Από τότε που η Paulina Olowska έφτιαξε το εργαστήριό της απέναντι από την γκαλερί The Breeder στην οδό Ιάσωνος, στο Μεταξουργείο, άρχισε να παρατηρεί την Αθήνα με άλλο μάτι. «Κάποιος που δεν έρχεται εδώ δεν μπορεί να φανταστεί πόσο ενδιαφέρουσα περιοχή είναι το Μεταξουργείο. Συναντάς τους πάντες, από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους χίπστερς, τους ουσιοεξαρτημένους και τις γυναίκες που δουλεύουν στους χώρους σεξεργασίας, τον κόσμο της γειτονιάς και την κυρία Βούλα με το καφενείο της στην Ιάσωνος» λέει για την περιοχή, στην οποία εγκαταστάθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Δίδασκα τότε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, είχα Ρώσους και Ουκρανούς φοιτητές και πραγματικά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Είπα μέσα μου “ή τώρα ή ποτέ” και αποφάσισα να εγκατασταθώ σε ένα μέρος πιο ειρηνικό και ήρεμο. Έτσι έφτασα στην Αθήνα» λέει.
Εικαστικός με διεθνή αναγνώριση, η Paulina γεννήθηκε στην Πολωνία, στο Γκντανσκ, σε καλλιτεχνική οικογένεια, λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων των ναυπηγείων, που επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα και γέννησαν το κίνημα Solidarność (Αλληλεγγύη) με επικεφαλής τον Λεχ Βαλέσα, που τιμήθηκε αργότερα με Νόμπελ Ειρήνης. Ο πατέρας της ήταν μεταφραστής του Βαλέσα και έφυγε λίγο αργότερα ως πολιτικός πρόσφυγας στις ΗΠΑ. Όταν έφτασε εκεί η έφηβη Paulina, είδε κατάπληκτη έναν κόσμο που αγνοούσε ότι υπάρχει. Εκεί υπήρχε τέχνη και μόδα και επαναστατικό πνεύμα στους νέους καλλιτέχνες και έτσι αποφάσισε να σπουδάσει τέχνη στη Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο. «Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος, αλλά τότε δεν ήταν της μόδας» λέει. Ήξερε επίσης ότι την ενδιέφερε να παρουσιάζει στο έργο της γυναίκες, να ζωντανέψει και να διαβάσει τις παλιές εικόνες των γυναικών στα περιοδικά της χώρας της, όπου «δεν υπήρχε μόδα, όλα τα έκαναν οι γυναίκες μόνες τους», όπως και των γυναικών που αποτελούσαν σύμβολα της εποχής της, όπως η Εμμανουέλα.
«Σε έναν κόσμο που λατρεύει να είναι όλα ορατά, η ζωή αυτών των γυναικών μοιάζει με κρυμμένο μυστικό, κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει ακριβώς, κανένας δεν γνωρίζει τι βιώνουν, πώς ζουν τη δική τους καθημερινότητα».
Έχοντας διεθνή παρουσία, καθώς τα έργα της έχουν εκτεθεί δίπλα σε έργα καλλιτέχνιδων όπως η Ναν Γκόλντιν, η Μόνα Χατούμ, η Σάρα Λούκας και η Μπάρμπαρα Κρούγκερ, εμβαθύνει με τους παραστατικούς πίνακές της στην πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, στον αμερικανικό καταναλωτισμό και στην ποπ κουλτούρα, στον φεμινισμό και στην αισθητική των διαφημίσεων μόδας. Οι πίνακές της συχνά απεικονίζουν γυναίκες σε διάφορα περιβάλλοντα, από γραφεία και καταστήματα μέχρι αγροκτήματα και ζούγκλες, αμφισβητώντας τις ιστορικές συμβάσεις της τέχνης καθώς και τις παραδοσιακές έννοιες της θηλυκότητας στους ανατολικούς και δυτικούς πολιτισμούς. Προσδίδει στους καμβάδες της σουρεαλιστικά, ονειρικά εφέ μέσα από τη μοναδική χρήση του χρώματος και της προοπτικής. Ασχολείται με τη ζωγραφική, το κολάζ, τη γλυπτική, το βίντεο, τις εγκαταστάσεις και την performance.

Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να ειπωθούν ανείπωτες ιστορίες, μυστικά που κρύβονται πίσω από μια εικόνα φαινομενικά γαλήνια, που δεν προδίδει καμία ανησυχία. Ζώντας στην οδό Ιάσωνος, ενσωματώθηκε στη ζωή της γειτονιάς. Γνώρισε τις σεξεργάτριες, με αυτές καλημερίζεται και πίνει καφέ πριν περάσουν τις πόρτες των χώρων εργασίας τους και χαθούν μέσα σε μια ζωή και μια ρουτίνα μυστική και ανείπωτη. «Σε έναν κόσμο που λατρεύει να είναι όλα ορατά, η ζωή αυτών των γυναικών μοιάζει με κρυμμένο μυστικό, κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει ακριβώς, κανένας δεν γνωρίζει τι βιώνουν, πώς ζουν τη δική τους καθημερινότητα», λέει.
Η τρέχουσα εμπειρία, το βίωμα είναι κάθε φορά χαρακτηριστικό στο έργο της και μαζί με το ρομαντικό όραμα της τέχνης και της πεποίθησης ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο εξερευνά τις καλλιτεχνικές ουτοπίες του μοντερνισμού, που βρίσκονται στα θεμέλια του πρώιμου Bauhaus, τους κύκλους των Ρώσων κονστρουκτιβιστών και την ευρωπαϊκή πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα. Η δουλειά της βγαίνει από το στούντιο και απευθύνεται στην κοινότητα. Τον Μάιο του 2003, μαζί με τη Lucy McKenzie, διηύθυναν προσωρινά το underground μπαρ Nova Popularna στη Βαρσοβία, το οποίο φιλοξενούσε εβδομαδιαία συναυλίες και παραστάσεις. Μετά το κλείσιμο του Nova Popularna, οι καλλιτέχνες άρχισαν να δημιουργούν έργα για να τιμήσουν και να ιστορικοποιήσουν το έργο. Από το «Αλφάβητο», ένα έργο της στο οποίο το γυναικείο σώμα, οι χειρονομίες και οι κινήσεις σχηματίζουν τα γράμματα του αλφαβήτου, μέχρι τις γυναίκες ως σλαβικές θεότητες που δημιουργεί, αποτίνει συχνά φόρο τιμής σε περισσότερο ή λιγότερο παραγνωρισμένες γυναίκες που θαρραλέα δημιούργησαν έξω από τον Κανόνα της τέχνης όπως τον έφτιαξαν οι άντρες.
Το χαρακτηριστικό μοτίβο των ξεχασμένων ηρωίδων ή καλλιτέχνιδων στο έργο της επανέρχεται συχνά. Η Olowska επιδιώκει να ανασκάψει τις ιστορίες τους και να τις επανερμηνεύσει, εισάγοντάς τες σε μια ευρύτερη αφήγηση, συμβάλλοντας έτσι στην παράδοση της γυναικείας τέχνης, καθορίζοντας παράλληλα τη σύγχρονη ταυτότητα της καλλιτέχνιδας.
Αποφάσισε να κάνει μια τοιχογραφία και να αλλάξει την όψη του χώρου σεξεργασίας που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το στούντιό της, να κάνει ένα έργο στην καρδιά της μικρής κοινότητας που μοιράζεται καθημερινά με αυτές τις γυναίκες. Αυτό είναι το τρίτο δημόσιο έργο της∙ το πρώτο βρίσκεται στα ιστορικά ναυπηγεία του Γκντανσκ, στη γενέτειρά της, και το δεύτερο έξω από το Puppet Theatre στην Κρακοβία. Αν κάποιος τα συνδέσει, θα δει μέσα από τα δημόσια έργα της και τους άξονες της δουλειάς της την πολιτική, την παιγνιώδη διάθεση και τις γυναίκες.

Η Paulina συζήτησε την ιδέα της με τον επιμελητή Milovan Farronato που επιμελείται στην γκαλερί The Breeder την ομαδική έκθεση «Public Secrets», στην οποία διερευνά τα όρια ανάμεσα στην ορατότητα και την απόκρυψη, στην οικειότητα και την αποκάλυψη.
