Το Kournos Music Festival κλείνει φέτος πέντε χρόνια παρουσίας στις πολιτιστικές δραστηριότητες της Λήμνου και τα γιορτάζει με δράσεις για όλες τις ηλικίες, προσκαλώντας τόσο τους μόνιμους κατοίκους όσο και τους επισκέπτες να συμμετάσχουν σε μια γιορτή επούλωσης και ελπίδας. Ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός του φεστιβάλ για το 2025 εστιάζει σε θέματα συμπερίληψης και αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα εξερευνά την έννοια του ξένου, αντλώντας έμπνευση από τις ετερόκλητες πτυχές του νησιού.
Το επετειακό πρόγραμμα, σε καλλιτεχνική επιμέλεια της Ομάδας Μουσικού Θεάτρου Ραφή, περιλαμβάνει για πρώτη φορά επτά μοναδικές εκδηλώσεις, από τις 3 έως και τις 17 Αυγούστου 2025, ειδικά σχεδιασμένες για το φεστιβάλ. Στον κύκλο «Παραλογές», όπως το εξω-λογικό και το παράλογο διαπνέουν αυτή την ξεχωριστή κατηγορία των δημοτικών τραγουδιών, έτσι διατρέχουν και τον πυρήνα του φετινού προγραμματισμού του Kournos Music Festival. Αλλά τι θεωρούμε πια αλλόκοτο και τι «κανονικό»; Και πώς μετουσιώνουμε, στην τέχνη και στην πράξη, το αλλότριο που μας περιβάλλει; Σε έναν κόσμο όπου η έννοια της διαφορετικότητας εγείρει συζητήσεις, το Κοurnos Music Festival προτείνει εφτά «παραλογές», εφτά καλλιτεχνικές νησίδες αποδοχής, ονείρου και φαντασίας.
Δεν ξέρω αν η Λήμνος εμφανίζεται ευδιάκριτα στα έργα μου. Αλλά είμαι βέβαιος πως με διαμορφώνει. Όχι θεματικά, αλλά ως στάση. Μου θυμίζει να προσπαθώ να μη δημιουργώ για εντύπωση. Να εμπιστεύομαι το βάθος του απλού.
Ένας από τους πιο συναρπαστικούς σύγχρονους Ευρωπαίους δημιουργούς, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την εικαστική έκθεση-εγκατάσταση «Η μεταμόρφωση ως παιχνίδι / Metamorphoses as a Toy», σε επιμέλεια του Σταμάτη Σχιζάκη. Η έκθεση −ανάθεση του Kournos Music Festival− θα φιλοξενηθεί στο Μουσείο Παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Πρόκειται για μια υβριδική εγκατάσταση που συνδυάζει την ευαισθησία της παιδικής φαντασίας με τη θεατρικότητα και τη σωματικότητα του έργου του Λασκαρίδη, εστιάζοντας στην έννοια της μεταμόρφωσης − όχι ως δράματος, αλλά ως παιγνιώδους πράξης ελευθερίας και επανεφεύρεσης του εαυτού.

Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης δίνει αποκλειστικές φωτογραφίες από την εγκατάσταση και μιλάει για το project του:
«H έκθεση-εγκατάσταση “Η μεταμόρφωση ως παιχνίδι” είναι διαφορετικό project από τις παραστάσεις μου. Δεν υπάρχει σκηνή, δεν υπάρχει χρόνος έναρξης του έργου κάθε βράδυ, δεν υπάρχει κοινό καθισμένο σε καρέκλες, ούτε η δική μου φυσική παρουσία στο παρόν. Είμαι μέσα στα πορτρέτα, στα βίντεο που εκτίθενται, αλλά ταυτόχρονα είμαι και “εκτός” έργου. Όχι με την έννοια της απόστασης, αλλά με την έννοια της απουσίας. Το έργο με περιέχει, αλλά δεν με χρειάζεται. Δεν απαιτεί τη ζωντανή μου παρουσία. Δεν ζητά την ενέργεια που μεταφέρω όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή. Εδώ το “σώμα” είναι ο χώρος και η “κίνηση” γίνεται από τον επισκέπτη. Η εμπειρία είναι σιωπηλή και ελεύθερη. Ο θεατής δεν υπακούει σε μια συγκεκριμένη παρτιτούρα, όπως συμβαίνει στα σκηνικά μου έργα. Δεν του επιβάλλεται ένας ρυθμός, δεν τον καθοδηγεί το σώμα μου ή ο χρόνος μου. Μπορεί να περιηγηθεί όπως θέλει, να μείνει, να προσπεράσει, να σταματήσει, να χαθεί. Να αφεθεί σε ένα προσωπικό ταξίδι και να πάρει πάνω του ό,τι τον αγγίζει − είτε αυτό είναι η ιστορία, είτε ένα κλείσιμο ματιού, είτε κάτι εντελώς δικό του. Και βέβαια, η κατασκευή του εκθεσιακού περιβάλλοντος ή, αλλιώς, η σύνθεση στον χώρο, η θέση κάθε αντικειμένου, ο φωτισμός, η συνολική δραματουργία της εμπειρίας, ακόμα και η ίδια μου η απουσία − όλα αυτά είναι για μένα εξίσου δημιουργικά με τις πρόβες. Αυτό δεν είναι εντελώς καινούργιο για μένα, αλλά είναι σπάνιο. Και, ναι, μπορώ να πω πως απολαμβάνω την πολυτέλεια να κοιτάζω το έργο μου από απόσταση. Αυτό από μόνο του είναι μια μεταμόρφωση.

