια; Ποιος είναι ο ισχυρότερος πομπός της; Το σώμα του ηθοποιού, που κάθεται ανάμεσά μας, ή η εικόνα του προσώπου και των χεριών του που προβάλλονται, μέσω κάμερας, στις οθόνες; Υπάρχει μία μοναδική αλήθεια ή μήπως αυτή αναδύεται μέσα από πολλαπλές, ενίοτε αντιφατικές, εστίες, μέσα από το ντεριντιανό «παιχνίδι των διαφορών»; 

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Το βλέμμα μας ταξιδεύει πότε στη μικρή οθόνη, πότε στις μεγάλες, χωρίς κανένας να μας υπαγορεύει πού να επιμείνουμε, τι είναι πιο σημαντικό ως προς την εκμαίευση της όποιας αλήθειας.

«Ακόμη και ο καλλιτέχνης εξαφανίζεται», έγραψε ένας ξένος κριτικός για τον Μρουέ, συλλαμβάνοντας τόσο εύστοχα την πολλαπλή διάσταση ετούτης της ιδιότυπης παράστασης, που κινείται στα όρια της έρευνας, της πολιτικής σάτιρας, της stand-up (ή μήπως της sit-down) κωμωδίας, και της εικαστικής περφόρμανς-διάλεξης. «Ο αγνοούμενος είναι κάποιος που είναι παρών, αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε, κάποιος που είναι και δεν είναι εδώ, κάποιος που χάθηκε, αλλά ενδέχεται να ξαναγυρίσει», λέει ο ηθοποιός μιλώντας για τον Σουλεϊμάν, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στον εαυτό του. 

Καίτοι ο καλλιτέχνης «απουσιάζει» από τη σκηνή, η φυσική παρουσία του, ακόμη κι αν επιλέγουμε να την αγνοούμε, δημιουργεί μια ένταση μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί», του «μπροστά» και του «πίσω», του φανερού και του όχι-τόσο-φανερού, επιφέροντας διακριτικούς τριγμούς στο οικοδόμημα των κλασικών διπόλων. Πού εκτυλίσσεται το θεατρικό συμβάν; Κάθε θεατής, ανάλογα με τη θέση του στην αίθουσα, εξασφαλίζει μια διαφορετική οπτική: άλλοι βλέπουν την πλάτη του ερμηνευτή, άλλοι το προφίλ του, άλλοι (όπως εγώ, στη δεύτερη σειρά) δεν εισπράττουν τίποτε από αυτά, παρά μόνον μια αδιόρατη αίσθηση της αύρας και της ενέργειάς του. Το βλέμμα μας ταξιδεύει πότε στη μικρή οθόνη, πότε στις μεγάλες, χωρίς κανένας να μας υπαγορεύει πού να επιμείνουμε, τι είναι πιο σημαντικό ως προς την εκμαίευση της όποιας αλήθειας. Η πλατεία γίνεται μέρος της σκηνής και ο ίδιος ο καλλιτέχνης θεατής του θεάματός του. 

Ο Μρουέ δεν μας αφήνει απλώς να αισθανθούμε τη ρευστή, αλληλοσυμπληρούμενη συνύπαρξη των ποικιλόμορφων σημείων του θεατρικού συμβάντος∙ εκθέτει την ίδια την έννοια της κατασκευής στη διερευνητική διάθεσή μας: σε ιδεολογικό επίπεδο δείχνει πώς κατασκευάζεται ένα «σκάνδαλο» (μέσα από την παραπλάνηση του Τύπου και της κοινής γνώμης, την αποσιώπηση δεδομένων, την επινόηση υπόπτων κ.ο.κ.)∙ σε θεατρικό επίπεδο αποδεικνύει έμπρακτα, εναρμονίζοντας απόλυτα φόρμα και περιεχόμενο, ότι η κατασκευή αυτή (η καλλιτεχνική όσο και η κοινωνικοπολιτική) δεν διαθέτει ένα κέντρο, μοναδικό και αναντικατάστατο (τον «πανίσχυρο» ηθοποιό επί σκηνής), ακριβώς όπως η εξουσία, κατά τον Φουκό, δεν εδράζεται σε ένα προβεβλημένο, οριοθετημένο, προνομιακό σημείο, αλλά διαχέεται παντού και λειτουργεί απρόβλεπτα, μέσα από την αλληλεπίδραση ή/και σύγκρουση διαρκώς μεταβαλλόμενων δυνάμεων και συναρμογών.  