Ως μέρος της έκθεσης και μέσα στο πνεύμα της, που θέλει μέσα από τα έργα των καλλιτέχνιδων να εμπνέεται από τις σχέσεις μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου, καλώντας μας να αντιμετωπίσουμε ό,τι παραβλέπουμε, και που παρουσιάζει «την άλλη πλευρά του νομίσματος», όχι μόνο αυτό που φαίνεται, αλλά και αυτό που κρύβεται ενώ βρίσκεται σε κοινή θέα, η τοιχογραφία της Paulina στον τοίχο του χώρου σεξεργασίας, που συνορεύει με την πόρτα της γκαλερί, δείχνει την «αόρατη ζωή» των γυναικών σαν αυτές που εργάζονται μέσα στο οίκημα, οι οποίες επιτελούν τις καθημερινές τους λειτουργίες. Γυμνές ή ημίγυμνες, συζητούν μεταξύ τους, ξαπλωμένες στο κρεβάτι διαβάζουν εφημερίδα ή μαντάρουν μια κάλτσα. Κοιτάζονται στον καθρέφτη, βγάζουν βόλτα το σκυλάκι τους ή ξεκουράζονται, ενώ ένα μεγάλο λουλούδι μοιάζει να ρίχνει τη σκιά του επάνω τους. Σαν μυστικό που αποκαλύπτεται, η τοιχογραφία αποτίνει φόρο τιμής σε μια άλλη δημιουργό, τη Μάγια Μπερεζόφσκα, μια ζωγράφο γεννημένη το 1893, που σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη, την Κρακοβία και το Μόναχο και έκανε καριέρα στο Παρίσι, σε περιοδικά όπως τα «Le Figaro», «Le Rire» και «Ici Paris», με σκίτσα και γελοιογραφίες∙ μάλιστα αυτές του Χίτλερ λίγο έλειψαν να στοιχίσουν τη ζωή της.
Η τοιχογραφία της βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, σε έναν δρόμο όπου συναντιούνται πολλές και διαφορετικές ζωές, αποκαλύπτει μια αλήθεια που συχνά αγνοούμε ή παραβλέπουμε και συγκροτεί μια τρυφερή όσο και σκληρή αφήγηση για τη σύγχρονη ζωή, για τις άρρητες αλήθειες και τα όσα επιλέγουμε να αποσιωπούμε.
Λίγα λόγια για την Paulina Olowska
Η Olowska έλαβε το πτυχίο Bachelor of Art (BFA) από τη Σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο το 1996 και το μεταπτυχιακό της από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Γκντανσκ στην Πολωνία, το 2000. Ατομικές εκθέσεις της έχουν γίνει στην Kunsthalle Basel, στο Μουσείο Stedelijk, Άμστερνταμ (2013), στην Εθνική Πινακοθήκη Zacheta, Βαρσοβία (2014), στο Μουσείο Kistefos, Γέβνακερ, Νορβηγία (2022) και στο Fondazione Sandretto Re Rebaudengo, Τορίνο, Ιταλία (2023). Συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (2009), στο Νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης (2011), στο Hamburger Kunsthalle του Αμβούργου (2017), στο Μουσείο Moderner Kunst της Βιέννης (2018), στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βαρσοβίας (2019), στο Κέντρο Τέχνης Walker της Μινεάπολης (2021), στην Tate Modern του Λονδίνου (2023), στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης της Ουάσινγκτον (2024) και στην Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά στην Οτάβα (2024-2025). Συμμετείχε στην περιοδεύουσα έκθεση «Woven Histories: Textiles and Modern Abstraction» στο Μουσείο Τέχνης της Κομητείας του Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια (2023-2024). Το 2014 έλαβε το έγκριτο Βραβείο Τέχνης του Άαχεν, με μια σχετική έκθεση στο Ludwig Forum for International Art. Έχει διοργανώσει παραστάσεις στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (2012), στο Carnegie International, στο Πίτσμπουργκ (2013), στην Tate Modern στο Λονδίνο (2015), στο Kestner Gesellschaft, στο Ανόβερο (2023) και στο The Serralves, στην Πορτογαλία (2023). Το 2015, ίδρυσε το «Pavilionesque», ένα περιοδικό τέχνης και θεάτρου που συνεργάζεται με καλλιτέχνες, σχολές τέχνης και θεατρικές ομάδες. Η Olowska παρουσίασε το μπαλέτο «Slavic Goddesses - A Wreath of Ceremonies» στο Kitchen της Νέας Υόρκης το 2017 και το «Slavic Goddesses and The Ushers» στο Museo del Novecento στο Μιλάνο το 2018. Το έργο της παρουσιάστηκε στην Τριενάλε της Εθνικής Πινακοθήκης της Βικτώριας το 2017 στη Μελβούρνη και στην Μπιενάλε του Λίβερπουλ το 2018. Το 2019, ίδρυσε το Artist House Kadenówka Foundation, ένα συνεχιζόμενο πρότζεκτ που φιλοξενεί καλλιτεχνικές residencies και εκθέσεις. Τα έργα της φιλοξενούνται σε μεγάλα δημόσια ιδρύματα παγκοσμίως, όπως το Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, η Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας στη Μελβούρνη, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια, το Städtiches Museum Abteiberg στο Μενχενγκλάντμπαχ της Γερμανίας και το Μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ, μεταξύ άλλων.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση Public Secrets εδώ