O ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΑΚΚΑΣ είναι από τους πιο γνωστούς και πιο δυναμικούς εικαστικούς και video artists του ελληνικού θεάτρου. Μετά από δεκαπέντε χρόνια συμμετοχής σε μερικές από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις των σημαντικότερων σκηνοθετών και σκηνοθετριών μας, αποφάσισε να δημιουργήσει μια βιντεοεγκατάσταση με τη μορφή ρετροσπεκτίβας. Από τις 5 έως τις 26 Ιουλίου, οι επισκέπτες της Πειραιώς 260 θα έχουν την ευκαιρία να γίνουν κοινωνοί αυτού του θεαματικού και ενδιαφέροντος πρότζεκτ με τον τίτλο «Ένοικος» στο φουαγέ του χώρου Ε.
Το ενδιαφέρον είναι ότι πράγματι αφορά το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας, καθώς αποτελεί ουσιαστικά μια ανασκόπηση της ενασχόλησης του γνωστού καλλιτέχνη με το θέατρο και συνίσταται από εικόνες είκοσι αξιομνημόνευτων παραστάσεων, στις οποίες κυριαρχούν οι ερμηνείες εξαιρετικών και αγαπημένων σε όλους ηθοποιών. Το πρότζεκτ παρουσιάζεται σε ένα ημιδιαφανές σπιτάκι που θυμίζει θερμοκήπιο φτιαγμένο από οθόνες στις οποίες θα προβάλλονται άπειρα βίντεο, κυρίως από live κάμερες που κατέγραψαν ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της δράσης, τα οποία προβάλλονταν ως μέρος της σκηνοθεσίας.
Σύνολο είκοσι ελληνικές και διεθνείς παραστάσεις από τις οποίες μόλις οι επτά έχουν παρουσιαστεί στο φεστιβάλ, σε μια λούπα 40 λεπτών, κατά τη διάρκεια της οποίας θα παρεμβάλλονται και τρεις εμβόλιμες και αναπάντεχες βιντεοπροβολές των επισκεπτών με live μοντάζ.
Αποσπάσματα από παραστάσεις κλασικών και σύγχρονων έργων, από Ευριπίδη, Μολιέρο και Σαίξπηρ μέχρι Πίντερ και Ντάριο Φο, όπως ο πρόσφατος «Ιππόλυτος» σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου αλλά και τα «Μισάνθρωπος» και «Ζορμπάς» (σκ. Γιάννης Κακλέας), «Η γυναίκα της Ζάκυθος» (σκ. Άντζελα Μπρούσκου), «Παλιοί Καιροί», «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας», «Μαχαγκόνι», «Βασιλιάς Λιρ», «Δον Κάρλος» (σκ. Γιάννης Χουβαρδάς), «Αιολική γη» (σκ. Τάκης Τζαμαργιάς), «Winterreise» (σκ. Θέμελης Γλυνάτσης), «Re-volt Athens», «Kazin Barokk», «The cave», «Άλκηστις» (σκ. Έλλη Παπακωνσταντίνου), σε κάποιες από τις οποίες βρισκόταν και ο ίδιος live επί σκηνής, ακόμα και από την παράσταση «Getaway» με μουσική Κλάους Νόμι που προετοιμάστηκε αλλά δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Σύνολο είκοσι ελληνικές και διεθνείς παραστάσεις από τις οποίες μόλις οι επτά έχουν παρουσιαστεί στο φεστιβάλ, σε μια λούπα 40 λεπτών, κατά τη διάρκεια της οποίας θα παρεμβάλλονται και τρεις εμβόλιμες και αναπάντεχες βιντεοπροβολές των επισκεπτών με live μοντάζ.

Ο Παντελής Μάκκας εξηγεί: «Πρόκειται πράγματι για μια ρετροσπεκτίβα. Έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα κατά πόσο όλες οι δουλειές που έχω κάνει στο θέατρο μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν, δηλαδή κατά πόσο μπορεί το βίντεο να αποδεσμευτεί από τη θεατρική πράξη και όλο αυτό το υλικό να συμπλεύσει και να συνδιαλλαγεί. Είναι υλικό από δουλειές κλασικού και σύγχρονου θεάτρου από το οποίο δημιούργησα ένα καινούργιο μοντάζ με όλους τους ηθοποιούς που συμμετείχαν και που καταλήγει σε κάτι γιορταστικό. Ο ήχος θα ακούγεται μόνο στο εσωτερικό του σπιτιού, ενώ ό,τι θα εμφανίζεται εξωτερικά θα μπορεί κανείς να το δει και μέσα, σε μια even προβολή από προτζέκτορες.