Ο διάλογος με το Μουσείο Παιδικού Παιχνιδιού στη Μύρινα δεν είναι αλληγορικός. Είναι σχεδόν σωματικός. Τα παιχνίδια στο μουσείο δεν είναι απλώς εκθέματα − είναι απομεινάρια μιας εποχής στην οποία η μεταμόρφωση δεν ήταν τεχνική, αλλά ένστικτο. Το παιδί δεν “παίζει” θέατρο. Το παιδί γίνεται κάτι άλλο, πλήρως. Χωρίς θεατές. Χωρίς συνείδηση ρόλου. Μια μάσκα γίνεται πρόσωπο. Ένα πανί γίνεται πανοπλία. Ένα κουτί γίνεται σκηνή. Αυτό το παιχνίδι είναι και η ρίζα της δικής μου performance. Είναι το σημείο όπου γεννιέται το “κι αν”. Και σ’ αυτό επιστρέφω ξανά και ξανά − όχι από νοσταλγία, αλλά από ανάγκη. Γιατί σε αυτό το παιχνίδι βρίσκω μια καθαρή μορφή φαντασίας. Το εργαλείο της παρατήρησης γίνεται μέθοδος σκέψης. Όταν δουλεύω, ενώ αναπαριστώ, επιδιώκω μια μεταμόρφωση όσο το δυνατόν συμβολική και πραγματική ταυτόχρονα.
Η παιδικότητα στη δουλειά μου −τολμώ πια να πω− είναι θέση σχεδόν φιλοσοφική. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο, όχι ως καταναλωτής αισθητικής, αλλά ως συμμετέχων στο ατελείωτο παιχνίδι μεταμορφώσεων που λέμε ζωή. Η απλότητα της φόρμας που βλέπει κανείς στα αυτοπορτρέτα ή στις πρόβες στα βίντεο έχουν την πίστη ότι το γελοίο μπορεί να γίνει αποκαλυπτικό. Ότι το απλό μπορεί να γίνει απειλητικό. Ότι το παιχνίδι μπορεί να γίνει συγκίνηση.
Και κατι σημαντικό για τη μνήμη: η συλλογή του μουσείου προέρχεται από έναν άνθρωπο που ήταν και παιδική μου ανάμνηση και μυθολογική μορφή της Λήμνου: τον Χρήστο Μπουλώτη. Ένας αρχαιολόγος, συγγραφέας, συλλέκτης, ποιητής − και φίλος του πατέρα μου. Μια σπάνια περσόνα που μάλλον έχεις πετύχει στα Εξάρχεια τον χειμώνα στον μπαρμπα-Γιάννη. Κι αν τον έχεις συναναστραφεί, δεν μπορεί να μην έχει αφήσει επάνω σου μια ανάμνηση γλυκιάς αγάπης για τη ζωή. Ένας άνθρωπος που σκάβει − κυριολεκτικά και μεταφορικά. Που βρίσκει το νόημα σε κάτι παλιό, παραμελημένο, παιδικό. Και το μετατρέπει σε κάτι διαρκές. Δεν είναι λοιπόν τυχαία αυτή η συνομιλία. Είναι σχεδόν προσωπική. Σαν να συνομιλώ με τον εαυτό μου στην ηλικία που πρωτοανακάλυψα ότι η φαντασία μπορεί να σε αλλάξει. Ή σαν να συνομιλώ με τους ανθρώπους που μου το υπενθύμισαν αυτό με την αγνότητά τους.