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Κρυπτόγαμα» του Μιχάλη Αλμπάτη, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Looking for a Missing Employee» σε κείμενο-σκηνοθεσία του Ραμπί Μρουέ

«Η αγαπημένη του κυρίου Λιν»

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Η εικόνα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη/αφηγητή συνδιαλέγεται (βουβά) με τον, ελαφρώς μεγαλύτερο ηλικιακά, «κλώνο» του. Φωτ.: Mike Rafail

Έχοντας όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, καταλήγω, πέντε μέρες μετά, στον τρίτο κατά σειρά μονόλογο-πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών στο κοινό του. Η «Αγαπημένη του κυρίου Λιν» μας καλεί και αυτή να αναμετρηθούμε με τη δεσπόζουσα παρουσία ενός ηθοποιού που μεταφέρει στο κοινό μια ιστορία απώλειας, μοναξιάς, αποξένωσης και απόγνωσης, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από την περίπτωση του ηλικιωμένου μετανάστη, κυρίου Λιν. 

Ο Βέλγος σκηνοθέτης της παράστασης εμφανίζεται αρκετά «υποψιασμένος» ως προς την ανάγκη δημιουργίας ενός οπτικού και ηχητικού περιβάλλοντος που θα συνομιλήσει με το σώμα του ηθοποιού, ανοίγοντας για τον θεατή γόνιμες γραμμές δια-φυγής από την κλασική μονολογική συνθήκη που περιγράψαμε στην αρχή. Ως εκ τούτου, στην υπερμεγέθη οθόνη, στο βάθος της σκηνής, σημειώνεται μια διαρκής δραστηριότητα: η εικόνα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη/αφηγητή συνδιαλέγεται (βουβά) με τον, ελαφρώς μεγαλύτερο ηλικιακά, «κλώνο» του, ενώ, άλλες στιγμές, η οθόνη γεμίζει φράσεις που «τρέχουν», κατρακυλούν, ξεθωριάζουν και ξαναφουντώνουν, αναπαράγοντας διαλόγους του κυρίου Λιν με τη διερμηνέα/νοσοκόμα, ή απομονώνοντας λέξεις/έννοιες που κρίνονται σημαίνουσες για τον κόσμο του ήρωα. Τα ουσιαστικά «Άντρας», «Γυναίκα», «Παιδί» είναι ίσως εκείνα που επαναλαμβάνονται πιο εμμονικά, ενώ το όνομα της μικρής εγγονής του κυρίου Λιν –Σανγκ Ντιου– δεν εγκαταλείπει την οθόνη ποτέ. 

Παράλληλα, ο ηθοποιός, ωσάν αυτοσχέδιος μουσικός, πότε πατά τα πλήκτρα ενός ηλεκτρονικού «μεταλλόφωνου», πότε τρίβει το πάτωμα με «γυαλόχαρτο» (ο ήχος του οποίου μετατρέπεται την επόμενη στιγμή σε παφλασμό κυμάτων), και πότε παράγει «παράσιτα» από ένα παλιό ραδιόφωνο, το ίδιο που κρατάει αργότερα υπό μάλης στη σκηνή του προθανάτιου ονείρου, σκαρφαλωμένος σε μια καρέκλα, με το πρόσωπο φωτισμένο και τη φωνή του ηχογραφημένη, εγείροντας αναμνήσεις του μπεκετικού «Κραπ».