Επεξεργαζόμουν την ιδέα αρκετά χρόνια. Συζητώντας με διάφορους συντελεστές, κατάλαβα ότι, καθώς σκηνικά και κοστούμια καταστρέφονται, η μοναδική που αφήνει αποτύπωμα στις παραστάσεις μετά την ολοκλήρωσή τους είναι η δική μου δουλειά. Το βίντεο είναι το μοναδικό που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καμία άλλη παραγωγή, ειδικά όταν έχεις live κάμερα. Σκεφτόμουν κατά πόσο αυτό το αποτύπωμα μπορώ να το δω και να το συγκρίνω κι εκεί κατάλαβα ότι έχω μια κοινή γλώσσα, είτε κάνω Ευριπίδη και Μολιέρο, είτε Σαίξπηρ και Ντάριο Φο. Υπάρχει πάντα για εμένα μία οπτική οδός. Προσπάθησα να εξετάσω, λόγου χάρη, γιατί και σε ποια σημεία κάνω close up. Όλα αυτά άρχισαν να μπαίνουν το ένα δίπλα στο άλλο και άρχισα να καταλαβαίνω πράγματα τα οποία δεν ήξερα και τα οποία χρησιμοποιώ ως εργαλεία».
Απομονώθηκε για τρεις μήνες και έγινε αυστηρός curator του εαυτού του, καθώς ο στόχος ήταν το συνολικό αποτέλεσμα να έχει εικαστική και όχι θεατρική ματιά. Λέει: «Η εικόνα ήταν που με έβαλε στη δραματουργία, δηλαδή τι να κρατήσω από την Αφροδίτη, τι να πάρω από τον “Βασιλιά Λιρ”, από τον “Δον Κάρλος” και ούτω καθεξής. Το κείμενο ήρθε μέσα από την εικόνα, αν δεν υπήρχε κείμενο η εικόνα έβαινε εκτός, γιατί το κείμενο δεν είναι voice over, υπάρχει ο θεατρικός λόγος και έχω κρατήσει και τρία τραγούδια. Τα περισσότερα έργα μιλάνε για την εξουσία, τη θυσία, την αυτοθυσία, πρόκειται για μια ανοιχτή δραματουργία όπου γεφυρώνω όλες αυτές τις καταστάσεις. Από τη Σελιμέν του “Μισάνθρωπου” στην Αφροδίτη του “Ιππόλυτου” και στην κόρη του βασιλιά Λιρ, δημιουργείται μια σειρά από περίεργες και ανοιχτές συνδέσεις, πάντα εικαστικά, και όχι δραματουργικά και θεατρικά».

Αλλά ποιος είναι ο «Ένοικος»; Ο Π. Μάκκας απαντάει: «Στην αρχή νόμιζα ότι ήμουν εγώ επειδή, καθώς προέρχομαι από τον εικαστικό χώρο, θεωρώ ότι είμαι δανεικός στον χώρο του θεάτρου. Μετά κατάλαβα ότι στο θέατρο όλοι είμαστε ένοικοι ή νοικιάζουμε μιάμιση ώρα από αυτό που γίνεται, το ζούμε, γίνεται δικό μας και όταν τελειώνει δεν μας ανήκει τίποτα. Και οι ηθοποιοί είναι ένοικοι, το θέατρο έχει την ιδέα του ενοίκου».
Η δουλειά του στις περισσότερες μεγάλες παραγωγές είναι με live κάμερα η οποία καταγράφει τα πάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «Ιππόλυτος» όπου η Αφροδίτη, δηλαδή η Έλενα Τοπαλίδου, χειριζόταν την κάμερα και κατέγραφε τα πάντα μέσω recorder, τους θορύβους από την κίνησή της, την ανάσα της. Λέει ο ίδιος: «Ό,τι θα δεις, ο ήχος, ο λόγος, η μουσική, τα πάντα είναι μέσα από την κάμερα, ακόμα και αν είναι ήχος κακός, με τριβές. Χρησιμοποιώ την κάμερα ως καταγραφικό εργαλείο, ο ήχος και η εικόνα έρχονται από εκεί, γι’ αυτό και ο “Ένοικος” είναι σαν να κατοικεί μέσα στην εικόνα πια».
Τα 40 λεπτά του βίντεο αποτελούνται από 40 layers, δηλαδή 40 διαφορετικά γκρουπ εικόνας, ενώ οι εικόνες είναι 400 με 500. Όταν του ζητάω να μου πει ποια είναι η αγαπημένη του παράσταση με κριτήριο το αισθητικό αποτέλεσμα, αναφέρεται σε δύο περιπτώσεις και μου εξηγεί ότι καταρχάς κάθε παράσταση είχε διαφορετική τεχνική. Στον «Ιππόλυτο» για πρώτη φορά εκτέλεσε ένα μονοπλάνο για το οποίο έπρεπε να εκπαιδεύσει ηθοποιό που δεν ήταν επαγγελματίας καμεραμάν, ενώ στον «Βασιλιά Λιρ» η δουλειά που έγινε ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα, με 5 live κάμερες επί σκηνής ταυτόχρονα, και με live μοντέρ.
Και καταλήγει: «Ο “Ένοικος” είναι σαν ένας αργαλειός, που δεν έχει να κάνει με το ποια είναι η καλύτερη και ποια η λιγότερο καλή δουλειά από όσες έχω κάνει. Δηλαδή, μπορεί να έχω αγαπήσει έναν ηθοποιό που του έμαθα να χειρίζεται μια κάμερα και να έχω δει εικόνες που με έχουν πάει και εμένα σε άλλο επίπεδο, οπότε δεν είναι ότι επέλεξα τις καλύτερές μου εικόνες, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσαν να συνομιλήσουν με τις υπόλοιπες. Ωστόσο, για μένα είναι ένα πολύ γιορταστικό πρότζεκτ».