Η εγκατάσταση περιλαμβάνει θραύσματα από το σύμπαν της δουλειάς μου με την ομάδα μου την τελευταία δεκαετία: είκοσι πέντε αυτοπορτρέτα που ξεκίνησαν ως πρόχειρη αρχειοθέτηση μιας σειράς από περούκες και μετατράπηκαν σταδιακά σε αυτόνομο έργο· ένα κοστούμι που δεν φορέθηκε ποτέ −μια κούκλα που δεν την παίξαμε− και ακριβώς γι’ αυτό αποκτά βαρύτητα η παράθεσή του δίπλα στο βίντεο του «ζωντανού» κοστουμιού που “ιδρώθηκε”, αγαπήθηκε, έπαιξε και ταξίδεψε με την παράστασή του σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει επίσης ένα περιστρεφόμενο φως −μια εντυπωσιακή τεχνική εφεύρεση από μία από τις παραστάσεις μας− που εδώ λειτουργεί δίνοντας μια τελετουργική πνοή στον χώρο. Κάποια έργα κρύβονται διακριτικά μέσα στις βιτρίνες, ανάμεσα σε παιδικά παιχνίδια· άλλα στέκονται μόνα τους, ευάλωτα. Ο θεατής καλείται, οποιαδήποτε στιγμή σε όλη τη διάρκεια των τριών εβδομάδων της έκθεσης, να επιστρέψει, να παρατηρήσει, να νιώσει, να φανταστεί − να “παίξει” κι εκείνος με τη μνήμη.
Η εγκατάσταση περιλαμβάνει και ένα κοστούμι-γλυπτό που δεν φορέθηκε ποτέ.
Το κοστούμι αυτό κατασκευάστηκε ως εφεδρικό για το “Relic”. Το βασικό κοστούμι που έφτιαξε ο Άγγελος Μέντης ήταν τόσο ευφυές και αποτελεσματικό, που ουσιαστικά όρισε την ταυτότητα του έργου. Ήξερα πως, αν χανόταν σε κάποιο αεροδρόμιο, το ίδιο το έργο θα εξατμιζόταν. Γι’ αυτό, σε μια φάση άγχους, μαζί με τη φίλη και τότε βοηθό μου Μελίνα Τερζάκη, προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα αντίγραφο. Η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς: το κοστούμι δεν είχε την ίδια “συμπεριφορά”, το σώμα δεν αντιδρούσε. Το αφήσαμε στην άκρη κι έμεινε για χρόνια κλεισμένο σε ένα κουτί. Τώρα το εκθέτω δίπλα-δίπλα με το βίντεο προβών του “Relic”, όπου βλέπουμε το «καλό» κοστούμι, αυτό που “ιδρώθηκε”, ταξίδεψε, αγαπήθηκε σε πάνω από 40 φεστιβάλ, σε τέσσερις ηπείρους. Σκέφτομαι, για πλάκα, πως πρόκειται για μια b-movie εκδοχή του “Whatever Happened to Baby Jane” − δύο αδελφές: η μία όμορφη, η άλλη τέρας· η μία ενεργή, η άλλη καθηλωμένη. Ένα ξεμάλλιασμα camp που κρύβει, κάπως, μια πανανθρώπινη αλήθεια: ναι, δεν πετυχαίνουν όλα − αλλά ακόμα κι αυτά που μένουν στο περιθώριο κάποια στιγμή βρίσκουν τον χώρο τους και κουβαλούν κι αυτά τη δική τους γοητεία πάνω στον πλανήτη.



Ο δικός μου ρόλος εδώ είναι να κάνω πίσω. Να αφήσω τα αντικείμενα, τις εικόνες και τα θραύσματα της σκηνής να σταθούν μόνα τους, χωρίς την ανάγκη της δικής μου παρουσίας. Δεν υπάρχει παράσταση και δεν υπάρχει “ρόλος”. Αυτό για μένα είναι μια μετατόπιση − ομολογουμένως λίγο τρομακτική αλλά σίγουρα ανακουφιστική. Η ματιά και η φροντίδα του Σταμάτη Σχιζάκη ως επιμελητή υπήρξαν ουσιώδεις για να διαμορφωθεί αυτή η “πίσω κίνηση”. Ο Σταμάτης, θεωρητικός της τέχνης και επιμελητής στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, διαθέτει έναν σπάνιο συνδυασμό στοχασμού και ευγένειας. Το βλέμμα του είναι σταθερό αλλά διακριτικό − ιδανικό για να αφήσει τον καλλιτέχνη να ανασάνει και, ταυτόχρονα, να τον συνοδεύσει ήσυχα σε μια μετάβαση. Έχω συνηθίσει να κουβαλώ το έργο με το σώμα μου, να το πονάω και να το ζω σε πραγματικό χρόνο. Τώρα δημιουργώ τη συνθήκη ώστε να μπορεί το έργο να υπάρξει χωρίς εμένα και να ζήσει στον ρυθμό του κάθε επισκέπτη· να ενεργοποιηθεί δηλαδή όχι από εμένα, αλλά από εκείνον που το παρατηρεί. Και κάπως έτσι, κάτι αλλάζει.