Θα μπορούσε να παρουσιάζει ενδιαφέρον ετούτη η συνέργεια σύγχρονης και vintage/χειροποίητης τεχνολογίας, που εναποθέτει μικρές πιτσιλιές χρώματος πάνω στον καμβά της αφήγησης. Δυστυχώς, όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι παρά μόνον αυτό: μικρές πιτσιλιές. Χαριτωμένα γραφιστικά ευρήματα (η «ουρά» του γράμματος «η» που μακραίνει προαναγγέλλοντας τη λέξη «πηγή»), λέξεις-κομφετί που σπινθηροβολούν ανέμελες κομίζοντας μιαν επίφαση ποιητικότητας, ηχητικοί πειραματισμοί, όλα αυτά μας διασκεδάζουν ενδεχομένως, γαργαλούν την προσοχή μας, επί της ουσίας, όμως, δεν προσδίδουν βάθος στην εμπειρία μας, χαρίζουν μονάχα έναν ανώδυνο αντιπερισπασμό απέναντι στην αφόρητη μονοτονία και την «παραμυθένια» αφέλεια της κύριας αφηγηματικής δράσης, την οποία έχει επωμισθεί ο ηθοποιός, και η οποία μας αφήνει τελικά αδιάφορους. 

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» του Φιλίπ Κλοντέλ, σε σκηνοθεσία Γκι Κασίερς

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΓΙΑ 28 ΜΑΙΟΥ Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Θέατρο / Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Σαν σήμερα, το 1943, γεννήθηκε η Ελληνίδα σοπράνο που διέπρεψε για μια ολόκληρη δεκαετία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά κάηκε εξαιτίας μιας σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών ρόλων, τους οποίους ερμήνευσε πολύ νωρίς. Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της, περιγράφει την άνοδο και την πτώση της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Θέατρο / Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας μέχρι τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η ζωή του βραβευμένου ηθοποιού, τραγουδιστή και σεναριογράφου είναι μια διαρκής προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια. Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» τον καθόρισε, ενώ ο ρόλος του στο «Brokeback Mountain» τού έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο. Δηλώνει πως αυτό που τον ενοχλεί βαθιά είναι η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Θέατρο / 13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Τέχνη με φαντασία, αστείρευτη δημιουργία, πρωτοποριακές προσεγγίσεις: ένα επετειακό, εορταστικό, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου μέσα από 83 επιλογές από το θέατρο, τη μουσική και τον χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία

Θέατρο / «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί και γράφει ένα έργο-παιχνίδι, εξετάζοντας τις σχέσεις εξουσίας, τον δημιουργικό αντίλογο και τη μάταιη προσπάθεια να ασκήσουμε έλεγχο στη ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη, ένα μιούζικαλ από την Κόλαση

Θέατρο / Φάουστ: Ένα μιούζικαλ από την κόλαση

«Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Θέατρο / Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο. Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Νίκος Χατζόπουλος

Νίκος Χατζόπουλος / «Αν σκέφτεσαι μόνο το ταμείο, κάποια στιγμή το ταμείο θα πάψει να σκέφτεται εσένα»

Ο Νίκος Χατζόπουλος έχει διανύσει μια μακρά πορεία ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Μιλά στη LIFO για το πόσο έχει αλλάξει το θεατρικό τοπίο σήμερα, για τα πρόσφατα περιστατικά λογοκρισίας στην τέχνη, καθώς και για τις προσεχείς συνεργασίες του με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Χορός / Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Maguy Marin, Χρήστος Παπαδόπουλος, Damien Jalet, Omar Rajeh και άλλα εμβληματικά ονόματα του χορού πρωταγωνιστούν στις 20 παραστάσεις του φετινού προγράμματος του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα πραγματοποιηθεί από τις 18-27 Ιουλίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