Η Λήμνος είναι για μένα ένα πεδίο όπου η ζωή κρατά ακόμη έναν ρυθμό πιο ειλικρινή. Ένα ησυχαστήριο, ένας τόπος που με επαναφέρει σε κάτι αυθεντικό. Οι άνθρωποι που επιμένουν να δημιουργούν εκεί καλλιτεχνικά δρώμενα πάσης φύσεως −χωρίς τις ευκολίες της μητρόπολης, με αγάπη για την τέχνη, με πάθος και δίψα για τον πολιτισμό− με συγκινούν βαθιά. Είναι μια μορφή αγώνα που δεν έχει δόξα, αλλά έχει ουσία.

Η Νίτσα, ο Θωμάς, η Σοφία, η Δέσποινα, ο Κώστας, ο Γιώργος, η Σούλα και τόσοι άλλοι που έχω γνωρίσει μέσα από εργαστήρια ή παραστάσεις με τις ερασιτεχνικές ομάδες του νησιού είναι άνθρωποι που μπορεί να μη βλέπω συχνά, αλλά όταν τους συναντώ στην αγορά ή στο λιμάνι, κάτι μέσα μου ζεσταίνεται. Μέσα από τη διαρκή μου έκθεση στην τέχνη, γίνομαι μερικές φορές στριφνός, γκρινιάρης −ένας “κουρασμένος επαγγελματίας”, όπως λέμε−, απαιτητικός, δύστροπος, λιγότερο ανοιχτός. Αυτοί οι άνθρωποι μού θυμίζουν ότι η τέχνη είναι χαρά, είναι δώρο. Μου θυμίζουν γιατί ερωτεύτηκα το θέατρο. Μου θυμίζουν να επιστρέφω στην πηγή.
Η πρόσκληση να συμμετάσχω στο φετινό φεστιβάλ Kournos ήρθε από την Αναστασία Κοτσαλή και τη Λητώ Μεσσήνη − δύο εξαιρετικές ερμηνεύτριες του χώρου μας. Η Αναστασία είναι Λημνιά και αδελφή της Χαράς Κοτσαλή, συνεργάτιδάς μου στο “Ελενίτ”. Οι οικογένειές μας γνωρίζονται από παλιά. Οπότε η συμμετοχή μου εδώ είναι κάτι σαν επιστροφή. Όχι απλώς στο “σπίτι μου”, αλλά σε ένα ευρύτερο “σόι” − με την ελληνική έννοια της οικογένειας, που χωρά συγγενείς, φίλους, συγχωριανούς. Δεν ξέρω αν η Λήμνος εμφανίζεται ευδιάκριτα στα έργα μου. Αλλά είμαι βέβαιος πως με διαμορφώνει. Όχι θεματικά, αλλά ως στάση. Μου θυμίζει να προσπαθώ να μη δημιουργώ για εντύπωση. Να εμπιστεύομαι το βάθος του απλού. Το δυναμικό αυτού που έχει μείνει στην περιφέρεια. Και πως η μεταμόρφωση −το καύσιμο της δουλειάς μου− μπορεί να ξεκινήσει από ένα τίποτα. Η Λήμνος είναι ένα είδος σιωπηλού καταλύτη».




Ευριπίδης Λασκαρίδης
Η μεταμόρφωση ως παιχνίδι / Metamorphoses as a Toy
Έκθεση – Εικαστική εγκατάσταση • Ανάθεση του Kournos Music Festival
Πρώτη παρουσίαση στο πλαίσιο του Kournos Music Festival 2025
Σύλληψη, σχεδιασμός: Ευριπίδης Λασκαρίδης
Επιμέλεια: Σταμάτης Σχιζάκης
Inter-mezzo-metamorphoses
Μουσική παρέμβαση σε επιμέλεια του Kournos Music Festival
Ερμηνεύουν: Γιώργος Ιατρού, Κωνσταντίνος Ζιγκερίδης
Διάρκεια έκθεσης: 3-20 Αυγούστου 2025 | Ώρες λειτουργίας: 11:00-13:00 & 19:00-21:00
Όλες οι δράσεις του Kournos Music Festival πραγματοποιούνται με ελεύθερη είσοδο.